Κατά τα «κριτικός θεάτρου», «κριτικός σινεμά», «κριτικός τέχνης». Ή «μπουρδελοκριτικός» κατά τα «θεατροκριτικός», «σινεκριτικός», «τεχνοκριτικός».

Είναι μια νεοεμφανιζόμενη ειδικότητα, που αναπτύσσεται τα τελευταία χρόνια χάρη στα διαδίχτυα, σε ειδικά σάιτ και φόρα (παρτίδα), όπου ευδοκιμεί.

Ο κριτικός μπορντέλου έχει υψηλό κύρος, σαν έναν ας πούμε Κακομύρη, καθώς κάνει την διαμεσολάβηση ανάμεσα στην πουτάνα και τον μπουρδελιάρη. Υπάρχουν διάφορα θέματα που τον απασχολούν όταν καλείται να κρίνει ιδίοις πούτσασι. Ένα από τα καίρια είναι ο συσχετισμός μεταξύ GFE και PSE, δηλαδή μεταξύ Girl-friend experience και Porn-Star experience.

Εκεί χρειάζεται το ένστικτο, γιατί και το να βγάλεις την φιλενάδα, και το να βγάλεις την πορν-σταρ από μια πόρνη δεν είναι καθόλου αυτονόητα. Οπότε γι' αυτό χρειάζεται η έμπειρη πούτσα του κριτικού, που θα μπορέσει μετά να ενημερώσει τον απλό φίτσουλα για τις κακοτοπιές, αλλά και για τις δυναμικές. Υπάρχουν ειδικές βαθμολογικές κλίμακες που μετρούν τα δύο μεγέθη, αλλά χρειάζεται και μια περαιτέρω ανάλυση από τον κριτικό.

-Τι έχει γράψει ο Μπουρδελίδης για την Τζέσικα;
-Κακά μαντάτα! Στην κριτική του έγραφε κατά λέξη «αυτοί που πάνε για PSE θα μείνουν με το GFE, κι αυτοί που πάνε για το GFE θα χάσουν και το PSE».
-Έλα μωρέ τον πιστεύεις; Μια ζωή μίζερος και Κακομύρης είναι! Ο Γεωργουσόπουλος της μπουρδελοκριτικής!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ουσιαστικό ή ρήμα (κλίνεται όπως το fear).

Τρομάζω. / Ο τρόμος που καταβάλλει κάποιον όταν πρόκειται να εκτεθούν σε τρίτους φωτογραφίες αποδοκιμαστικού περιεχομένου.

Π.χ. φωτογραφίες:

  • ψωνίστικες
  • δήθεν
  • πειραγμένες απο photoshop
  • που φανερώνουν κόμπλεξ
  • σεξουαλικού περιεχομένου

Μην νοιώθεις φωτογραfeared, δεν θα δείξω πουθενά τις φωτό σου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεξία: είμαι ιντερνετικώς πώς συνδεδεμένος με τον άλλον (σε παιχνίδι, σε τσατ, σε μπλογκ, σε ό,τι).

Μεταφορικά: η σκέψη μου συμπίπτει με του άλλου ως δια μαγείας, σα να λέμε τηλεπάθεια ένα πράμα. Είμαι «στο ίδιο μήκος κύματος» με αυτόν, χωρίς να έχει προηγηθεί καμία συνεννόηση, απολύτως τυχαία.

Αντίθετο: είμαι είμαι οφλάιν, οφ (σημασία 1δ).

Από το αγγλικό on line.

  1. - Ρε φίλο, όλη μέρα σε έβλεπα ονλάιν, γιατί δεν απαντούσες;

  2. - Δε μπάμε να χτυπήσουμε κανα μπυρόνι λέω γω;
    - Καλά ε, είμαστε ονλάιν, αυτό ακριβώς πήγα να σου πω και γω τώρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο καμένος μικροβλογοτέχνης τουιτεράς, ο νυχθημερόν τοιουτίζων τσίου με το κάθε του εγκεφαλοκλάνι.

- Aναγκαίο κακό να γίνεις «φεϊσμπουκάκιας» και «τουιτεράκιας» (εδώ)

- Όταν ο Υπουργός της Λετονίας έγραψε στο Twitter του οτι είναι ομοφυλόφιλος, πως το σχολίασε ο γνωστός τουιτεράκιας του ΣΥΡΙΖΑ Δημήτρης Παπαδημούλης; (εκεί)

Tουιτεράκιας τ. Καζαντζίδης

Εκ του Twitter και του γαμοσλανγκοτέτοιου -άκιας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι (φανατικοί ή μη) χρήστες της δημοφιλής ιστοσελίδας Luben.gr, που συχνά αναλαμβάνουν τον ρόλο του λαϊκού διαδικτυακού δικαστηρίου σε πολιτικά, καλλιτεχνικά ή άλλα δημόσια πρόσωπα όταν δηλώσεις των τελευταίων δεν συμφωνούν με τα πολιτικώς ορθά πρότυπα της στιγμής.

Σάκης Νανιάκατος: Είδες τι έγινε με τον Νικήτα Κλιντ;

Νίκος Πόπολος: Τι έγινε ρε μανμου;

ΣΝ: Έκανε μια δήλωση πως προτιμάει να βγάζει τον γκόμενό του για μπύρα στα παγκάκια των Εξαρχείων παρά να πηγαίνει σε καταλήψεις στις βραδιές στήριξης μεταναστών. Το ανέβασε το Luben σε GIFάκι χτες.

ΝΠ: Ωχ, τη γάμησε τώρα ο Νικήτας από το λουμπεναριό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σειρά αναρτήσεων σε κοινωνικά δίκτυα όπως forum ή facebook, πάνω σε ένα θέμα που ορίζεται από τον νηματοθέτη στην αρχική ανάρτηση.

άνοιξε καινούριο νήμα για την κλιματική αλλαγή στην κατηγορία "περιβάλλον"

το παρόν νήμα κλειδώνει λόγο υβριστικών σχολίων

Got a better definition? Add it!

Published

Μεταφορά για το πέος.

Το έχει κατσιάσει το σελφοκόνταρό του από το πολύ τάκα-τάκα.

Got a better definition? Add it!

Published

Το ban (μόνιμη απαγόρευση εισόδου) που τρώει κάποιος από ένα chatroom, site κλπ. επειδή δε συμμορφώθηκε με τους κανόνες, ή απλά επειδή ο admin δε γουστάρει τη φάτσα του και θέλει να τον πετάξει εκτός.

Επίσης, υπάρχει και το συνώνυμο «μπάνιο» (ή banιο).

– Τι λέει, μπήκες καθόλου τελευταία στο www.superwowtsonta.com?
– Άσε πίκρα... Άφηνα το pc βράδια ολόκληρα να κατεβάζει από κει συνέχεια και τελικά έφαγα μπανάνα... Αυτά παθαίνει όποιος δε διαβάζει πρώτα τους κανόνες.

Φάε τη μπανάνα! (από Cunning Linguist, 23/04/09)Έφαγα μπανάνα! (από panos1962, 19/11/09)

Σχετικά: μπανάκι, μπανιστάν. Βλ. και μπαν-άνα, η

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από τα ιντερνετικά omg και λολ, αντίδραση που έχει περάσει και στον προφορικό λόγο και χρησιμοποιείται κυρίως από τύπους που λιώνουν στις ντότες και δείχνει έκπληξη (το ομιτζί) μπροστά σε κάτι μάλλον αστείο (τα τρία λολ).

Ο αριθμός των απαιτούμενων λολ ποικίλλει, αρκεί να στέκει μετρικά η πρόταση, αλλά το ομιτζί δεν μπορεί να αντικατασταθεί από το ομιφιτζί.

Όταν το λολ αντικατασταθεί από το εφεφές (ffs, σύντμηση του for fuck's sake), η αντίδραση περιέχει και μια εσάνς αγανάχτησης, αλλά όχι και με πολλά χι. Σε αυτήν την περίπτωση η ποσότητα των εφεφές είναι αδιευκρίνιστη, ίσως γιατί, σε αντίθεση με τα λολ, τα εφεφές (πίλσεν) είναι μη μετρήσιμη ποσότητα.

Βλέπε και lol theory.

  1. - Είδα το Μήτσο το μεταλά σε πανηγύρι να ακούει Χριστοδουλόπουλο.
    - Ομιτζί και δεκαεφτάμισι χιλιάδες λολ!

  2. - Κόπηκες Υδροπνευματικούς Δονητές ΙΙ.
    - Ομιτζί και εφεφές. Πότε θα γίνω μάνα;;

  3. (τραγουδιέται κατά το οκέι γιες του Γιάννη στους Απαράδεκτους)
    Ομιτζί και εφεφές,
    Σ' είδα στο Σύνταγμα εχτές.
    Ομιτζί και τρία λολ,
    Πλακώθηκα στα παναντόλ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του ελληνιστικού «καρά» και του αγγλικανικού «like».

Nεόκοπος ιντερνετικός όρος που προήλθε από το φατσοβιβλίο.

Συμπληρώνει το like σε ένα post του f/b όταν του σχολιαστή δεν του φτάνει ένα απλό like, καραγουστάρει αλλά και έμμεσα θέλει να δείξει και την καταγωγή του.

Πέρασε και στον μιλητό λόγο σε νέους και νέες κάθε ηλικίας και μαλακίας, ως καραλάικ.

  1. - Wow! Καραlike φίλος! Και γαμώ τα βίντεα ανέβασες! Ι χα!

  2. - Tι λέει το βρώμικο; Καλό;
    - Καραlike σε λέω!

(από Khan, 24/12/13)(από Khan, 28/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified