Selected tags

Further tags

Εκ των βαζελίνη και Έλληνας ή Ελλάδα αντιστοίχως.

  1. Ο Έλληνας του οποίου ο μεν τράχηλος «ζυγό δεν υπομένει», ο δε κώλος υπομένει πολλά και διάφορα. Αν και κρατάει μία υψηλή εθνική υπερηφάνια υπόκειται σε πολλούς εξευτελισμούς και διασυρμούς, και ως ομορφάντρας βάζει διάφορες σως για να γλυστράει. Η έκφραση δηλώνει ακραία αυτοκριτική για το πώς εντέλει αποτελούμε χώρα γαμιόμαστε, πλην όχι ασάλιωτα, αλλά μέσω διαφόρων εξωραϊσμών, που λειτουργούν ως βαζελίνη.

Ήδη το 1985 ο Χάρρυ Κλυνν είχε τιτλοφορήσει παράστασή του στο Δελφινάριο «Βαζελληνίδες, Βαζέλληνες» (δες εδώ) τρέποντας το «Ελληνίδες, Έλληνες» του Κωνσταντίνου Καραμανλή θείου, οπότε η έκφραση υπάρχει τουλάχιστον από τότε και πιθανόν από παλιότερα.

  1. Χρησιμοποιείται μειωτικά για τους παίκτες ή οπαδούς του Παναθηναϊκού, τους βάζελους. Ενίοτε με την σημασία ότι η Αθηνέζικη ομάδα φτάνει να εκπροσωπήσει όλη την Ελλάδα, ή κυριαρχεί με πλάγιες μεθόδους στο ελληνικό στερέωμα, ως μη όφειλε. Χρησιμοποιείται κυρίως από Ολυμπιακούς.

  2. Σχετικό και το Βαζελλάδα. Έχει κυρίως αθλητική σημασία ως αντώνυμο του κοκκαλιστάν. Δηλαδή σημαίνει λ.χ. μια Εθνική ομάδα που κυριαρχούν παίκτες του Παναθηναϊκού, ως μη έδει, ή το σύστημα μιας ολόκληρης χώρας που ευνοεί τον Παναθηναϊκό. Μπορεί βεβαίως και να μην αναφέρεται στον Παναθηναϊκό, αλλά να δηλώνει απλώς μια ξευτιλισμένη ξεβρακωμένη Ελλάδα.

Επίσης, υπάρχει και το Βαζελλήν, και καλά μάρκα βαζελίνης made in Greece.

  1. Αυτό είναι αλήθεια! Το δροσερό καλομαίρι και ο ήπεος χειμώνας, (που συνιστούν ένα εύκροτο κλίμα) σε συνδυασμό με τους φαλλόξενους κατοίκους και τη Μεσοργειακή διατροφή (λάδι, λαχανητά, φασ Ολη, ρεΒύθη, σπόρδο κ.α.) αναδεικνύουν τους βαζΕΛΛΗΝΕΣ σε ομ φαλλό του κώ…σμου! (Λεξιπλαστικό όργιο σε σχόλιο στο γουορντπρέσι του Πάνου 1962).

  2. α. oi vazellines maxairwsan paidakia,tin epomeni apla de... vrikan ton dromo gia to gipedo! (Εδώ).

β. Σε τρείς βδομάδες, που θα 'ναι μαζί μας κι ο Τζολε και η ομάδα θα ρολάρει καλύτερα και τότε δεν θα έχουν τύχη οι βαζελληνες ;) (Εδώ).

γ. Εμπρός γενναίοι Βαζέλληνες! (Εδώ).

  1. Eγω (αν μου πεφτει λογος) ελπιζω αυτο το πραμα που θα εκπροσωπει το σιχαμα που λεγεται ελληνικο μπασκετ, να διασυρθει κ να φαει 30αρες. Σκατα στη βαζελλαδα του βασιλακοπουλου. (Εδώ).

Ομφαλός της γης. (από Khan, 20/04/12)(από Khan, 05/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ορίζεται ως τύπος ομοφυλόφιλου, με όψη αντροβαρβάτη, ή με φωνή νταλικέρη, ή look «σκληρού» άντρα (μούσια, μουστάκες, δερμάτινα, αλυσίδες, μπλα, μπλα, μπλα...).

Υπάρχουν πολλοί...

Ο τραγουδιστής των Judas Priest, ας πούμε, είναι ένα καλό παράδειγμα...

Ο συγχωρεμένος ο Σεργιανόπουλος θεωρούταν τέτοιος...

Για άλλους η φωνή του Ψινάκη θεωρείται αντιπροσωπευτική βαρβατοπουστάρικη...

Ή ο γκέι που φορά John Varvatos. (από Khan, 14/07/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η υπερβολικά ανδροπρεπής και αρρενωπή λεσβία τύπου μπουτς, η βαρυ-μπουτς, το μπουτς το ασήκωτο, τύπου νταλικιέρης, λαχαναγορίτης. Επίσης, το λαϊκό λεσβιάδικο όπου συχνάζουν. Η έκφραση είναι παλαιακή.

  1. Η Οδύσσεια ήταν το βαρύ πυροβολικό. [...] Η Οδύσσεια ήταν βαρύ, ήταν ελληνικό βαρύ κι ασήκωτο μπουτς. [...] Δηλαδή κλασικό τότε για την Ελλάδα, φανελένιο πουκάμισο καρό, καψούρα, κι έτσι λίγο πιο βαρύ. [...] Η Ελλάδα γενικώς δεν νομίζω ότι πέρασε ποτέ το ευμενώς μπουτς, το στυλάτο, κάτι. Εννοώ το old fashion butch, ας πούμε. Ήταν όλες έτσι, δεν ήταν ότι έμπαινες και έβλεπες γυναίκες με κουστούμια να ήταν πιο stylish ας πούμε. (Σόνια, 48 χρονών).
  2. Η Σόνια, όπως η ίδια έχει περιγράψει, ήταν πάντα κοντά στην αμερικάνικη μουσική κουλτούρα, δεν άκουγε ελληνική μουσική, αγαπούσε και ταυτιζόταν με τον ανδρόγυνο καλλιτέχνη David Bowie. Σχετιζόμενη με τον λεσβιακό φεμινισμό της Ελλάδας αλλά και των ΗΠΑ των αρχών του 2000, όπου έζησε, σπούδασε και εργάστηκε για μια δεκαετία, βλέπει σύμφωνα με αυτά τα κριτήρια τις θαμώνες του μαγαζιού. Συγκρίνοντάς τες με την εαυτή της, μία από τις λεσβίες-δανδήδες της εποχής, που θα έλεγε και η Νίνα Ράπη (1998), δεν μπορεί να βρει κοινά σημεία μαζί τους, και γι’ αυτήν είναι όλες «βαρύ πυροβολικό». Η Λένα, εργατικής καταγωγής, η οποία ζει σε λαϊκή γειτονιά στη νότια Αθήνα, παρ’ όλο που 186διαχωρίζει την εαυτή της από τις νταλίκες και τα γυναικάκια τους, βλέπει τις θηλυκές γυναίκες σε αντίθεση με τη Σόνια. Η ίδια βέβαια σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί stylish μπουτς με τις καθημερινές φόρμες τις οποίες φορούσε παντού, πιο πιθανόν είναι να χανόταν και αυτή στο ομογενοποιημένο πλήθος των λαϊκών γυναικών.
  3. Χαρακτηριστικό παράδειγμα του πολιτισμικά διαμεσολαβημένου βλέμματος και της αναγνώρισης μιας λεσβίας ως μπουτς ως «βαρύ πυροβολικό» αποτελεί και μια βραδιά στη Μαγική αυλή. Για αρκετό καιρό πριν βρεθώ εκεί ως dj σύχναζα με φίλες, και ένα βράδυ ρώτησα τρεις από την παρέα μου ποιες είναι οι μπουτς μέσα στον χώρο. Μία από αυτές μου αποκρίθηκε πως όλες είναι μπουτς, μια άλλη δεν είδε καμία ως μπουτς, ενώ μια τρίτη μου κατέδειξε μία γυναίκα που έμπαινε εκείνη την ώρα στο μαγαζί, περίπου 45 χρονών, ντυμένη με τζιν παντελόνι και τίσερτ και μακριά μαλλιά. Υποθέτω το περπάτημά της και το μη μοντέρνο ντύσιμο ήταν ένα από τα φαινομενικά μπουτς χαρακτηριστικά της, όπως και η παρουσία της στο συγκεκριμένο λαϊκό μαγαζί βέβαια.
  4. Αλλά και τότε είναι που συνειδητοποιώ ότι εγώ πια είμαι ομοφοβική. [...] Ενώ δεν είχαμε πρόβλημα να μπούμε μέσα κτλπ, ότι θα μας δούνε και, σκεφτόμουν πάντα, είχα ένα μικρό άγχος να, άντε τώρα, να κατεβαίνω το δρόμο με τη μάνα μου και να δω μια από αυτές, το ξαναλέω ήταν πολύ βαρύ πυροβολικό, και να με χαιρετήσει, τι θα πω στη μάνα μου; Α, πάω το αυτοκίνητο και μου αλλάζει τα λάστιχα. Χαριτολογώντας το λέω στον εαυτό μου αλλά τώρα συνειδητοποίησα ότι ζούσα, είχα μια ενόχληση, γιατί έλεγα μα δεν γίνεται εγώ κι αυτές.
  5. Η αφήγηση που θέλει τις λεσβίες στο παρελθόν περισσότερο αρρενωπές σε σύγκριση με τις σύγχρονες γκέι γυναίκες δεν προέκυψε πρώτη φορά από την Νικάνδρα. Η Ευγενία, όταν μου περιέγραφε τη ζωή στο μπαρ Mexico, μου μιλούσε για τις ελάχιστες θηλυκές γυναίκες που εμφανίζονταν εκεί και για την ερωτική δίψα των μπουτς που περίμεναν πώς και πώς κάποια από αυτές να εμφανιστεί. Η Μάγδα λέει «παλιά ήταν όλες νταλίκες» και η Σόνια βλέπει μέσα στην Οδύσσεια το «βαρύ πυροβολικό» και όχι τα «γυναικάκια» που αναφέρει η Λένα. Αυτή η τάση, να θεωρείται η λεσβιακή ανδροπρέπεια ξεπερασμένη, οδήγησε τη μπαργούμαν και τη φίλη της ένα βράδυ σε ένα μικρό λεσβιακό μπαρ στο Γκάζι, να μην αναγνωρίσουν τη συνοδό μου ως νεαρό αγόρι. Αυτό συνέβη όσο εγώ μιλούσα με την ιδιοκτήτρια του μαγαζιού η οποία σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί θηλυπρεπής, εκτός, ίσως, από το γεγονός των μακριών μαλλιών της. (Όλα τα παραδείγματα από το βιβλίο: Άννη Σιμάτη, Οι νταλίκες και τα γυναικάκια τους. Θηλυκοί ανδρισμοί και πολιτικές της γυναικείας ομοερωτικής επιθυμίας, Futura, Αθήνα 2022).

Got a better definition? Add it!

Published

Δηλώνω για πρώτη φορά, ευθαρσώς και με δική μου πρωτοβουλία, ότι είμαι ομοφυλόφιλος, και από κει και ύστερα δεν το κρύβω πια.

Τώρα πού και πώς το δηλώνω εξαρτάται από το ποιος είμαι, τι δουλειά κάνω, τι κύκλο έχω κλπ. Μπορεί να το εξομολογηθώ διακριτικά στη μαμά μου, μπορεί να στήσω ένα blog ή μπορεί να απαιτήσω δική μου τηλεοπτική εκπομπή.

Η έκφραση είναι, βεβαίως, αγγλισμός -- come out (of the closet). Κι αν σε κάποιον δεν αρέσουν οι εκπλήξεις, θέλει προσοχή πώς ανοίγεις τη ντουλάπα.

Από τη στιγμή που κάποιος έχει βγει, είναι, προφανώς, έξω (out).

Σχετικά λήμματα: δηλωμένη, κραγμένη, τελειωμένη, κοπέλα τελειωμένη, ξεφωνημένη, την τρίζει την όπισθεν, βερς, μποτομιέρα και περί τα 472 ακόμα λήμματα στο σάιτ.

  1. Οι ομοφυλόφιλοι διεθνώς χρησιμοποιούν την αγγλική φράση «βγαίνω από την ντουλάπα». Είναι μια έκφραση που έχει να κάνει με το να καταλαβαίνεις και να αποδέχεσαι τα συναισθήματά σου και να τολμάς να επικοινωνείς με άλλους ομοφυλόφιλους. (Βαγγέλης Γιαννέλος στην Ελευθεροτυπία, 05/02/02)

  2. Φτου και βγαίνω απ' την ντουλάπα - Οι περισσότεροι gay είναι μέσα στην ντουλάπα. Δεν μιλάνε σε κανέναν για τον σεξουαλικό τους προσανατολισμό και πολλές φορές δεν το αποδέχονται ούτε οι ίδιοι μέσα τους. (Από το http://voltsekgayworld.blogspot.com)

  3. Είδα φως και... βγήκα!

Οκ... πάει κι αυτό!
Επίσημα η παρέα μου έχει ένα γκέι φίλο!!! (εμένα ντε...)
Ω, ναι! Επίσημα το ξέρουν όλοι οι καλοί μου φίλοι!!!
Τώρα περιμένουμε αντιδράσεις...
(τικ, τακ, τικ, τακ...)

Ελπίζω να μην περιμένουν να τους κάνω ντραγκ σόου τις απόκριες ή να με φωνάζουν όποτε πάνε για ψώνια ως τον στυλίστα τους...!!!
(από http://apsoy.blogspot.com)

εδώ έχει πολλούς που βγαίνουν από την ντουλάπα (από jesus, 04/06/08)(από jesus, 16/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρήμα χαρακτηρισμού προς ομοφυλόφιλους άντρες, το οποίο δηλώνει ότι λόγω της μεγάλης πίσω οπής τους, θα βούλιαζαν μέσα στο νερό.

- Δες το Τάσο πώς κουνιέται ρε!
- Καλά, αυτός βουλιάζει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κακός ομοφυλόφιλος. Με άλλη σημασία, χρησιμοποιείται υποτιμητικά απέναντι σε ομοφυλόφιλα άτομα. Και τουλάχιστον σε μια περίπτωση (πρόκειται για την cult ελληνική ερωτική ταινία Πάρτα όλα μωρό μου, αγνώστου χρονολογίας), χρησιμοποιείται ως δείκτης οικειότητας κατά την σεξουαλική πράξη...

- Να, κοίτα! Αυτός είναι ο Βαγγέλης!
- Ναι, τον ξέρω... Μεγάλος βρωμόπουστας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ἀκρωνύμιο τῶν λέξεων Γαμᾶμε ,τι Βροῦμε κτὸς Πούστηδων.

Στὴ δεκαετία τοῦ ᾿60 στὸ Κολλέγιο Ἀθηνῶν ὑπῆρξε σύλλογος (ἄτυπος φυσικά) μαθητῶν μὲ τὸν τίτλο αὐτόν. Ὁ ΓΟΒΕΠ ὑπῆρξε ἀντίπαλος τοῦ ἄλλου «συλλόγου» τοῦ ἰδίου σχολείου, μὲ τίτλο ΓΟΒ (ἡ ἑρμηνεία περιττεύει). Ὁ ΓΟΒΕΠ ἦταν ἐξ ὅσων γνωρίζω πολυπληθέστερος τοῦ ΓΟΒ.

Πρβλ. καὶ σαβουρογάμης

- Μαλάκες, μετὰ τὸ φαγητὸ θὰ συνεδριάσῃ ὁ ΓΟΒΕΠ. Ἔχουμε νέο μέλος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός θηλυπρεπούς αρσενικού.
Ο όρος προέρχεται από τον παγκοσμίας(;) φήμης(;;) στυλίστα(;;;;;) Λάκη Γαβαλά.

Κύρια γνωρίσματα του εν λόγω ατόμου:

  • Αβρότητα τρόπων, χειρονομιών και ομιλίας.
  • Άποψη επί παντός θέματος με επικρατέστερη τη δική του.
  • Ακαθόριστο επάγγελμα του τύπου «άνθρωπος της μόδας» και συναφών χαρακτηρισμών (ακριβής ανατύπωση της διαδικτυακής σελίδας του κ. Λάκη Γαβαλά).
  • Ιδιάζουσα ενδυματολογική άποψη με προτίμηση στις ζαρτιέρες. Επίσης η γενικότερη αμφίεση θυμίζει πουλί (φτερά και πούπουλα).
  • Θαμώνας του πολυβασανισμένου νησιού της Μυκόνου (πρόσφατα στον κ. Γαβαλά εδόθη επίσημα εν μέσω πανηγυρισμών, ο τίτλος «αδερφή του Πέτρου», δηλαδή του ετέρου πτηνού που κατοικεί στη Μύκονο).
  • Μεγάλος κύκλος γνωριμιών με περσόνες διεθνούς φήμης (Έφη Θώδη, Βέρα Λάμπρου, Ελένη Λουκά, Ελεονόρα Μελέτη κ.ο.κ) που ασκούν και συναφές επάγγελμα: ακαθόριστο. Οπότε υμνούν ο ένας τη «δουλειά» του άλλου.
  • Εξαιρετικά μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, με αποτέλεσμα να νομίζει ότι είναι χρήσιμος στην ανθρωπότητα και χωρίς αυτόν θα έλθει η συντέλεια (παρεμπιπτόντως, στο μυαλό του η «συντέλεια» είναι η Άντζελα Δημητρίου ντυμένη σε αποχρώσεις Ροζ σηθρού).
  • Όταν βρεθεί πλησίον ατόμου με ίδια γνωρίσματα, συγχύζεται αλλάζοντας πολλαπλά χρώματα με επικρατέστερο το πράσινο (παρεμπιπτόντως, το κανονικό του χρώμα είναι το σκατουλί του σολάριουμ).

Επικρατέστερη μέθοδος αντιμετώπισης των εν λόγω ατόμων, είναι η πλήρης αποφυγή οιασδήποτε συναναστροφής του ιδίου ή του κοινωνικού του κύκλου. Επαφές, έστω και σε μικρές δόσεις, μπορούν να αποβούν μοιραίες, με μεγαλύτερη παρενέργεια την έντονη επιθυμία για οριστική μετακόμιση στη Μύκονο (Βόρεια).

γαβαλάκης

Το όνειρο κάθε γαβαλάκη,
είναι να γίνει Βουγιουκλάκη…

(από Khan, 28/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(... ο λόγος το λέει, έτσι;)

Παθητική φωνή του γαμάω, βλ. ορισμό. Επίσης πρβλ. την μεγάλη (αλλά όχι πλήρη) καταχώρηση του Τριανταφυλλίδη. Παρακάτω συμπεριλαμβάνω τόσο σλανγκ όσο και μη σλανγκ σημασίες, για λόγους πληρότητας.

γαμιέμαι

1. Πρώτον και κύριον, κάνω σεξ δεχόμενος /-η διείσδυση. Κάνω σεξ με ρόλο παθητικό, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό στο μυαλό του καθένα που χρησιμοποιεί το ρήμα.

i. - Α, φιλενάδα, εμένα όταν γαμιέμαι μου αρέσει να μου χαϊδεύει το στήθος και να με τραβάει από τα μαλλιά...
- Πώς δηλαδή;

ii. - Μπαίνω μέσα και τον πιάνω να γαμιέται με τον κολλητό του!
- Ουγκχ... Ε τον Μπάμπη...Πούστηδες και παλικάρια γίναμε μαλλιά-κουβάρια...

iii. - Στις τουαλέτες του Skandinavik έχω κάνει αμαρτίες εμένα που με βλέπεις...
- Μωρή! Γαμήθηκες σε τουαλέτα;
- Όχι, αλλά κάτι τσιμπουκάκια τά ’χω πάρει...

2. Κάνω σεξ ασχέτως «ρόλου», τόσο για άντρες ή γυναίκες, ετεροφυλόφιλους ή ομοφυλόφιλους. Κυρίως στον πληθυντικό.

- Μ’ αυτήν την γυναίκα την είχα καταβρεί, ίσως ήτανε χημεία, δεν ξέρω. Γαμιόμασταν συνέχεια και γουστάραμε, πέντε λεπτά να μας άφηνες, θα ορμούσαμε ο ένας στον άλλο. Ήταν μια περίοδος που κλεινόμασταν στο σπίτι και βγαίναμε μόνο για προφυλακτικά.

3. Έχω μια σεξουαλική σχέση με κάποιον ή κάποια. Η νοηματική έμφαση στο σεξ ενίοτε υποχωρεί, κυρίως όταν μιλά κάποιος σαν αντικειμενικός παρατηρητής. Τότε σημαίνει απλώς την «ερωτική» σχέση δύο προσώπων, οπωσδήποτε και σεξουαλική, αλλά όχι μόνο. Η εξειδίκευση και ο τυχόν ηθικός χρωματισμός που προσδίδει ο ομιλών διακρίνεται στα συμφραζόμενα (συν/μο: τραβιέμαι).

i. - ... την περιπτερού έμαθα ότι τότε την πηδούσε ένας σερβιτόρος απ’ το μπαράκι απέναντι, αλλά μετά τους έπιασε στα πράσα η γκόμενά του και το διαλύσανε. Τώρα γαμιέται μ’ ένα μυστήριο τυπάκι με ένα μπλε Λαγκούνα και...
- Τι μπλε λαγκούνα και μπλου λαγκούν! Πού νοίκιασες σε ρώτησα, όχι τα σεξουαλικά της γειτονιάς σου!

ii. - Την πρώτη μου δουλειά έτσι την είχα πιάσει, επειδή ο φάδερ μού ’κοψε το χαρτζηλίκι.
- Γιατί;
- Ε, τότε γαμιόμουνα με μία από το φιλοσοφικό και είχα γράψει εξεταστικές και βιβλία στ' αρχίδια μου...

iii. - Για πες, στην πολιτική δικονομία με ποιον να κάτσω για αντιγραφή;
- Ή με τον Μπονάντζα, ή με την Μαίρη, και οι δυο δυνατοί είναι.
- Ποια Μαίρη, την ψηλή;
- Όχι την ψηλή, την άλλη, αυτήν που γαμιέται με τον Γιώργο τον πασπίτη.
- Α, οκ.

4. Είμαι άντρας ομοφυλόφιλος, είμαι πούστης, κυρίως ως επισήμανση μεταξύ τρίτων για τον σεξουαλικό μου προσανατολισμό.

- Αυτόν τον Χαρίλαο πώς τον κόβεις, γαμιέται;
- Το σηκώνει το σακάκι, χαλαρά.

5. Ξηγιέμαι σκάρτα. Αθετώ υπόσχεση. Δεν ανταποκρίνομαι σε δικαιολογημένες προσδοκίες. Εμφανίζω καταστροφικά προβλήματα (ιδίως για άψυχα).

i. - Λοιπόν, εγώ από βδομάδα θα λείπω, να ξέρεις...
- Τώρα γιατί γαμιέσαι; Πήρα εγώ ποτέ άδεια σε τέλος εξαμήνου; Όλες τις εγγραφές εγώ θα τις κάνω δηλαδή;

ii. - Να σου πω, δεν την κάνεις την μετακόμιση το άλλο σουκού γιατί μου βγήκε μια δουλίτσα;
- Μη γαμιέσαι, αφού μου τα μιλήσαμε. Ή μιλάμε ή κλάνουμε. Έχω ήδη κανονίσει με το φορτηγό, τι θα τους πω τώρα;

iii. - Το βράδυ πάμε για κάνα ποτάκι;
- Άρχισες τα δικά σου ρε υποσχεσάκια; Αφού πάλι θα γαμηθείς και θα την κάνεις με ελαφρά πάνω στο καλύτερο...

iv. - Να φέρω ταινιούλα να δούμε σπίτι σου;
- Άσε καλύτερα γιατί το πισί μου γαμιέται συνέχεια, μια το ντιβιντί, μια η κάρτα γραφικών, σου σπάει τα νεύρα.

6. Ιδίως σε στιγμιαίους χρόνους: ξεκωλώνομαι, παρουσιάζω μεγάλη κωλοφαρδία σε μια κατάσταση, στέκομαι ιδιαίτερα τυχερός.

- Πώς πάει το παιχνίδι;
- Ε πώς να πάει, γαμηθήκανε στα τρίποντα οι άλλοι, νταμπλ-σκορ μας έχουνε...

7. Υβριστικά, χωρίς κυριολεκτική σημασία (όπως όλες οι βρισιές). Η ευρεία διάδοση της χρήσης αξίζει μιας μικρής ανάλυσης:

i. Στην προστακτική, συνήθως ακολουθώντας επιφώνημα. Βλ. άι γαμήσου, άντε και γαμήσου.

- Πού ’ν’ τα δελτία ρε σκουλήκι;
- Άντε γαμήσου ρε λαχαναγορίτη, μπινέ.

ii. Στην οριστική ενεστώτα.

- Για μίλα ρε σκατόφλωρε να δούμε πώς μιλάς!
- Γαμιέσαι ρε μουνί!

iii. Σε δευτερεύουσα τελική πρόταση, εξαρτώμενη από ρήμα κίνησης.

- Εγώ πάντως πιστεύω ότι μπορούμε να τα βρούμε και...
- Να πα’ να γαμηθείς! Δεν έχουμε να βρούμε τίποτα.

iv. Σε παγιωμένες φράσεις: δε γαμιέσαι (λέω ’γω);, δε γαμιέσαι να κάνεις καριέρα;, δε γαμιέσαι ν’ ασπρίσεις;, άντε γαμήσου ρε να βγάλεις όνομα, γαμήσου παραπέρα, ιά και γαμήσου, σάλτα και γαμήσου, σάλτα και γαμήσου και φέρε μου τα ρέστα, τράβα γαμήσου και φέρε μας και τις εισπράξεις, όταν γαμιέσαι κουνιέσαι;.

8. Εξαντλούμαι, εξουθενώνομαι, καταταλαιπωρούμαι από κάτι. Παθαίνω ζημιά. Συντρίβομαι ψυχολογικά.

i. - Γιατί είσαι έτσι ψόφιος;
- Γαμήθηκα όλη μέρα στους δρόμους να βρω φορτιστή γι’ αυτήν μπαχατέλα.

ii. - Γεια χαρά, τι κάν-
- Αυτά τα pivot tables στο excel πώς στον πούτσο γίνονται; Έχω γαμηθεί από το πρωί, έχει πάει έντεκα και αύριο υποτίθεται ότι έχω παρουσίαση. Τα νεύρα μου, τα χάπια μου κι ένα ταξί να φύγω...

iii. - Μού ’βαλε ο εγκληματίας νοθευμένη βενζίνη και γαμήθηκε ο κινητήρας, βγήκε τελείως οφ.

iv. - Φίλος πάρε ένα μπουκαλάκι κι έλα από ’δω...
- Όπα ρε, ηρέμησε. Τι παίχτηκε;
- Εκεί που καθάριζα όμορφα κι ωραία τα ντουλάπια μου, βρήκα ένα άλμπουμ με φωτογραφίες της... Γαμήθηκα...

9. Αφοσιώνομαι σε κάτι με εντατικούς ρυθμούς, τρέχω με κάτι. Φτάνω στην υπερβολή με κάτι.

i. - Τι κάνεις αυτήν την περίοδο;
- Τίποτα φίλε, γαμιέμαι στην δουλειά, έχω μπει στο τριπάκι και γουστάρω αλύπητα.
- Μαζόχα...

ii. - Με τα φωτοβολταϊκά που έλεγες εντάξει;
- Μπα, ακόμα γαμιέμαι με τις προθεσμίες και τα κωλοδικαιολογητικά.

iii. - Πώς περάσατε χθες;
- Άστα, κωλοτρυπίδι έγινα, πάλι γαμηθήκαμε στα σφηνάκια με τους άλλους τους κοπρίτες...

10. Σε φράσεις (μη υβριστικές):

i. Λεξικογραφημένες στο slang.gr: Δε γαμιέται / να πα να γαμηθεί / δεν πα να γαμηθεί, γαμιέται ο Δίας, δε γαμείς που δε γαμείς, δε γαμιέσαι να γαμήσουμε κι εμείς;, εκεί που γαμιούνται οι αράχνες, υπόθεση γαμιόμαστε, οικογένεια γαμιόμαστε, χανόμαστε - γαμιόμαστε ένα και το αυτό, τώρα γαμιέσαι χαίρεσαι, στην γέννα θα τα πούμε / γαμιέσαι κόρη χαίρεσαι, μα θα 'ρθει η γέννα και θα δεις, μάθαν ότι γαμιόμαστε, πλακώσανε κι οι γύφτοι / κι οι Βλάχοι ή έμαθαν που γαμιόμαστε μας ήρθαν κι απ’ τη Σάμο / κι απ’ τη Χίο.

ii. άι γαμήσου!: Έκφραση κατάπληξης μπροστά σε κάτι που μας αφηγούνται (συν/μο: άι στο διάλο!). Ενίοτε και ειρωνικά.

a. - Τά ’μαθες για τον τμηματάρχη; Τον παίρνει!
- Ά(ει) γαμήσου!
- Εγώ όχι, αυτός στάνταρ.

b. - Εσύ τό ’ξερες ότι ο Σούπερμαν είναι ο Κλαρκ Κεντ;
- Άι γαμήσου! Σοβαρά;

Τέλος, βλ. και: τραβογαμιέμαι, γαμημένος, κακογαμημένη, στραβογαμημένη, ναι το γαμημένο, γαμιοντουστάντενε.

11. Στον πληθυντικό και σε στιγμιαίους χρόνους: μετέχω σε συμπλοκή, φραστική ή με χειροδικίες, από την οποία κανείς από τους συμμετέχοντες δεν βγαίνει αλώβητος. Εκδηλώνω οργή με αφορμή μια διαφορά μου με άλλον και σκοπό την εκτόνωσή μου, τον εκφοβισμό του άλλου και την οριοθέτηση των θέσεων που δεν σκοπεύω να εγκαταλείψω. Συνήθως σαν απειλή και μάλιστα ακολουθούμενο συχνά από τον τοπικό προσδιορισμό «εδώ μέσα».

i. Από εδώ:
- Βγάλε τη μούρη μου από τα αβατάρ Αλέξανδρε μη γαμηθούμε εδώ μέσα!
- Σπόρε το έχω τρία χρόνια τώρα δε θα το αλλάξω επειδή σου τη βάρεσε. Άντε στη μανα σου τώρα.

ii. Από εδώ:
Η υπομονή μας τελείωσε. Να κόψουν το λαιμό τους και να παίξουν μπάλα. Άντε μη γαμηθούμε καμιά ώρα.

Σ.σ: Γαμήθηκα να τον φτιάξω τον ορισμό, μη γαμηθείτε. :-D

Θεόδωρος Πάγκαλος, "Δε γαμιέσαι πρωί-πρωί". (από patsis, 15/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοινώς ο πούστης άντρας, σύνθετος ορισμός γαμώ + κώλος, δηλαδή ο εκφραστικός όχι κατά βάση θηλυπρεπής άντρας που θα έρθει με αφορμή την παρέα να σου κωλοτριφτεί.

Κοίτα ένα γαμοκώλη να δεις, δε του έφτανε η μαλακία που μας έπαιξε, έπρεπε να μας γαμήσει και από πάνω το μουνόπανο.

Δες καιγαμο-.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified