Δείχνω αδερφή, αν και, τύποις τουλάχιστον, δεν είμαι. Κάτι όμως, εκεί στο βλέφαρο μάλλον, προδίδει όλη την αλήθεια -την οποία πιθανόν να αγνοώ και γω ο ίδιος και να χαραμίζομαι σε λάθος στόχους.

Συνώνυμο: πουστοφέρνω - ε, και όλα τα σχετικά με το το πνίγει το κουνέλι.

  1. Τι σκατά, πόσα μούσια να αφήσω για να μην αδερφοφέρνω;

  2. Στις 29.12.10 ο κ. Γιακουμάτος πρώην υπουργός εργασίας επί Ν.Δ δήλωσε στις ειδήσεις των 8 του τηλεοπτικού σταθμού Mega για την παραπάνω αρθρογραφία «Κοιτάχτηκα στον καθρέφτη και δεν μοιάζω με ντιντή και τα μαλάκια μου είναι άσπρα, αφού δεν αδερφοφέρνω ας ψάξουν οι άλλοι να βρουν».

(αμφότερα και τα δύο (sic) από το δίχτυ)

(από stratos98, 17/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Tο σοκ που θα πάθει η ελληνική κοινωνία έτσι και μάθει πόσοι διάσημοι ηθοποιοί, τραγουδιστές, πολιτικοί, λογοτέχνες, επιστήμονες κ.ά. είναι ομοφυλόφιλοι/-ες.

- Kαλέ, έπαθα μια αδερφρίκη! Tα έμαθες για τον .....;

Πηγή: Πλαθολόγιο - Η απουστειρωμένη έκδοση , εκδ. Intro 2008, του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Eπείγουσα μέθοδος αφαίρεσης ομοφυλοφιλικών μικροβίων από χώρο κατοικίας, εν όψει επίσκεψης μαμάς, θείας ή άλλου συγγενή που (επιμένει να) πιστεύει ότι ο γιος είναι απλώς καλός φίλος με τον Tάκη.

Δεν προλαβαίνω να 'ρθω σινεμά, πρέπει να κάνω απουστήρωση. Aύριο έρχεται η μαμά απ' το χωριό.

Πηγή: Πλαθολόγιο - Η απουστειρωμένη έκδοση, εκδ. Intro 2008, του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δηλώνω για πρώτη φορά, ευθαρσώς και με δική μου πρωτοβουλία, ότι είμαι ομοφυλόφιλος, και από κει και ύστερα δεν το κρύβω πια.

Τώρα πού και πώς το δηλώνω εξαρτάται από το ποιος είμαι, τι δουλειά κάνω, τι κύκλο έχω κλπ. Μπορεί να το εξομολογηθώ διακριτικά στη μαμά μου, μπορεί να στήσω ένα blog ή μπορεί να απαιτήσω δική μου τηλεοπτική εκπομπή.

Η έκφραση είναι, βεβαίως, αγγλισμός -- come out (of the closet). Κι αν σε κάποιον δεν αρέσουν οι εκπλήξεις, θέλει προσοχή πώς ανοίγεις τη ντουλάπα.

Από τη στιγμή που κάποιος έχει βγει, είναι, προφανώς, έξω (out).

Σχετικά λήμματα: δηλωμένη, κραγμένη, τελειωμένη, κοπέλα τελειωμένη, ξεφωνημένη, την τρίζει την όπισθεν, βερς, μποτομιέρα και περί τα 472 ακόμα λήμματα στο σάιτ.

  1. Οι ομοφυλόφιλοι διεθνώς χρησιμοποιούν την αγγλική φράση «βγαίνω από την ντουλάπα». Είναι μια έκφραση που έχει να κάνει με το να καταλαβαίνεις και να αποδέχεσαι τα συναισθήματά σου και να τολμάς να επικοινωνείς με άλλους ομοφυλόφιλους. (Βαγγέλης Γιαννέλος στην Ελευθεροτυπία, 05/02/02)

  2. Φτου και βγαίνω απ' την ντουλάπα - Οι περισσότεροι gay είναι μέσα στην ντουλάπα. Δεν μιλάνε σε κανέναν για τον σεξουαλικό τους προσανατολισμό και πολλές φορές δεν το αποδέχονται ούτε οι ίδιοι μέσα τους. (Από το http://voltsekgayworld.blogspot.com)

  3. Είδα φως και... βγήκα!

Οκ... πάει κι αυτό!
Επίσημα η παρέα μου έχει ένα γκέι φίλο!!! (εμένα ντε...)
Ω, ναι! Επίσημα το ξέρουν όλοι οι καλοί μου φίλοι!!!
Τώρα περιμένουμε αντιδράσεις...
(τικ, τακ, τικ, τακ...)

Ελπίζω να μην περιμένουν να τους κάνω ντραγκ σόου τις απόκριες ή να με φωνάζουν όποτε πάνε για ψώνια ως τον στυλίστα τους...!!!
(από http://apsoy.blogspot.com)

εδώ έχει πολλούς που βγαίνουν από την ντουλάπα (από jesus, 04/06/08)(από jesus, 16/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(... ο λόγος το λέει, έτσι;)

Παθητική φωνή του γαμάω, βλ. ορισμό. Επίσης πρβλ. την μεγάλη (αλλά όχι πλήρη) καταχώρηση του Τριανταφυλλίδη. Παρακάτω συμπεριλαμβάνω τόσο σλανγκ όσο και μη σλανγκ σημασίες, για λόγους πληρότητας.

γαμιέμαι

1. Πρώτον και κύριον, κάνω σεξ δεχόμενος /-η διείσδυση. Κάνω σεξ με ρόλο παθητικό, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό στο μυαλό του καθένα που χρησιμοποιεί το ρήμα.

i. - Α, φιλενάδα, εμένα όταν γαμιέμαι μου αρέσει να μου χαϊδεύει το στήθος και να με τραβάει από τα μαλλιά...
- Πώς δηλαδή;

ii. - Μπαίνω μέσα και τον πιάνω να γαμιέται με τον κολλητό του!
- Ουγκχ... Ε τον Μπάμπη...Πούστηδες και παλικάρια γίναμε μαλλιά-κουβάρια...

iii. - Στις τουαλέτες του Skandinavik έχω κάνει αμαρτίες εμένα που με βλέπεις...
- Μωρή! Γαμήθηκες σε τουαλέτα;
- Όχι, αλλά κάτι τσιμπουκάκια τά ’χω πάρει...

2. Κάνω σεξ ασχέτως «ρόλου», τόσο για άντρες ή γυναίκες, ετεροφυλόφιλους ή ομοφυλόφιλους. Κυρίως στον πληθυντικό.

- Μ’ αυτήν την γυναίκα την είχα καταβρεί, ίσως ήτανε χημεία, δεν ξέρω. Γαμιόμασταν συνέχεια και γουστάραμε, πέντε λεπτά να μας άφηνες, θα ορμούσαμε ο ένας στον άλλο. Ήταν μια περίοδος που κλεινόμασταν στο σπίτι και βγαίναμε μόνο για προφυλακτικά.

3. Έχω μια σεξουαλική σχέση με κάποιον ή κάποια. Η νοηματική έμφαση στο σεξ ενίοτε υποχωρεί, κυρίως όταν μιλά κάποιος σαν αντικειμενικός παρατηρητής. Τότε σημαίνει απλώς την «ερωτική» σχέση δύο προσώπων, οπωσδήποτε και σεξουαλική, αλλά όχι μόνο. Η εξειδίκευση και ο τυχόν ηθικός χρωματισμός που προσδίδει ο ομιλών διακρίνεται στα συμφραζόμενα (συν/μο: τραβιέμαι).

i. - ... την περιπτερού έμαθα ότι τότε την πηδούσε ένας σερβιτόρος απ’ το μπαράκι απέναντι, αλλά μετά τους έπιασε στα πράσα η γκόμενά του και το διαλύσανε. Τώρα γαμιέται μ’ ένα μυστήριο τυπάκι με ένα μπλε Λαγκούνα και...
- Τι μπλε λαγκούνα και μπλου λαγκούν! Πού νοίκιασες σε ρώτησα, όχι τα σεξουαλικά της γειτονιάς σου!

ii. - Την πρώτη μου δουλειά έτσι την είχα πιάσει, επειδή ο φάδερ μού ’κοψε το χαρτζηλίκι.
- Γιατί;
- Ε, τότε γαμιόμουνα με μία από το φιλοσοφικό και είχα γράψει εξεταστικές και βιβλία στ' αρχίδια μου...

iii. - Για πες, στην πολιτική δικονομία με ποιον να κάτσω για αντιγραφή;
- Ή με τον Μπονάντζα, ή με την Μαίρη, και οι δυο δυνατοί είναι.
- Ποια Μαίρη, την ψηλή;
- Όχι την ψηλή, την άλλη, αυτήν που γαμιέται με τον Γιώργο τον πασπίτη.
- Α, οκ.

4. Είμαι άντρας ομοφυλόφιλος, είμαι πούστης, κυρίως ως επισήμανση μεταξύ τρίτων για τον σεξουαλικό μου προσανατολισμό.

- Αυτόν τον Χαρίλαο πώς τον κόβεις, γαμιέται;
- Το σηκώνει το σακάκι, χαλαρά.

5. Ξηγιέμαι σκάρτα. Αθετώ υπόσχεση. Δεν ανταποκρίνομαι σε δικαιολογημένες προσδοκίες. Εμφανίζω καταστροφικά προβλήματα (ιδίως για άψυχα).

i. - Λοιπόν, εγώ από βδομάδα θα λείπω, να ξέρεις...
- Τώρα γιατί γαμιέσαι; Πήρα εγώ ποτέ άδεια σε τέλος εξαμήνου; Όλες τις εγγραφές εγώ θα τις κάνω δηλαδή;

ii. - Να σου πω, δεν την κάνεις την μετακόμιση το άλλο σουκού γιατί μου βγήκε μια δουλίτσα;
- Μη γαμιέσαι, αφού μου τα μιλήσαμε. Ή μιλάμε ή κλάνουμε. Έχω ήδη κανονίσει με το φορτηγό, τι θα τους πω τώρα;

iii. - Το βράδυ πάμε για κάνα ποτάκι;
- Άρχισες τα δικά σου ρε υποσχεσάκια; Αφού πάλι θα γαμηθείς και θα την κάνεις με ελαφρά πάνω στο καλύτερο...

iv. - Να φέρω ταινιούλα να δούμε σπίτι σου;
- Άσε καλύτερα γιατί το πισί μου γαμιέται συνέχεια, μια το ντιβιντί, μια η κάρτα γραφικών, σου σπάει τα νεύρα.

6. Ιδίως σε στιγμιαίους χρόνους: ξεκωλώνομαι, παρουσιάζω μεγάλη κωλοφαρδία σε μια κατάσταση, στέκομαι ιδιαίτερα τυχερός.

- Πώς πάει το παιχνίδι;
- Ε πώς να πάει, γαμηθήκανε στα τρίποντα οι άλλοι, νταμπλ-σκορ μας έχουνε...

7. Υβριστικά, χωρίς κυριολεκτική σημασία (όπως όλες οι βρισιές). Η ευρεία διάδοση της χρήσης αξίζει μιας μικρής ανάλυσης:

i. Στην προστακτική, συνήθως ακολουθώντας επιφώνημα. Βλ. άι γαμήσου, άντε και γαμήσου.

- Πού ’ν’ τα δελτία ρε σκουλήκι;
- Άντε γαμήσου ρε λαχαναγορίτη, μπινέ.

ii. Στην οριστική ενεστώτα.

- Για μίλα ρε σκατόφλωρε να δούμε πώς μιλάς!
- Γαμιέσαι ρε μουνί!

iii. Σε δευτερεύουσα τελική πρόταση, εξαρτώμενη από ρήμα κίνησης.

- Εγώ πάντως πιστεύω ότι μπορούμε να τα βρούμε και...
- Να πα’ να γαμηθείς! Δεν έχουμε να βρούμε τίποτα.

iv. Σε παγιωμένες φράσεις: δε γαμιέσαι (λέω ’γω);, δε γαμιέσαι να κάνεις καριέρα;, δε γαμιέσαι ν’ ασπρίσεις;, άντε γαμήσου ρε να βγάλεις όνομα, γαμήσου παραπέρα, ιά και γαμήσου, σάλτα και γαμήσου, σάλτα και γαμήσου και φέρε μου τα ρέστα, τράβα γαμήσου και φέρε μας και τις εισπράξεις, όταν γαμιέσαι κουνιέσαι;.

8. Εξαντλούμαι, εξουθενώνομαι, καταταλαιπωρούμαι από κάτι. Παθαίνω ζημιά. Συντρίβομαι ψυχολογικά.

i. - Γιατί είσαι έτσι ψόφιος;
- Γαμήθηκα όλη μέρα στους δρόμους να βρω φορτιστή γι’ αυτήν μπαχατέλα.

ii. - Γεια χαρά, τι κάν-
- Αυτά τα pivot tables στο excel πώς στον πούτσο γίνονται; Έχω γαμηθεί από το πρωί, έχει πάει έντεκα και αύριο υποτίθεται ότι έχω παρουσίαση. Τα νεύρα μου, τα χάπια μου κι ένα ταξί να φύγω...

iii. - Μού ’βαλε ο εγκληματίας νοθευμένη βενζίνη και γαμήθηκε ο κινητήρας, βγήκε τελείως οφ.

iv. - Φίλος πάρε ένα μπουκαλάκι κι έλα από ’δω...
- Όπα ρε, ηρέμησε. Τι παίχτηκε;
- Εκεί που καθάριζα όμορφα κι ωραία τα ντουλάπια μου, βρήκα ένα άλμπουμ με φωτογραφίες της... Γαμήθηκα...

9. Αφοσιώνομαι σε κάτι με εντατικούς ρυθμούς, τρέχω με κάτι. Φτάνω στην υπερβολή με κάτι.

i. - Τι κάνεις αυτήν την περίοδο;
- Τίποτα φίλε, γαμιέμαι στην δουλειά, έχω μπει στο τριπάκι και γουστάρω αλύπητα.
- Μαζόχα...

ii. - Με τα φωτοβολταϊκά που έλεγες εντάξει;
- Μπα, ακόμα γαμιέμαι με τις προθεσμίες και τα κωλοδικαιολογητικά.

iii. - Πώς περάσατε χθες;
- Άστα, κωλοτρυπίδι έγινα, πάλι γαμηθήκαμε στα σφηνάκια με τους άλλους τους κοπρίτες...

10. Σε φράσεις (μη υβριστικές):

i. Λεξικογραφημένες στο slang.gr: Δε γαμιέται / να πα να γαμηθεί / δεν πα να γαμηθεί, γαμιέται ο Δίας, δε γαμείς που δε γαμείς, δε γαμιέσαι να γαμήσουμε κι εμείς;, εκεί που γαμιούνται οι αράχνες, υπόθεση γαμιόμαστε, οικογένεια γαμιόμαστε, χανόμαστε - γαμιόμαστε ένα και το αυτό, τώρα γαμιέσαι χαίρεσαι, στην γέννα θα τα πούμε / γαμιέσαι κόρη χαίρεσαι, μα θα 'ρθει η γέννα και θα δεις, μάθαν ότι γαμιόμαστε, πλακώσανε κι οι γύφτοι / κι οι Βλάχοι ή έμαθαν που γαμιόμαστε μας ήρθαν κι απ’ τη Σάμο / κι απ’ τη Χίο.

ii. άι γαμήσου!: Έκφραση κατάπληξης μπροστά σε κάτι που μας αφηγούνται (συν/μο: άι στο διάλο!). Ενίοτε και ειρωνικά.

a. - Τά ’μαθες για τον τμηματάρχη; Τον παίρνει!
- Ά(ει) γαμήσου!
- Εγώ όχι, αυτός στάνταρ.

b. - Εσύ τό ’ξερες ότι ο Σούπερμαν είναι ο Κλαρκ Κεντ;
- Άι γαμήσου! Σοβαρά;

Τέλος, βλ. και: τραβογαμιέμαι, γαμημένος, κακογαμημένη, στραβογαμημένη, ναι το γαμημένο, γαμιοντουστάντενε.

11. Στον πληθυντικό και σε στιγμιαίους χρόνους: μετέχω σε συμπλοκή, φραστική ή με χειροδικίες, από την οποία κανείς από τους συμμετέχοντες δεν βγαίνει αλώβητος. Εκδηλώνω οργή με αφορμή μια διαφορά μου με άλλον και σκοπό την εκτόνωσή μου, τον εκφοβισμό του άλλου και την οριοθέτηση των θέσεων που δεν σκοπεύω να εγκαταλείψω. Συνήθως σαν απειλή και μάλιστα ακολουθούμενο συχνά από τον τοπικό προσδιορισμό «εδώ μέσα».

i. Από εδώ:
- Βγάλε τη μούρη μου από τα αβατάρ Αλέξανδρε μη γαμηθούμε εδώ μέσα!
- Σπόρε το έχω τρία χρόνια τώρα δε θα το αλλάξω επειδή σου τη βάρεσε. Άντε στη μανα σου τώρα.

ii. Από εδώ:
Η υπομονή μας τελείωσε. Να κόψουν το λαιμό τους και να παίξουν μπάλα. Άντε μη γαμηθούμε καμιά ώρα.

Σ.σ: Γαμήθηκα να τον φτιάξω τον ορισμό, μη γαμηθείτε. :-D

Θεόδωρος Πάγκαλος, "Δε γαμιέσαι πρωί-πρωί". (από patsis, 15/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Gay θεωρία συνωμοσίας, απόκρυφη και μυστικιστική, σύμφωνα με την οποία αρχηγός, ηγέτης και καθοδηγητής είναι ο σκληροτράχηλος, ανθεκτικός και υπομονετικός που τον έχει φάει τουλάχιστον μια φορά στη ζωή του.

Εμπνευσμένη από παλιό θρύλο που βρέθηκε γραμμένος στα αρχαία καλιαρντά σε ανασκαφές στα υπόγεια της Μασονικής στοάς Μυκόνου και παρά τον έντονο συμβολισμό του, εντέχνως θεωρήθηκε κυριολεκτικός και αγκαλιάστηκε αμέσως από την καλύτερη οργανωμένη ιστορικά gay μοναστική κοινότητα όπου και εφαρμόζεται ως τις μέρες μας.

Η κατά κόσμον εφαρμογή της προωθείται από έκφυλους ολιγάρχες που απεργάζονται την επιστροφή σε έναν εργασιακό μεσαίωνα.

...... – Σ' αρέσει, τέκνον Ιερόδουλε;
– Μ' αρέσει, αγαπητέ εν Χριστώ αδελφέ και πανοσιολογιότατε Δωρόθεε, αλλά ο κώλος μου ριγεί και ο πόνος με τυλίγει... Προς τί άρα γε;
– Αληθώς λέγω σε... Για να γίνεις Ηγούμενος, πρέπει να σε γαμήσει ο προηγούμενος.

Δες ακόμη: μας πιάσανε στα πράσα και δεν φοράμε ράσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γνωμικό που μπορεί να συσχετιστεί με το αντίστοιχο γνωμικό καλή κι η μαλακία, αλλά με το γαμήσι γνωρίζεις κόσμο, καθώς εξαίρει τα πλεονεκτήματα της συνουσίας, εν προκειμένω της αλλαξοκωλιάς, για την κοινωνικοποίηση και την επαγγελματική άνοδο. Κυρίως λέγεται για να χαρακτηρίσει διάφορα φαινόμενα, όπως κλειστές συντεχνίες όπου για να γίνεις ηγούμενος πρέπει να σε γαμήσει ο προηγούμενος, σινάφια όπου έχει μεγάλη σημασία να γνωρίζεις κόσμο και να σε γνωρίζει κόσμος (ενίοτε και με τη βιβλική έννοια) για να καθιερωθείς στο κουρμπέτι. Το σημαντικό σε αυτές τις κοινότητες είναι η αλλαξοκωλιά. Ο ερώμενος του προηγουμένου θα γίνει ηγούμενος, ο μούτσος που γαμούσαμε θα γίνει εβέντσουαλι καπετάνιος. Αλλά και αντιστρόφως δεν μπορείς να βγεις αλώβητος: άμα είδες πλάτη, θα δεις και μαξιλάρι, περσινός κολομπαράς, φετινός πούστης.

Οπότε το γνωμικό μάλλον παροτρύνει να αφεθείς απλά σε αυτή την διαδικασία (αν θεωρήσουμε ότι το γνώρισες είναι αόριστος αντί προστακτικής), ή ούτε καν παροτρύνει, απλώς περιγράφει ότι ήδη το έκανες. Ή μπορεί, αν λεχθεί απ' έξω, και να διαπιστώνει κριτικά μια κατάσταση που είναι τάτσι μήτσι κότσι, όλοι τα έχουνε κάνει πλακάκια με όλους και δεν μπορείς να επικεντρώσεις την κριτική σου σε ένα μεμονωμένο κακό. (Ασφαλώς η έκφραση χρησιμοποιείται και μεταφορικά, όχι μόνο με τη στενή σεξουαλική σημασία). Σε παρόμοια περιβάλλοντα, δεν μπορεί να επισυμβή πραγματική καινοτομία, ακόμη κι αν αλλάξει ο κολιές, θα γίνει βραχιόλι.

Άλλαξ' ο κολιές

Υπάρχουν δύο εκδοχές, παρεμπιφτού, το δώσε κώλο- πάρε κώλο και το πάρε κώλο- δώσε κώλο. Ως λάτρης της ιεραρχίας προτίμησα αυτήν που περιγράφει με χρονική σειρά την ανέλιξη, αν και η άλλη ακούγεται λίγο καλύτερα στο μέτρο.

  1. Μην το δει αυτό ο αγωγιάτης, δημοσιογράφος αναπαραγωγέας ειδήσεων ή o απλός καταναλωτής, καρφώνεται το βλέμμα του λες βλέπει τον κώλο της Μπιγιονσέ. Από το «δώσε κώλο πάρε κώλο, γνώρισες τον κόσμο όλο» πήγαμε στο «δώσε πόνο, πάρε πόνο, κι από ηδονή θα λιώνω». Η ανωμαλία διπλή. Από τη μία πλευρά των ίδιων των επωνύμων που όταν βλέπουν ότι δεν παίζουν στην επικαιρότητα, είναι ικανοί να σου εξομολογηθούν ακόμα και το πόσο οδυνηρή εμπειρία ήταν όταν καυτηρίασαν το κονδύλωμά τους. (Εδώ).
  2. KΕΛΟΜΑΙ ΣΕ TΡΑΠΕΖΟΓΚΟΝΤΖΙΛΑ. Στην "Κυπρογενηα" (Κυπρογεννημενη, δηλαδη την Αφροδιτη, την πασα Αφροδιτη). "Παρε κωλο, δωσε κωλο, γνωρισες τον κοσμο ολο" (Παροιμια). Μια ολοκληρη Κυριακη και μαλιστα σε ανωτατο τραπεζοκυβερνητικο συμβουλιο υπο την αρχιεπιστασια των τροϊκανων του τραπεζοφασισμου, χρειαστηκε να δοθει τελος στον Λεσβιακο ερωτα, κοινως τραπεζιτικη παρτουζα, αναμεσα στην Εθνικη Τραπεζα και τη Eurobank, αφηνοντας και τις δυο με το πυρακτωμενο αιδοιο στα χερια. Ποτε την Κυριακη. Ο Βρετανος συγγραφεας και ιερωμενος Sydney Smith, πριν δυο περιπου αιωνες, ειχε πει πως "κατα τους Γαλλους, υπαρχουν τρια φυλα, οι αντρες, οι γυναικες και οι κληρικοι". Βεβαια τοτε δεν ειχε εκδηλωθει ακομα το αφιλο φυλο αφυλλο (χωρις φυλλο συκης) των τραπεζων. Οσο για τη σεξιστικη συμπεριφορα των Γερμανων με το χρημα, τη χρηματοπιστωτικολαγνεια, εχουμε την αποψη του Adorno, πως "ο μονος κανονας της σεξουαλικης ηθικης ειναι οτι ο κατηγορος εχει παντα αδικο" και κατα συνεπεια η χρηματοπιστωτικη Γερμανικη ηθικη παντα δικαιο. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

H πουστοποίηση.

Ο όρος έχει χρησιμοποιηθεί από τον Πλεύρη (père).

- Όχι στην εκπούστευση της ελληνικής γλώσσας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κονέ μξ ομοφυλοφίλων, δικτύωση, με βλέψη κυρίως στα επαγγελματικά. Δική τους λέξη.

Βλ. και πουστ κονέξιον.

- Χώθηκε πάλι ο Τάκης το πουλάκι μου. Βολεύτηκε, είδες;
- Ίντερπουστ μάι ντήαρ, τι νόμιζες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Για τον δόκιμο καρνάβαλο βλ. λ.χ. εδώ, εδώ και εδώ.

1.Αυτό που μας ενδιαφέρει εδώ είναι ότι χρησιμοποιείται γενικότερα για να δηλώσει κάποιον/αν που έχει στην εμφάνισή του μια εξτραβαγκάντζα, που ντύνεται προκλητικά, επιτηδευμένα σαν προσοχοπουτάνα, κάγκουρας ή καγκούρω, για να τραβήξει όλη την προσοχή πάνω του/της. Και που γενικότερα συμπεριφέρεται με τρόπο γελοίο. Βλ. και καρναβάλι, καρναβαλιστής.

Beyonce: Mε καυτό σορτσάκι και 12ποντο που πας στο σκάφος σαν καρνάβαλος;

Beyonce

Σαν καρνάβαλος εμφανίστηκε ο Ντάνι Άλβες στο Καμπ Νου. Θέμα συζήτησης έχει γίνει ο Βραζιλιάνος δεξιός μπακ της Μπαρτσελόνα, Ντάνι Άλβες με την ενδυμασία με την οποία επέλεξε να εμφανιστεί μετά το τέλος του αγώνα της ομάδας του με την Έλτσε στη μικτή ζώνη του Καμπ Νου. Ο ποδοσφαιριστής εμφανίστηκε φορώντας ένα… πορτοκαλί σακάκι, καπέλο, στρογγυλά γυαλιά και ένα ζευγάρι sarouel σανδάλια. (Εδώ).

Ντάνι Άλβες

Και τα φρύδια και το πρόσωπο και τα χείλη κι ο λαιμός της με μυστρί μπογιατισμένα, σαν σουβάς, όπως και τώρα, κι έμοιαζε καρνάβαλος μεθύστακας. (Από διήγημα του Χάρη Μεττή).

2.Ειδικότερα χρησιμοποιείται για γκέι, και κυρίως για τραβεστί και τρανσέξουαλ, που έχουν ένα αλμοδοβαρικό ζενεσεκουά. Σύγκρινε με: επιτάφιος.

Φοβερος καρναβαλος η Χαρά η τρανς αλλα μυριζει φολα (Από μπουρδελοσάη)

Καρνάβαλος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified