Ο emo που και όλοι στην οικογένειά του είναι emo.
-Φίλε, ποια η γνώμη σου για τον Τάκη τον αυνανιστή;
-Δίκε μου, μην του μιλάς. Είναι καθαρόεμος. Κάναμε παρέα μέχρι που έμαθα πως όλο του το σόι ήταν emo...
Ο emo που και όλοι στην οικογένειά του είναι emo.
-Φίλε, ποια η γνώμη σου για τον Τάκη τον αυνανιστή;
-Δίκε μου, μην του μιλάς. Είναι καθαρόεμος. Κάναμε παρέα μέχρι που έμαθα πως όλο του το σόι ήταν emo...
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
Διάλεκτος που ομιλείται αυστηρά και μόνο από cool άτομα. Περιλαμβάνει εξελληνισμένες ξένες λέξεις, ε(κ)ξενισμένες ελληνικές κι άλλα τέτοια γλωσσικά μπασταρδέματα.
Ωσεκτουτού, ο όρος coolέζικα μπορεί εύλογα να θεωρηθεί recursive.
Σχετικά: αού, κουλ, κουλαριστά, κούλαρε.
Got a better definition? Add it!
Όρος της punk και metal κοινότητας που βρίσκεται όμως ακόμα σε μικρή ηλικία ή που αποτελείται από κατσαπάνκηδες και ποζέρια. Βασικά είναι το mosh. Θρυλικό στις χοροσπερίδες και στις συναυλίες, ειδικά με fear of the dark και αντίδραση.
-Πωπω ρε μαν! Πώς έγινες έτσι; Στην πέσανε τίποτα μουνοπανάδες για φέρμα;
-Όχι ρε μαλάκα. Είχα πάει που λες χτες στην χοροσπερίδα του σχολείου της έτσι μου, κι εκεί που την μπαλαμουτιάζω χαλαρά βάζει fear of the dark και με παρασέρνουν τα φρίκουλα μες στη σχιζοφρένεια! Γάμησέ τα....
Ακόμη: πόγκο, κολυμπηθρόξυλο.
Got a better definition? Add it!
Κατηγορία ομοιόμορφων trendy νέων ηλικίας 13-18, συνήθως από Β. Π., που λιώνουν στα Starbucks της γειτονιάς τους με τις ώρες (συν. έχουν μαλλί κουνουπίδι).
Αυτά τα starbuckάκια είναι τόσο ίδια μεταξύ τους, που δεν ξεχωρίζεις το ένα από τ' άλλο.
Got a better definition? Add it!