Further tags

Ο άνδρας που βάφει τα μαλλιά του.

Συνήθως συνδυάζει δύο αντιφατικά χαρακτηριστικά: α) Είναι κομψευόμενος και γόης. β) Είναι μεγάλης ηλικίας, ergo αρσενικό παλαιάς κοπής και πασέ. Ο συνδυασμός των δύο στοιχείων τον καθιστά συχνά γελοίο, αφού μπορεί να συνδυάσει την καραμπογιά με μύστακα παλαιάς κοπής και με τέτοια «προσόντα» να την πέφτει σε πιπινέζες. Τέτοιος τύπος είναι ο (νεκρός) ήρωας της ταινίας 4 Μαύρα Κοστούμια, για τον οποίο ο Γιάννης Ζουγανέλης εξαπολύει την κορυφαία ατάκα: «Καλύτερα ξέφωτο, παρά βαψομαλλιάς». Επίσης, μπορεί να είναι ο καθηγητής που τον κοροϊδεύουν τα παιδάκια, ο καθηγητής Πανεπιστημίου που την έχει δει βελτσίων του Βέλτσου, ή ο επίδοξος εραστής της κομμώτριας. Είναι και το ότι οι άντρες είναι συνήθως λιγότερο προσεκτικοί και διαθέτουν λιγότερο χρόνο από τις γυναίκες σε αυτά τα θέματα, οπότε δεν τo 'χουν.

Ωστόσο, τουλάστιχον τις τελευταίες δεκαετίες πολλοί αστέρες της σόου μπιζ αποφάσισαν να εξασκήσουν το άθλημα. Πολλοί γελοιοποιούνται με καραμπογιές και βαψίματα χρώματος κομοδινί. Μερικοί, όμως, επιδίδονται και σε ψαγμενιές, όπως: Ο εξηντάρης βάφει τα μαλλιά του σε χρώμα γκρι του πενηντάρη, ή ο πενηντάρης σε χρώμα γκρι του σαραντάρη. Επίσης, διάφορες άλλες σπρετσατούρες, οι οποίες συνήθως δεν βγαίνουν και τους γελοιοποιούν έτι περισσότερο.

Γενικώς, η αυτονόητη κατηγορία για έναν βαψομαλλιά είναι ότι το βάφει το μαλλί, καθιστάμενος έτσι όψιμος πουστοσέξουαλ. Πλην καθώς διάγουμε κατά Baudrillard την εποχή της διασεξουαλικότητας και του τραβεστί του πολιτικού (le travesti du politique), παρόμοιες κατηγορίες είναι αναχρονιστικές και καταδικασμένες στην συνείδηση του λαού. Εξάλλου οι γνώμες διίστανται: Ο βαψομαλλιάς παρακάμπτει την ανησυχία άσπρα μαλλιά στην κεφαλή, κακά μαντάτα στην ψωλή. Στερείται όμως και την απόλαυση να περηφανευτεί μαλλί βαμβάκι, ψωλή φαρμάκι. Αμφότερα και τα δύο είναι κοινωνικές/ γλωσσικές κατασκευές. Απλώς το πρόβλημα είναι τι γίνεται όταν έχεις ήδη αρχίσει να γκριζάρεις και μετά σκας μύτη, αίφνης, ως καραμπογιάς. Γι' αυτό έχω να προτείνω το εξής: Αν τύχει να έχουν βγει ήδη κάμποσες άσπρες τρίχες μέχρι να σκεφτείς το βάψιμο, τα βάφεις σε ένα τιραμισουρεαλιστικό χρώμα, όπως μπλε, φούξια ή ξανθά αν είσαι μελαχροινός, για να το παίξεις φρικιό, τρελό αλτέρνι κι έτσι. Και σε χρόνο ανύποπτο, όταν όλοι το έχουν ξεχάσει, το γυρίζεις σε κανά κομοδινί της αρεσκείας σου. Ήταν μια κοινωνική προσφορά του Χάνου της Χρυσής Ορδής για το σλανγκρ.

Υπάρχει και ειδικό βλόγιον, το www.vapsomalliades.blogspot.com, το οποίο κράζει τεκμηριωμένα τους απανταχού βαψομαλλιάδες και το συνιστώ εκθύμως για να περάσετε μερικές ώρες απολαυστικού κραξίματος, τώρα μάλιστα που το σλανγκρ βρίσκεται σε ύφεση. Από εκεί αρυόμαστε τις παρακάτω πληροφορίες:

Επιφανείς βαψομαλλιάδες είναι και οι χαβαλεδιάρηδες τραγουδιστές:

Πέτρος Κωστόπουλος: Βλαχοκυριλέ κομοδινί βάψιμο με εμφύτευση. Ceci n'est pas Μέγας Πέτρος!

Γιώργος Τράγκας: Μαλλί- τηγάνι, ήτοι μαύρο βάψιμο που επικάθηται σαν τηγάνι πάνω στο γκρι του πενηντάρη (ενώ ο Τράγκας είναι 65άρης) που διατηρεί στους κροτάφους. Ceci n'est pas σπρετσατούρα!

Λευτέρης Ζαγορίτης: Πρόχειρο κατάμαυρο με λευκές ρίζες.

Τόλης Βοσκόπουλος: Ερωτιάρικο καφέ θυσανωτό.

Άρης Σπηλιωτόπουλος: Κατάμαυρη ιφιγένεια, αν και ο ίδιος είχε δηλώσει παλιότερα ότι γκρίζαρε από το άγχος και τις ευθύνες...

Παύλος Τσίμας: «Εμφάνιση δημοδιδασκάλου, μύσταξ ιεροψάλτου, ύφος σεμνοπρεπές» για τον τρομπαδούρο του σοσιαλισμού, που με το κομιλφό βάψιμο προσπαθεί να αλώσει το σύστημα από τα μέσα σύμφωνα με την τακτική του «εισοδισμού» (βλ. το απολαυστικό άρθρο στο μπλογκ).

Πάνος Παναγιωτόπουλος: Αυτάρεσκος βαψομαλλιάς και προσθετάκιας, ξυρίζει τις φαβορίτες για να μην φαίνονται οι εκεί άσπρες τρίχες.

Αλέξης Κούγιας: Μια από τις πολλές κουγιές του μοντελοπνίχτη είναι η απελπισμένη καραμπογιά του.

Άδωνις Γεωργιάδης: Είναι συμβατή η βαψομαλλίαση με τα ελληνικά ιδεώδη;

Γιώργος Καρατζαφύρερ: Σκούρο καφέ έως έντονο καφεκόκκινο που ζαλίζει και τα περιστέρια.

Μιλτιάδης Βαρβιτσιώτης: Κάνει και ανταύγειες και το παραδέχεται! Εύγε για την ανδρεία!

Αλέξης Παπαχελάς: Εγγράμματο, σικ βάψιμο.

Ανδρέας Μικρούτσικος: Ένα βαψιματάκι τοσοδά μικρούτσικο.

Κίμων Κουλούρης: Όχι μόνο τα μαλλιά (ατημελήτως βαμμένα με άσπρους θύλακες), αλλά και τα φρύδια και τις βλεφαρίδες, του Άι Λάινερ δεηθώμεν! Κιμωνό ξεκούμπωτο με λίγο από thespian. Πάντως, συνάδει με την όλη θεατρική σκηνική του παρουσία.

Ron Jeremy: The Porn-Star Experience of βαψομαλλιάς. Ναι, ο άνθρωπος, που μπορούσε να κάνει αυτό για το οποίο ζηλεύουμε τους σκύλους, τα βάφει.

Ύστερα και από αυτό το τελευταίο παράδειγμα, πρέπει να το σκεφτούμε σοβαρά μήπως όντως είναι μαγκιά το να είσαι βαψομαλλιάς. Αν δεν πειστήκατε ακόμα, σκεφτείτε ότι βαψομαλλιάς είναι και ο Ρεχάγκελ.

Trivium: Όπως αναφέρεται εδώ, στις τελευταίες αμερικλάνικες εκλογές για κλανητάρχη, οι Ρεμπουπλικάνοι κατηγόρησαν τον Ομπάμα ότι βάφει τα μαλλιά του, και κατέβηκαν με το σύνθημα: «Πώς μπορείτε να εμπιστευτείτε έναν βαψομαλλιά;». Πλην ο Ομπάμας, ομπάμιας μπορεί να είναι, αλλά βαψομαλλιάς ποτέ! Απέδειξε με αδιάσειστα τεκμήρια ότι είναι φυσικός μαύρος και κέρδισε έτσι τις εκλογές, που κρίθηκαν στην αντικατηγορία ότι οι Ρεπουμπλικάνοι είναι συκοφάντες και ρατσιστές εναντίον των ευυπόληπτων βαψομαλλιάδων συμπολιτών μας.

  1. Τρελό κουνέλι για Τράγκα:

Ακόμα ένας δημοσιογράφος προστέθηκε στην μεγάλη λίστα των βαψομιαλλιάδων!! Γιωργάρα, 10 χρόνια νεότερο σε κάνει το κομοδινί!! Καλορίζικο..

  1. Δίκαιη οργή από γουορντπρέσι:

Σεμνά και ταπεινά ο άλλος βαψομαλλιάς του μπούλη: Με …ελικόπτερο στη Μύκονο ο Βαρβιτσιώτης!..
…για προσωπική κοινωνική του υποχρέωση. Δεν βάζουν με τίποτε μυαλό στην κυβέρνηση…
Για τη σεμνότητα και ταπεινότητα του βαψομαλλιά υπουργού του Καραμανλιστάν, στο press-gr
* Ρε αληταρά, κομψευόμενε ανίκανε, που δεν έχεις ένσημο στη ζωή σου, ξέρεις με τι ζει ο λαός;
Ξέρεις τενεκέ ξεγάνωτε;

  1. ΟΚ, πάντως κι ο Ιωαννίδης με τον ΠΑΟ κόντρα σε Νίνη και μετά Σαλπιγγίδη, δεν τα πήγε άσχημα από αριστερά. Το ίδιο και με τον Κουτσιανικούλη στον Τέλη.
    Δεν υπάρχει παικτική σύγκριση μεταξύ των παικτών που αναφέρεις και του Εστογιάνοφ. Ο βαψομαλλιάς υπερτερεί και σε ταχύτητα και σε τεχνική.
    (Δες).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι λέμε την πολύ χοντρή γυναίκα που, το μόνο που μπορεί να επιδείξει σαν κάτι ωραίο πάνω της, είναι το πλούσιο στήθος της, το οποίο και φροντίζει να το δείχνει συχνά.

- Καλά ρε, θυμάσαι την Ελπίδα από το δημοτικό;
- Ναι ωραίο νιμού ήταν.
- Ε τώρα έχει γίνει μπάλα με βυζιά!
- Πάχυνε και αυτή;;;

Βλ. επίσης βυζανάδειξη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται στα γυναικεία στήθη.

Είχα πνιγεί στο βυζόκρεας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως εμφάνιση, ο ανθρωπότυπος αρκούδα δεν είναι απλώς ο εύχοντρος, όπως μας λέει ο ορισμός του Azargled, αλλά ο εύχοντρος και τριχωτός. Η διαφορά της αρκούδας από τον γκάλη και τον γκρηκ λόβερ με τρίχα για πουλόβερ είναι, κυρίως, ότι η αρκούδα έχει τρίχωμα και στην πλάτη (έτσι γίνεται η διαφορική διάγνωση) και επίσης ότι η αρκούδα είναι εύχοντρος, ντουλάπα, με λεπτούς ώμους (αρσενική αχλαδομούνα ένα πράμα) και μεγάλη κοιλιά, ενώ περπατάει και πολύ βαριά.

Ψυχολογικά, είναι καλοκάγαθος κουλ τύπος, ενώ όταν ζευγαρώνει έχει τάσεις να εκτρέπεται στον λουλουκισμό. Νταξ, ο όρος αρκούδα μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για κάποιον που έχει μερικές μόνο από τις παραπάνω ιδιότητες.

- Πάρε την αρκούδα πού 'ρθε να κάνει μπάνιο!...
- Πάλι πρέπει να αλλάξουμε παραλjία γαμώ την αγανάκτησή μου, γαμώ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται σε γυναίκα τις οποίας το μέγεθος του στήθους της είναι τέτοιο που ξεπερνάει κατά πολύ τον μέσω όρο και αποτελεί το σημείο αναφοράς του σώματος της. Όπως και η βυζαρού, δεν είναι απαραιτήτως προκλητική, όμορφη ή νέα γυναίκα, σε αντιπαράθεση με την βυζού.

Μπορεί να χαρακτηριστεί και ως γυναίκα με υψηλό κέντρο βάρους, ενώ στο πέρασμά της δύναται να ακουστεί το χαρακτηριστικό επιφώνημα «ζάααρες» (εκ του βυζάααρες, όπου το βυ- παραλείπεται για να αποφευχθεί η προσβλητική χροιά της λέξης, χωρίς όμως αυτό να επιτυγχάνεται τις περισσότερες φορές).

Συναντάται και ως μπροστοκούνα, που παραπέμπει σε αυτοκινητιστικό όρο (βλ. πισωκούνα), αλλά εννοεί γυναίκα με πλούσιο στήθος, ενώ δεν θα έπρεπε να παραλειφθεί και το περιπαικτικό βυζιάρα (όπως παραπονιάρα, κλανιάρα, χαδιάρα, αλανιάρα κ.α.).

- ... άσε, ξέρω. Θα μου πεις ότι τα δόντια της είναι λες και έχει μασήσει χαλίκια, ότι καρφώνει μπιφτέκια με την μύτη της και ότι είναι τόσο κοντή που το καπέλο της βρομάει ποδαρίλες, αλλά είναι μπροστόβαρη κι εμένα αυτό μου φτάνει. - Ότι είσαι βυζολάγνος το 'ξερα, αλλά ότι θα 'φτανες μέχρις αυτού του σημείου δεν το περίμενα πότε! Από αύριο ούτε καλημέρα!
- Τι καλημέρα, που σε απολύσανε και από αύριο θα ξυπνάς το απόγευμα, όπως παλιά...
- τέσπα...

(από Khan, 07/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γκόμενα με πολύ μεγάλα και ολοστρόγγυλα στητά -απαραίτητα και πολύ σημαντικά χαρακτηριστικά αυτά τα δυο τελευταία- βυζιά. Συμπληρωματικά, αλλά όχι απαραίτητα, η γκόμενα που, αν δεν είχε τα προαναφερθέντα βυζιά, θα την χαρακτήριζες μάλλον μπάζο, άλλα τώρα σου μοιάζει με τη Megan Fox. Η γκόμενα που το μόνο που βλέπεις πάνω της είναι τα προαναφερθέντα βυζιά.

Ετυμολογικά μάλλον και προφανώς προέρχεται από τη λέξη «βυζούμπες».

  1. - Πω πω φίλε τι βυζουμπάτο μωρό είναι αυτό!!!!!!
    - Μην μου πεις ότι σ' αρέσει αυτή η σαύρα. Η φάτσα της της είναι σαν Γκρέμλιν.
    - Εεεεε ποια φάτσα;

  2. - Τι σου ζήτησα ρε θεέ; Μια βυζουμπάτη γκόμενα. Κοντή, χοντρή άσχημη δεν με πειράζει... Αλλά εσύ θεέ με γράφεις κανονικά...

(από Mitsaras, 08/11/10)Κλασιή βυζουμπάτη γκόμενα η Gemma Atkinson. (από Mitsaras, 08/11/10)

βλ. και βυζοκίνητο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από το κάγκανος (ξερός / κατάξερος / κατάλληλος προς καύση) που είναι λέξη Ομηρική, η οποία διασώζεται στα βλάχικα (παρεμπιπτόντως «γκαγκάνι» αποκαλούν οι βλάχοι το γαϊδουράγκαθο).

«… ΠΕΡΙ ΔΕ ΞΥΛΑ ΚΑΓΚΑΝΑ ΘΗΚΑΝ ΑΥΑ ΠΑΛΑΙ ΠΕΡΙΚΗΛΑ ΝΕΟΝ ΚΕΚΕΑΣΜΕΝΑ ΧΑΛΚΩ ΚΑΙ ΔΑΙΔΑΣ ΜΕΤΕΜΙΣΓΟΝ...»
Οδύσσεια σ 309

«…ΥΠΟ ΔΕ ΞΥΛΑ ΚΑΓΚΑΝΑ ΚΕΙΤΑΙ ΩΣ ΤΟΥ ΚΑΛΑ ΡΕΕΘΡΑ ΠΥΡΙ ΦΛΕΞΕΤΟ ΖΕΕ Δ ΥΔΩΡ…» Ιλιάδα Φ 364

Γκάγκανο σημαίνει:

  1. ξερό / κατάξερο / στεγνό ξύλο / κούτσουρο / λιανόκλαδο που χρησιμοποιείται για προσάναμμα.

  2. Όταν μιλάμε για φαγητό (κυρίως ψητό κρέας): το καμένο, το υπερβολικά ψημένο, αυτό που έχει τόσο στεγνώσει απ’ το ψήσιμο που δεν τρώγεται.

  3. Το λιοπύρι, τον καύσωνα, το καταμεσήμερο καλοκαιριάτικα, το μέρος που ενώ καίει ο τόπος απ’ τη ζέστη δεν προσφέρει σκιά.

  4. Όταν μιλάμε για πρόσωπα στην έκφραση «Έχω γίνει γκάγκανο!» σημαίνει πως έχω μαυρίσει υπερβολικά από τον ήλιο / την ηλιοθεραπεία, έχω γίνει κατάμαυρος / αράπης (, βλ σχόλια των Bubis, Ο ΑΛΛΟΣ).

  5. Σαν βρισιά με την έννοια του κούτσουρου σημαίνει: βλάκας, χαζός, αλλά χρησιμοποιείται παρομοίως και σαν ουσιαστικό με την έννοια της βλακείας, της λόξας, της ιδιοτροπίας.

  6. Το αρσενικό, γκάγκανος, εκτός από το κατάμαυρος (υπάρχουν και τα μαυρογκάγκανος και καραγκάγκανος, υπερ-υπερθετικός) εκτοξεύεται υποτιμητικά σαν χλεύη ή και βρισιά προς μαυριδερούς ή και μαύρους, οπότε και είναι καθαρά ρατσιστικό και σημαίνει όλα όσα υποτιμητικά αποδίδονται σε μαύρους και γύφτους από τους ντεμέκ ανώτερους λευκούς (πχ. βρώμικος, μπασκλασαρία, ανίκανος).

Προσοχή: το θηλυκό με την έννοια «μαυρισμένη» καλύπτεται από το γκάγκανο.

  1. Η γκαγκάνα σαν λέξη υπάρχει και σημαίνει:
  • το σαγόνι (κυριολεκτικά ζώου, αλλά και για άτομα με ασυνήθιστα μεγάλη γνάθο),
  • τη μεγάλη γαμψή μύτη,
  • το μεγάλο κεφάλι,
  • την πολύ ψηλή και άχαρη / άσχημη γυναίκα.

    1. Το ρήμα γκαγκανιάζω σημαίνει εκτός από «μαυρίζω» (μπορεί κι απ’ το κακό μου) και ξεραίνομαι / σταφιδιάζω / στεγνώνω από τη δίψα.
  1. - Τι ‘ναι αυτό το γκάγκανο μωρή; - Σουβλάκι. - Να το βάλεις ξανά στον πάτο σου. Γαμώ το σενιάν μου, γαμώ.

  2. Το άμοιρο το ζωντανό είναι δεμένο εκεί, στο γκάγκανο παρατημένο.

  3. - Μωρή, βάλε ταν-ταν κι έχεις γίνει γκάγκανο!! - Μωρό μου, πόσο με νοιάζεσαι!! Χύσε λίγο πάνω μου που με φτιάχνει. Έεελαα!! Ξες εσύ!!

5α. – Μπλα, μπλα, μπλα, … μπλι, μπλα, μπλο… – Σκάσε πια βρε γκάγκανο!!! Μας έπρηξες τ’ αρχίδια.

5β. ...Ποτέ δεν είχα το γκάγκανο να μετράω τα posts μου. Τελευταία όμως με έχει πιάσει συγγραφικός οίστρος… (από μπλογκ)

  1. …Μην ακούω για Γκοβού και Μπουμσόνγκ. Για τα μπάζα κι οι δύο τους. Μισό Σαλπι δεν κάνει ο γκάγκανος ο Γκοβού κι όσο για τον κίλερ, πιο σοφτ κι από βούτυρο είναι…» (από μπλογκ)

7β. – Είδες τη γκαγκάνα της; - Πρώτ’ αυτή έστριψε τη γωνία κι έπειτα η υπόλοιπη Σούλα. - Γουστάρησα ξαφνικά Αλμοδόβαρ. - Αν δε γούσταρα τη Ρόσσυ θα ‘λεγα πως τουκανίζεις.

  1. – Σιγά, θα νταλακιάσεις!! - Άσε ρε και γκαγκανιάσαμε τόσες ώρες στη βάρκα. - Καλά, γιατί, δεν είχατε νερό; - Το μαλάκα τον Χρήστο ρώτα, που πήρε τσίπουρο αντί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το παράδοξο πτηνό γνωστό και ως νερομπαμπλέκι ήταν αναμενόμενο να εμπνεύσει την σλανγκομούσα.

Από Έλληνες το έχω ακούσει με δύο σημασίες:

  1. Στην στρέιτ εκδοχή, η φλαμινγκομούνα είναι τύπος τσολιά με ατέλειωτα λεπτά πόδια, που τα επιδεικνύει φορώντας πολύ στενά παντελόνια, τ. σωλήνας (αν είναι τζηνς) ή άλλα. Αυτό της προσδίδει ένα εύθραυστο δώσε Μπόνο στυλάκι ταλαιπώριας, που επιτείνεται από τον γενικότερο ακκισμό (το ροζ του πράγματος) στο περπάτημα και ευρύτερα. Η αναγεννησιακή φλαμινγκομούνα έχει και στητό και σφριγηλό αθλητικό ζυβί.

  2. Μιλώντας για ροζ, το φλαμίνγκο χρησιμοποιείται και για γκέι ερωμένους, που το χώνουν το πόδι στα πούπουλα, δηλαδή γαργαρότεκνα με μακριά πόδια και χαριτωμένο εύθραυστο περπάτημα, με μια λέξη αβροβάτες. Το φλαμίνγκο είναι γενικότερα από τα σύμβολα που πανηγυρίζεται και από την ίδια την γκέι κοινότητα ως χαρακτηρισμός, καθώς δεν έχει κάτι ιδιαίτερα μειωτικό, ενώ ως σύμβολο έχει και ωραίο χρωματάκι, σιροζάκι. Έτσι μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως γουτσιστική προσφώνηση τρυφερότητας μεταξύ γκεουλαίων.

Όταν βέβαια περιγράφει κανείς το φλαμίνγκο κινδυνεύει να περιπέσει σε τουκανισμό παρόμοιο με αυτόν του Βέλγου φυσιοδίφη που περιέγραψε το τουκάν ως το πτηνό με το χαρακτηριστικό μαύρο τρίχωμα παραβλέποντας την μύτη. Έτσι εστίασα στα πόδια και την εντύπωση εύθραυστης ισορροπίας που προκαλεί, ενώ το φλαμίνγκο έχει μια σειρά από αξιοπρόσεκτα χαρακτηριστικά. Στα αμερικλάνικα, όπως μπορούμε να μάθουμε από το urban dictionary και από αλλού στο νέτι, το φλαμίνγκο λόγω των σωματικών του ιδιαιτεροτήτων έχει και άλλες σημασίες, που όμως δεν έχω ακούσει από Έλληνες, και έτσι τις παραθέτω ως trivia εκτός κυρίως ορισμού:

  1. Το να έχει λαιμό φλαμίνγκο, κατά το λαιμός καμηλοπάρδαλης είναι ένα πλεονέκτημα για τον ερώμενο /-η.

  2. Ενίοτε το flamingo effect προκαλείται όχι μόνο όταν κάποιος έχει λεπτά πόδια, αλλά και όταν έχει χοντρό κορμό, δηλ. όταν έχει σώμα τ. μηλαρού. Οπότε η έκφραση μπορεί να χρησιμοποιηθεί για εύχοντρο συμπολίτη μας, που δεν έχει ομοιόμορφα κατανεμημένο βάρος, αλλά έχει χοντρή κοιλιά / κορμό και λεπτά πόδια, δίνοντας αίσθηση ασταθούς ισορροπίας.

  3. Παρομοίως, λέγεται στα αμερικλάνικα για μπιλντέρι τύπου κάβουρας, που έχει γυμνάσει δυσανάλογα πολύ τα χέρια, πλάτες, ώμους του, ενώ έχει αμελήσει τα πόδια του, όχι σπάνιο φαινόμενο μεταξύ των μπιλντερίων.

  4. Σεξουαλικές στάσεις που για κάποιον λόγο στηρίζεσαι μόνο στο ένα πόδι, όπως κάνουν τα φλαμίνγκο, που στηρίζονται μόνο στο ένα πόδι. Αυτά τα σκέφτονται μόνο κάτι καμένα αμερικανάκια που ποστάρουν στο ούρμπαν.

  5. Ενίοτε η εύθραυστη ισορροπία οφείλεται σε ψηλοτάκουνα. Ειδικότερα αποτελεί τύπο ροζ ψηλοτάκουνου stripper-slipper, βλ. μήδι.

  1. - Απόψε δεν μπορώ, θα βγω με τον τσολιά στο Γκάζι.
    - Μην τα λες έτσι, γιατρέ μου, θα σε παρεξηγήσουν...
    - Και πώς να την πω με τα πόδια και το περπάτημα που έχει; Κλεψυδρομούνα μια φορά δεν είναι...
    - Πες την φλαμίνγκο.
    - Ου, το σώσαμε τώρα...

  2. - Τι γίνεται Βασίλειε; Πολύ χαρούμενο σε βλέπω σήμερα. Γελάνε και τα μουστάκια σου!
    - Φαίνεται, ε; Έχω ραντεβού με το φλαμίνγκο απόψε...

Φλαμινγκοτάκουνο (από Khan, 04/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανακεφαλαιώνοντας, συγκεντρώνοντας και συμπληρώνοντας:

Η όρνιθα, η πουλάδα το μη πετάμενο πουλί κάποτε γενικευμένα οικόσιτο και νυν βιομηχανικά εκτρεφόμενο για τα αυγά και το κρέας του. Προέρχεται απ’ το θηλυκό του κοττός, κόττος που είναι ο κόκορας.

1α) (Όπως αναφέρεται και σε άλλο ορισμό) Υποτιμητικά σημαίνει τη γυναίκα την ανόητη/ελαφρόμυαλη, τη φλύαρη, την κουτσομπόλα, αυτήν που κακαρίζει διαρκώς με τις παρόμοιές της, που έχει γνώμη κι άποψη για όσα αφορούν τους άλλους γύρω της (ένα ακούει, δέκα καταλαβαίνει, εκατό διαδίδει), που χώνει τη μύτη της παντού. Σπάει νεύρα και πρήζει αρχίδια με την αδιακρισία και την σπανίως συγκαλυμμένη αγένειά της που τις εξασκεί δημόσια εκμεταλλευόμενη την ειδική μεταχείριση που απαιτεί λόγω της γυναικείας φύσης της.

Οι χώροι που συχνάζει (κομμωτήρια, στούντιο ομορφιάς, γυναικεία τμήματα γυμναστηρίων κτλ) αποκαλούνται απ’ τους άντρες - που τους αποφεύγουν όπως ο διάολος το λιβάνι - κοτάδικα, κοτέτσια, κοτοπουλάδικα.

Επιπλέον, ακούγεται και το κοτοκαυγάς. Αν και πρόκειται για γυναικοκαυγά, η φάση δεν ξεφεύγει από το λεκτικό επίπεδο που όμως αφήνει άναυδους τους παρευρισκομένους άντρες για το ευφάνταστο των χαρακτηρισμών και το δριμύ των εκατέρωθεν επιθέσεων.

1β) Ως προς την περιγραφή: είναι η γυναίκα με την αναλογικά μακριά μύτη, μάτια μικρά με μικρή απόσταση μεταξύ τους, αραιά βλέφαρα και πόδια τσάκνα.

  1. Το δειλό άτομο, αυτός που κωλώνει. Είναι χειρότερο για έναν άντρα απ’ ότι για μια γυναίκα. Από αυτήν τη δειλία βγαίνουν και τα:

2α) κάθησε σαν κότα να..., που σημαίνει πως ο εν λόγω δεν αντέδρασε σε ό,τι κακό υπέστη. Κοινώς (νοηματικά): «Του την έφεραν από πίσω» για ό,τι κι αν έπαθε αν και μπορούσε να το είχε αποφύγει.

2β) οδηγεί/πηγαίνει σαν κότα (που αναφέρεται και σε άλλο ορισμό), που σημαίνει πως κάποιος οδηγεί υπερβολικά αργά και συνήθως στη μέση του δρόμου πρήζοντας τ’ αρχίδια όσων τον ακολουθούν χωρίς να μπορούν να προσπεράσουν (συνήθως, αλλά όχι μόνο, απευθύνεται σε γυναίκες οδηγούς – οπότε γίνονται αντιληπτές κι από τον ουραγό).

Αν μιλάμε για το περπάτημα κάποιας, τότε αυτή συνήθως έχει ευτραφή πισινό που τον λικνίζει κοτίσια, (μέχρις εδώ τίποτε το ιδιαίτερα σλαγκικό κατά την ταπεινή μου γνώμη).

γ) κι ο υπερθετικά μειωτικός κότα λειράτη/ με λειρί, για το χέστη άντρα (όπως αναφέρεται και σε άλλον ορισμό).

  1. Κατά Πετρόπουλο:

3α) η πουτάνα (σχετικό 2α) και

3β) ο επί χρήμασιν εκδιδόμενος κρατούμενος, που όμως σχεδόν ποτέ δεν ταυτίζεται με τον κίναιδο.

  1. Σκωπτικά δικέφαλη κότα του Βορρά είναι ο ΠΑΟΚ ενώ δικέφαλη κότα του Νότου αποκαλείται η ΑΕΚ λόγω των εμβλημάτων τους (δικέφαλοι αετοί) όπως βεβαιώνει κι από ‘δω ο Khan.

Για την πληρότητα του λήμματος και μόνον (εξού και παραθέτω επιλεκτικά παραδείγματα), αναφέρω τις γνωστότατες εκφράσεις θεωρώντας σαν πλέον πρέπον να ξεκινήσω απ’ το:

  1. Το ξέρουν κι οι κότες: Το ξέρουν οι πάντες όλοι, το ξέρει κι η κουτσή Μαρίκα.

  2. Να φαν κι οι κότες: Για κάτι που είναι μπόλικο/περισσεύει/αφθονεί.

  3. Κοιμάται με τις κότες: Για κάποιον που κοιμάται πολύ νωρίς, που δεν ξέρει να γλεντάει, που ‘ναι ξενέρωτος (σε βουκολικά περιβάλλοντα έπαιζε και το κοιμάται με τα ‘ρνίθια).

  4. Δεν ξέρει πούθε κατουράει η κότα: Για κάποιον που είναι παντελώς άπειρος/αδαής/άβγαλτος/βλάκας, που δεν ξέρει τι του γίνεται.

  5. Όποιος ανακατεύεται με τα πίτουρα τον τρων οι κότες: Παροιμία που αναφέρεται σε όσους φεσώνονται τις συνέπειες των παράνομων πράξεων ή των ύποπτων δοσοληψιών τους συναναστρεφόμενοι άτομα που δεν είναι και πολύ σόι. Πάνω-κάτω συνώνυμο των ό,τι σπείρεις, θα θερίσεις, πήγε για μαλλί και βγήκε κουρεμένος.

  6. (Τα περνώ) ζωή και κότα: Τα περνάω γαμάτα, άνετα, δίχως έννοιες κι οικονομικές σκοτούρες.

  7. Αλλού τα κακαρίσματα, κι αλλού γεννούν οι κότες: Που σημαίνει πως αναπάντεχα, από αλλού περιμέναμε κάτι (συνήθως καλό) κι απ’ αλλού μας ήρθε, οπότε αν κι οι ελπίδες μας διαψεύστηκαν, δεν μείναμε τελείως απογοητευμένοι αν και τα αισθήματα προς στιγμήν, δεν ήταν ξεκάθαρα.

  8. Η κότα έκανε τ’ αυγό, ή το αυγό την κότα;: Μοιάζει λούπα και λέγεται:

α) όταν δεν μπορούμε να βγάλουμε άκρη σε κάποιο δίλημμα,
β) πειρακτικά σε μπόμπιρες για να τους μπερδέψουμε, με τη μορφή «Ποιος γεννήθηκε πιο πρώτα; Το αυγό ή η κότα;»,
γ) επίσης αποτελεί και ένα είδος γείωσης με σκοπό το τέλος μιας συζήτησης μεταξύ ατόμων που λογομαχούν έντονα χωρίς να διαφωνούν ριζικά, περιγράφοντας μια σύνθετη κατάσταση που επηρεάζεται από αλληλεξαρτώμενους παράγοντες δίνοντας τους διαφορετικό βάρος ο καθένας ανάλογα από πια μεριά βλέπει τα πράγματα. (Παρεμπιπτόντως, η επιστήμη απεφάνθη πρόσφατα, υπέρ της κότας).

  1. Η παλιά/γριά κότα έχει το ζουμί: Υπονοούνται οι πεπειραμένες σεξουαλικά -το πολύ- πενηντάρες σε σχέση με τις ντεμέκ άπειρες, φρέσκιες εικοσάρες, λέγεται (από τις θιγμένες ή όσους δεν έχουν πέραση στις νεαρές ηλικίες) όταν κάποιος πιπινογάμης αμφισβητεί τις χάρες ή το αξιόγαμον των ωριμοτέρων και πιο πεπειραμένων γυναικών. Κατά μία έννοια είναι συνώνυμο του «ο παλιός είν’ αλλιώς. Γεγονός είναι πως άμα το πέρας της εμμηνόπαυσης, σε πολλές καλοστεκούμενες ανοίγει η όρεξη για κοκό και το διεκδικούν με σχετική λαιμαργία αναντίστοιχη του παρελθόντος τους.

  2. (Δεν σφάζουν την) κότα που κάνει τα χρυσά τ’ αυγά: Συνήθως αναφέρεται για τον εργατικό και παραγωγικό υπάλληλο και γενικά γι’ αυτόν που μας προσφέρει/τα φέρνει και πρέπει να τον φροντίζουμε για να μη μας φύγει. Κατά μια έννοια είναι συνώνυμο των: «Δεν χέζεις εκεί που τρως», «Δεν κατουράς εκεί που πίνεις», «Δε δαγκώνεις το χέρι που σου δίνει να φας».

  3. Η κότα σκαλίζοντας/σγκαρλίζοντας το μάτι της θα βγάλει: Λέγεται γι’ όσους μόνοι τους κάνουν κακό στον εαυτό τους, παρόμοιο με το «Με τα χεράκια μου, βγάζω τα ματάκια μου» και σαν φοβέρα με παρόμοια σημασία με το 9.

Εντελώς παραπεμπτικά:

  1. Αλανιάρα κότα: Η κότα ελευθέρας βοσκής, κλάσεις ανώτερη απ’ τις συνηθισμένες του εμπορίου αλλά κι η πουτάνα (σχετ. 3).

  2. Το (και γαμώ) πιθανώς ομόρριζο κοτάω: τολμώ, έχω θάρρος/κότσια (βλ το σχόλιο του Hank).

1α) - Θα ‘ρθεις να με πάρεις;
- Εγώ στο κοτέτσι δε σκάω μύτη να χτυπιέσαι από κάτω.
- Κοτέτσι το σπίτι της Κούλας;
- Μη με τσιγκλάς, γιατί της τα ‘χω μαζεμένα της κοτάρας της ξαδέρφης σου.
- Μα..
- Μαμούνια!! Κι αν κοτήσει να ξαναβάλει στο στόμα της τα καρντάσια μου και τη δουλειά τους θα ‘ρθώ να της ξηγήσω τ’ όνειρο αυτοπροσώπως να της πεις. Και για μένα μόκο. Γκέγκε;

1β) «Ας μην ήταν ταλεντάρα και σου ‘λεγα εγώ τι θα ‘τανε η Μέρυλ μ’ αυτήν την κοτίσια φάτσα που ‘χει».

2α). «Καλά μωρή, κάθισες σα κότα και σου χρέωσαν 200ευρώπουλα για μια σκιτζοδουλειά;»

2β). «Κάνε άκρη μωρή κότα που μου σέρνεσαι με 40 σα να ‘σαι μόνος σου στο δρόμο!! Νύχτα το πήρες ρε; Γαμώ τα διπλώματα σας, γαμώ!! Σιχτίρ!! Με γκάστρωσε ο πούστης τόση ώρα.»

2γ). «..Φωτογράφιζες άτομα χωρίς ν’ αναφέρεις ονόματα γιατί είσαι κότα λειράτη. Εάν ήσουν μάγκας μ’ αρχίδια θα ‘βαζες και τα’ όνομά σου από κάτω παλιοσουπιά!!..»

3β. ΑΣΠΡΑ ΜΟΥΡΑ, ΜΑΥΡΑ ΜΟΥΡΑ.
Μουρμούρικο - Ζεϊμπέκικο του τεκέ (1900-1910)

Bρε, άσπρα μούρα, μαύρα μούρα,
βρε, είσαι μια παλιοχαμούρα.

Bρε μαύρα σύκα, άσπρα σύκα,
βρε, είσαι μια παλιοχασίκλα.

Βρε, άσπρες κότες, μαύρες κότες,
βρε, όλοι άντρες γενίκανε κοκότες.

Bρε μαύρα σύκα, άσπρα σύκα,
βρε, είσαι μια παλιοκατσίκα.

Bρε, άσπρα μούρα, μαύρα μούρα,
βρε, μας την έσκασ’ η χαμούρα.

4α). «Ναι ιδρώσανε τα πιτσιρίκια από τις ακαδημίες του Αίαντα να λυγίσουν την δικέφαλη κότα του βορρά. Άντε και στα play off για το επόμενο σας πήδημα. Φέτος σας τελείωσαν τα λεφτά, βλέπω το Ζαγοράκη να κάνει πιάτσα για να πληρώσει τα συμβόλαια των παικτών…» (αγορασμένο)

4β) Η προϊστορία είναι με το μέρος του ΑΡΗ στις εντός έδρας αναμετρήσεις του με την δικέφαλη κότα του νότου (20 νίκες, 14, ισοπαλίες, 12 ήττες), όμως τελευταί εντός έδρας νίκη σημειώθηκε το 1999.

  1. «Βάλανε και το Γιωργάκη που δεν ξέρει πούθε κατουράει η κότα στα οικονομικά να κάνει κουμάντο την εταιρεία κι ύστερα κλαίγονται που πήγε άπατη».

12γ). - Πώς να πάμε μπροστά αν ο κάθε υπάλληλος τα ξύνει με μπλακεντέκερ και σταματά μόνο για να τ’ αρπάξει με το κουλό επειδή χτύπησε ένα εθνόσημο;
- Ο διεφθαρμένος πούθε ξεφύτρωσε; Απλά, βρίσκει και κάνει. Κι ο προϊστάμενός του τι; Της ψωλής του το χαβά;
- Κι οι δυο τους είναι κομματόσκυλα που τους έχωσαν απ’ το παράθυρο οι γαμημένοι πολιτικοί για ν’ αρπάξουν ψήφους και μαύρο χρήμα.
- Ας μη τους ψήφιζαν τότε!
- Πας καλά; Ποιοι; Ο προϊστάμενος, ο υπάλληλος, τα σόγια τους και τα λοιπά λαμόγια; Μα όλοι είναι διαπλεκόμενοι, γι’ αυτό τους έβγαλαν!!
- Τελικά θ’ αποφασίσεις; Η κότα έκανε τ’ αυγό, ή το αυγό την κότα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εισαγόμενος γυναικότυπος που έχει σλαβώσει την Ρωμιοσύνη.

Τα βασικά: Είναι ξανθή και δίμετρη με ατέλειωτα πόδια (βλ. και ξανθόν γένος). Αυτή είναι η φαντασίωση. Τώρα νταξ αν είναι μελαχρινή ή κοκκινομάλλα αλλά σλαβοφέρνει μπορεί οριακά να χαρακτηριστεί έτσι.

Δευτερεύοντα: Άλλα υποτιθέμενα σλαβικά χαρακτηριστικά, λ.χ. πολύ λείο φυσικώς άτριχο δέρμα, μήλα κ.ο.κ.

(Ορισμός του ουκρανάιζερ δίνεται επίσης εδώ: «Δίμετρη εργαλειόμπαρα με λευκόχρυσες ανταύγειες, γαλαζοπράσινη οθόνη, μπορδόροδα καυλομπουτόν, σε γούνινο περιτύλιγμα και μούνινο περιεχόμενο»).

Η κατάληξη παραπέμπει σε πολεμικά όπλα ή εργαλεία. Στον γούγλη κυριαρχούν δύο συμφραζόμενα:

  • Το ουκρανάιζερ υπάρχει κάπου σε μια τέλεια παραδεισιακή ουτοπία, ανάλογη με τα ουρί των μουσουλμάνων.
  • Σε εποχές κρίσης, συναντάται ως απάντηση στο ερώτημα τις πταίει για το πού πήγαν τα λεφτά που (υποτίθεται ότι) τα φάγαμε όλοι μαζί στις δύο τελευταίες δεκαετίες.

Τέλος, να σημειώσουμε ότι το ουκρανάιζερ δεν συχνάζει μόνο σε ουκρανιζερί, μην είμαστε και ρατσιστές...

1.α. Σε εναν τετοιο κοσμο οι αντρες θα ειχανε ολοι μεταναστευσει σε εναν πλανητη τιγκα στα ξανθα διμετρα ουκραναιζερ! (Εδώ)

β. Άλλοι - πολύ λίγοι - ονειρεύονται τον κήπο της Εδέμ γεμάτο δίμετρες ξανθές κουκλάρες (γνωστές και ως «ουκρανάιζερ») έτοιμες για όλα, αλλά κυρίως για threesome. (Δες).

  1. α. ΕΣΥ αγρότη που πήρες τα Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα και τα έκανες ουίσκια και Μερσεντές και Ουκρανάιζερ! (Δες).

β. Πιο καλά φτωχοί και χρεωμένοι και με τα Ουκρανάιζερ παραμάσχαλα… (Η κρίση και το σεξ. Οδηγός επιβίωσης)

  1. Και το ομώνυμο άσμα:

Όταν θα βγώ στη σύνταξη
και πάρω το εφάπαξ
θα αγοράσω μετοχές
σε Μέταλιστ και Άγιαξ

Θα φέρω Ουκρανάιζερ
από τη Σουηδία
Κάιζερ κι Energizer
σε ήπαρ και καρδία

Όταν χαλάσει η μύτη μου
θα ‘χω χρυσό ρουθούνι
θα έρχονται οι φίλοι μου
να κάνουν το μαϊμούνι

Κι όταν τελειώσουν τα €υρά
θα πάρω ένα Samara
και σαν τα κρύα τα νερά
κοπέλα απ’ το Sandanski.
(Δες).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified