Selected tags

Further tags

Ένας υποτιθέμενος ιδιαζόντως γκέι τρόπος να μιλάς. Το καθιερώνει ο Sacha Baron Cohen με τις ταινίες Borat και Bruno.

Η λογική είναι η εξής: Ορισμένα πράγματα που κάνουμε είναι προφάνουσλυ πασέ. Και μπορεί να θυμίζουνε μια ορισμένη εποχή. Λ.χ. αν απειλείς να αυτοκτονήσεις για μια ερωτική απογοήτευση, μπορεί κάποιος να σου πει «είσαι τόσο 19ος αιώνας», αν συμπεριφέρεσαι με ύφος σαράντα Αλ Καπόνε, μπορεί να σου πούνε «είσαι τόσο '30ς», αν στήσεις ένα σεξουαλικό κοινόβιο, μπορεί να σου πούνε «είσαι τόσο '60ς», αν κυκλοφορείς me πατομπούκαλα και καπνίζεις ασύστολα «είσαι τόσο 70ς», αν με άσπρη κάλτσα να φωσφορίζει στο στρομπόλι «είσαι τόσο 80ς» κ.ο.κ.

Ως εδώ είμαστε σε στρέιτ καταστάσεις. Πού αρχίζει η παρά φύσιν ασέλγεια: Υποτίθεται ότι οι γκέι έχουν μια υπερβολική ευαισθησία στο Zeitgeist, και έχουν υπερσένσορες στο να εντοπίζουν τι είναι το χαρακτηριστικό στίγμα της κάθε χρονιάς. Και επειδή είναι υπερβολικά ευαίσθητοι στο να ακολουθούν την τελευταία λέξη της μοδός, μπορείς από γκέι να φας κράξιμο του στυλ «είσαι τόσο 1997» ή «είσαι τόσο 1999», που ανάλογα με τον βαθμό πουστρηλικίου μπορεί να φτάσει μέχρι και «είσαι τόσο 2006». Αυτό που εννοείται, είναι: «Η συμπεριφορά σου είναι η χαρακτηριστική συμπεριφορά των ανθρώπων του 2006, που τώρα δεν είναι η τελευταία λέξη της μόδας, και είναι πασέ, άρα άξια περιφρόνησης». Μπορεί να πρόκειται για αστικό μύθο ότι οι γκέι μιλάνε έτσι, αλλά in the down down of the Scripture πρόκειται μάλλον για προτέρημα των γλεντζέδων.

Το χαρακτηριστικό είναι ο ιδιάζων αδερφίστικος και με έμφαση επιτονισμός του τόσο. Λέγεται όταν μπορούμε να εντοπίσουμε κάτι όντως πασέ στην συμπεριφορά κάποιου, αλλά και όταν θέλουμε να κάνουμε χαβαλέ παριστάνοντας τον γκέι.

Τώρα, αν κάποιος σλανγκαρχίδης μου πει ότι ανεβάζω αγγλιά, που δεν έχει εμπεδωθεί στην ελληνική σλανγκ, η απάντησή μου είναι: «Είσαι τόσο Μάιος 2009»!

- Αλ Κάιντα; Η Αλ Κάιντα είναι τόσο 2001! Πρέπει να συνομιλήσουμε με τους Μάρτυρες του Αλ Ακσά!
(Από την ταινία Bruno).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για να δείξει ότι κάτι είναι παρωχημένο, ξεπερασμένο. Το υποκείμενο ενημερώνει τον ομιλητή ότι πλέον η κατάσταση έχει αλλάξει και, ενδεχομένως εκφράζει και μια ψιλοπεριφρόνηση αναφορικά με την ασχετοσύνη του σε σχέση με τις αλλαγές.

Σχετικές εκφράσεις: «μα πού ζεις χρυσή μου», «περσινά, ξινά σταφύλια» και (εμμέσως) «πέρσι ψόφησε, φέτος βρώμισε» .

«Last year» αγγλιστί είναι «πέρυσι».

Έκφραση από παλιά επιτυχημένη διαφήμιση που έμεινε σε χρήση αυτόνομη.

Στην διαφήμιση, ένας νέος, περιμένει στο αεροδρόμιο μια κοπέλα, που από την φωτογραφία της φαίνεται μούναρος και τελικά του σκάει μύτη μια χοντρή κοντή και του κάνει δυσάρεστη έκπληξη. Όταν αυτός έκπληκτος της δείχνει την φωτό που είχε στην διάθεσή του αυτή του απαντά «this; Last year!» βλ. μήδι.

- Ρε συ αυτή δεν είναι η Μυρτώ αγκαλιά με το τεκνό;
- Ναι η Μυρτώ είναι...
- Μα η Μυρτώ δεν τα είχε με τον Σταύρο;
- Laaaaaast year, πάει ο Σταύρος εδώ και έναν αιώνα, τώρα έχουμε σε τεκνό.
- Ν'ωραίαααα!

Νατάσσα;;; (από Galadriel, 23/02/09)Ιδού και το τέχνασμα πώς να είσαι this year και όμως να μην έχει καμία σημασία από κοντά! (από Cunning Linguist, 26/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λένε άνθρωποι, όπως οι παρουσιαστές στο «Τηλεφώς», που νοσταλγούν παλιές ρομαντικές εποχές με νιες και παλληκάρια.

Επίσης, το λέμε όταν περιμένουμε από κάποιον να αντιδράσει και κανείς πούστης δεν κουνάει το δαχτυλάκι του.

Επίσης, όταν κάποιος επιζητεί λιγότερο την Τόσκα του Πουτσίνι και περισσότερο την Πούτσα του Τοσκανίνι.

Από τραγούδι της πάνιδας.

Χίλιοι τόσοι Παλαιστίνιοι σφάχτηκαν κι ο ΟΗΕ, ΕΕ, ΗΠΑ τίποτα! Πού είναι ο Βάγκνερ, πού είναι ο Πουτσίνι;

Πού είναι ο Βάγκνερ; (από Hank, 21/01/09)Που είναι ο Πουτσίνι; (από Hank, 21/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο που κατείχε μία πλέον απολεσμένη ιδιότητα, πρώην. Η λέξη, απολειφάδι παλαιοελληνικών, χρησιμοποιείται είτε στα τυπικά ελληνικά (όπου πολλά απολειφάδια των παλαιοελληνικών κρατάν ακόμα γερά), είτε στην καθομιλουμένη, με μεγάλη δόση ειρωνείας.

Τυπικά παραδείγματα είναι τα εξής: (α) σε ερωτικά συμφραζόμενα, το τέως έτερον ήμισυ (β) σε πολιτικά συμφραζόμενα, ο Κωνσταντίνος Γλίξμπουργκ, ο τέως βασιλεύς της ελλάδος, (γ) σε γλωσσολογικά συμφραζόμενα, ο Γεώργιος Μπαμπινιώτης, ο τέως πρύτανης του Αθήνησι Εθνικού τε και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου.

[i]Προσοχή[/i]: σε τυπικά ελληνικά δέ θα πείς τέως το πρώην άλλο σου μισό, όπως ούτε Κώστα Γλίξμπουργκ τον πρώην βασιλιά, ούτε και Γιώργο Μπαμπινιώτη τον πρώην πρύτανη!... (Ασυνεπής χρήση παλαιοελληνικών, θα τιμωρείται με επίπληξη από τον εντεταλμένο μας συγχρήστη, κύριο κύριο Γιώργο Ζάκκη.)

  1. Σκέφτομαι εδώ και μέρες το ιστολόγιο non private life [...]. Το non private life διηγείται επιλεγμένα περιστατικά μιας καταστροφικής ερωτικής σχέσης, τα οποία διανθίζει με βρισιές και κατάρες για το τέως έτερον ήμισυ. (από το ιστολόγιο τὰ τέως μοῦτρα τοῦ George Le Nonce)

  2. Η διάκριση αυτή -πρώην /τέως- όπως είπα και πριν, χρησιμοποιείται κυρίως για αξιώματα (άντε το πολύ για την ιδιότητα του συζύγου). Αυτό σημαίνει επιπροσθέτως ότι χρήση του επιρρήματος «τέως» συνηθίζεται περισσότερο σε επίσημο λόγο. Γι' αυτό και τα παραδείγματα με τον «γκόμενο» που αναφέρθηκαν προηγουμένως ηχούν τουλάχιστον αστεία. Δεν νομίζω ότι θα έλεγε ποτέ κανείς σοβαρά «ο τέως γκόμενος» παρά μόνο ειρωνικά ή χιουμοριστικά. (από φόρουμ, σε συζήτηση με θέμα Διαφορά «τέως» - «πρώην»)

  3. Ρε τι κόλλημα είναι αυτό με τον τέως; Καλός η κακός, αυτός ήταν βασιλιάς της Ελλάδας, όπως και ο Σαρτζετάκης πρόεδρος της δημοκρατίας και ο γκομενο-Ανδρέας πρωθυπουργός, τι να κάνουμε τώρα; (από το διαδίκτυο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άκλιτη έκφραση, εν είδει επιρρήματος, για κάτι που διατηρείται από γενιά σε γενιά, ή κατά το γνωστότερο από πάππου προς πάππου.

Προέρχεται από τα τουρκικά, προφανώς μέσω Μικρασιατών, ana (μητέρα), baba (πατέρας).

(Απόσπασμα από την Καθημερινή)
«Γύρω στο 1700 η οικογένεια Πουλή, «αναντάμ- παπαντάμ» Γιαννιώτες, ήρθαν στο Κωστήτσι και μαγεμένοι από το τοπίο αλλά και από το κλίμα έχτισαν εδώ πέτρα την πέτρα, όπως έπρεπε, ένα μεγάλο σπίτι, όπου ζούσαν τα καλοκαίρια.»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος της νεοελληνικής μεταγραμματικής. Ο χρόνος που χρησιμοποιούμε όταν αναφερόμαστε σε γεγονότα που συνέβησαν πρόπερσι, και πιο γενικά στο απώτερο παρελθόν.

Ξεσκότα μας μωρέ με τις ιστορίες σου, μας έχεις πεθάνει στον προπερσυντέλικο. Γέρασες και σου μείναν περασμένα μεγαλεία απ' όταν έκανες καφρίλες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρονικό επίρρημα το οποίο χρησιμοποιείται συνήθως ως μονολεκτική και αποστομωτική αρνητική απάντηση σε εντολές. Η προέλευσή του εντοπίζεται στον Ελληνικό Στρατό. Μια παραλαγή: «παλιά στο Τέξας».

- Πσστ, έλα 'δω που σε θέλω λίγο...
- Παλιά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified