Ο πούστης, συντόμευση από το «πουστάκι».
- Τρελό στάκι ο Γιάννης, πού τον χάνεις πού τον βρίσκεις, στο Aleko's.
Ο πούστης, συντόμευση από το «πουστάκι».
- Τρελό στάκι ο Γιάννης, πού τον χάνεις πού τον βρίσκεις, στο Aleko's.
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
Μεγεθυντικό του μπουτς είναι η λεσβία με στερεοτυπικά αρρενωπά χαρακτηριστικά, η οποία είναι αποκλειστικώς πλίζερ, δηλαδή θέλει αποκλειστικώς να ικανοποιεί και ευχαριστεί τη φαμ παρτενέρ της, ενώ η ίδια παραμένει ανέγγιχτη. Από το αγγλικό stone butch.
O αποκλειστικά ενεργητικός ρόλος της στόουν μπουτς τής προκαλούσε αποστροφή, ήθελε να υπάρχει εναλλαγή.
Got a better definition? Add it!
Το πουστράκι (άκα στράκι) στα ποδανά.
Πάσα: Σβέρκος.
1. Όλοι τους νομίζουν εκεί μέσα ότι έχουν πιάσει τον παπά απ' τα φρύδια κι εμείς είμαστε τα δουλικά τους. Νοοτροπία κοτζαμπάση και δεν συμμαζεύεται ! Καφεδάκι στο κολωνάκι, βόλτες στα πανάκριβα μαγαζιά τριγύρω και μούρη σε όλα τα «καθώς πρέπει» χαπενινγκς. Σταματάνε την κυκλοφορία και πήζει το σύμπαν για τα προσέλθουν με άνεση στις αυτοκινητάρες τους στην βουλή. Όποτε πατάνε βεβαια γιατί υπάρχουν μπουμπούκια που δεν έχουν ανέβει στο βήμα εδώ κι ενάμισι χρόνο (π.χ. το στρακιπου ο αρούλης... απαξιεί ο Λουι-βιτόν). Δεν έχουν πάρει μυρουδιά τι γίνεται τριγύρω. Ας όψονται τα γίδια που ψηφίζουν αυτούς τους λακαμάδες...
βρεμμένη σανίδα που θέλετε...
2. Καμίνη στρακιπου τα χειρότερα ρε αχρηστοανίκανε, τα χειρότερα.
3. ρε καταρα αυτο το επαγγελμα...σονι και ντε να εισαι στρακιπου για να κουρευεις τριχες
Got a better definition? Add it!
Εκνευριστικό λολοπαίγνιο που φοριέται τον τελευταίο καιρό από αστειάτορες baristas σε καφέ τ. Starpax. Αναφερόμεθα στο πρόδηλα στρέι εσπρεσσάκι stretto (στρέιτο), σε αντιδιαστολή με το ύποπτο lungo (λούγκρο).
Εναλλακτικά: ριστρέιτο (ristretto) ή λούγκρο;
Got a better definition? Add it!
Ή και στυλιαροκαταπότης. Εκείνη/-ος που καταπίνει το στυλιάρι (πέος). Τίτλος που τον αποδίδουμε σε λάτρεις του deepthroating, γυναίκες ή ομοφυλόφιλους με ιδιαίτερη έφεση στο να καταπίνουν με σχετική ευκολία το αντρικό μόριο.
Μαλάκα μου το πήρε κάτω όλο για πλάκα! Μου το εξαφάνισε! Τι στυλιαροκαταπότρα είν' αυτή;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο ομοφυλόφιλος άνδρας. Μισο-ευγενικό / μισο-ειρωνικό, αποδεικνύει περίτρανα την γενναιοψυχία του ελληνικού λαού ο οποίος έκανε τον κόπο να δημιουργήσει μια όχι απόλυτα υποτιμητική φράση για αυτούς τους ανθρώπους (που όπως όλοι ξέρουμε είναι υπαίτιοι για... ... ... τέλος πάντων, για κάτι και άρα είναι υποχρέωσή μας να ασχολούμαστε μαζί τους).
— Τι είπες είναι ο καινούργιος της γκόμενος, χορευτής; Άχαχα, καλέ αυτοί είναι όλοι συκιές! — Εμ βέβαια, πού να γυρίσει να την κοιτάξει κάνας σωστός άντρας αυτήν, έτσι φρικιό που είναι... — Καλά, άσ' τα αυτά τώρα, Μαζωνάκη θα πάμε τελικά;
Βλ. και πούστης
Got a better definition? Add it!
Φέρνω, ομοιάζω σε γκέι, αδερφοφέρνω, πουστοφέρνω, τοιουτίζω. Εφόσον συκιά είναι ο γκέι, βλ. και σύκα.
Επίσης βλ. εδώ ενδιαφέρον άρθρο του Ν. Σαραντάκου περί σύκου, που σήμαινε στην αρχαιότητα το αιδοίο. (Οπότε με κάποια σλανγκική προέκταση πιθανόν και το κωλόμουνο).
Πάσα: Gatzman.
Got a better definition? Add it!
Το σύστριγκλο που απαρτίζεται από γκέι. Ή από τελειωμένες γυναίκες που εικάζουμε ότι φοράνε στριγκ. Είναι μάχη εκ του συστάδην. Τον όρο χρησιμοποιεί ο Λάκης Λαζόπουλος.
Κάλεσε χτες ο Τριανταφυλλόπουλος για το θέμα των γκέι γάμων, Βαλλιανάτο, Χατζηστεφάνου απ' τη μία, Παπαργυρόπουλο και Ιατρόπουλο απ' την άλλη, και τον Ανευλαβή για διαιτητή. Έγινε το σύστριγκο!
Got a better definition? Add it!
Γεωργίου ράιτινγκ. Κατά πάσα πιθανότητα, δεν έχει ακουστεί ποτέ on air αλλά έχει γραφεί παμπόλλως στην πάλαι ποτέ κραταιά στήλη του Καφενείου των Φιλάθλων (στον πάλαι ποτέ κραταιό Φίλαθλο).
Η στήλη είχε ως αντικείμενο τα σχόλια αναγνωστών που μιλούσαν στο τηλέφωνο με τον αναλυτή (ξάδερφο της Κάκιας - όπως ισχυρίζεται ο ίδιος) ποδοσφαίρου Γιώργο Γεωργίου.
Το λήμμα έρχεται ως επιδοκιμαστική απάντηση σε εξυπνακίστικη ατάκα αναγνώστη.
- Ρε Γεωργίου, τώρα που ο Μπαζίνας άφησε μουστάκι, δεν αφήνεις και συ δόντια για αλλαγή;
- Τα νεφρά μου παλιόπουστα...
Got a better definition? Add it!