Selected tags

Further tags

Χρησιμοποιείται στον πολιτικό λόγο για να στιγματίσει αριστερούς, οι οποίοι ταυτοχρόνως υποστηρίζουν τόσο τα δικαιώματα των ΛΟΑΤΚΙ+ όσο και αυτά των μουσουλμάνων. Κατά τους χρησιμοποιούντες την έκφραση (συνήθως δεξιούς της λαϊκής, εθνικιστικής και συντηρητικής δεξιάς και της ακροδεξιάς) αφενός αυτό είναι αντιφατικό, καθώς θεωρούν ότι σε μια συντηρητική μουσουλμανική κοινωνία οι ΛΟΑΤΚΙ δεν θα είχαν δικαιώματα, όπως σε μια δυτική, και αφετέρου οι εν λόγω ισλαμοαριστεροί αποτελούν απειλή για την κοινωνία με δύο διαφορετικούς πλην συμπληρωματικούς τρόπους, υπονομεύοντας την οικογένεια, αλλά και τον αμιγή εθνικό χριστιανικό χαρακτήρα της κοινωνίας. Ο όρος συχνά στιγματίζει τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά εσχάτως και την πολιτικά ορθή κυβερνητική δεξιά της Νέας Δημοκρατίας.

1. Και μας επιβάλλουν μια ισλαμολοατκι μεταμοντέρνα σοβιετία, και μας δουλεύουν πατόκορφα. 2. Φοβάμαι επίσης ότι θα είναι πολιτική ταφόπλακα για τον λιάκο η γραμμή που έδωσε να ψηφισθεί ο ισλαμολοατκι τσύριζα. 3. Άριστα. Με διώξανε οι ισλαμολοάτκι κομμουνόφικοι νεοδημοκράτες και τα ελεεινά πολιτικά δεκανίκια τους.

Got a better definition? Add it!

Published

Χαρακτηρισμός για γυναίκα που κάνει παντρεύεται με ομοφυλόφιλο άντρα για να διατηρήσει για λόγους status την ψευδαίσθηση πως είναι ετεροφυλόφιλος

Είναι γνωστό πως ο Kanye είναι gay (ή έστω bi) και η Kim είναι γένια

Got a better definition? Add it!

Published

Το κουήρι ή κουίρι, είναι μεταγραφή στα ελληνικά της αγγλικής λέξης queer. Μπορεί να δηλώνει:

  1. Γενικά ένα μέλος της κιλότας, έναν ελτζιμπιτή ή μια ελτζιμπιτού
  2. Ειδικότερα, ένα άτομο πολύ ανώμαλο για οποιαδήποτε κανονικότητα: σεξουαλικότητας, φύλου ή άλλης, που ταυτίζεται δηλαδή με τον όρο queer. Ο όρος συχνά αναφέρεται και σε μια γενικότερη ιδεολογία, που έχει και αναρχικές συνδηλώσεις.

Χρησιμοποιείται κυρίως μεταξύ μελών της ΛΟΑΤΚΙ και queer κοινότητας (της Αθηναϊκής, τουλάχιστον) ως θετικός/ουδέτερος προσδιορισμός και δεν έχει αρνητική φόρτιση.

Κάνει παράγωγα όπως κουηρεύω, κουήρεμα (το), κουηρόκοσμος.

Βλέπε και λοξός-ή

Πάλι καλά που ήρθανε και πέντε-δέκα κουήρια στην πορεία, γιατί την δεν άντεχα τόση ματσίλα.

Got a better definition? Add it!

Published

Μέλος της ΛΟΑΤ, γνωστή και ως LGBT, κοινότητας. Λεσβία, γκεί, ομοφυλόφιλος, αμφιφυλόφιλη/ος ή τρανς.

Χρησιμοποιείται όταν δεν ξέρεις τι είναι το άτομο αλλά ξέρεις ότι είναι κουήρι, ή θες να αναφερθείς συλλογικά σε ΛΟΑΤΚ πρόσωπα αλλά θες να το κάνεις με μπρίο και χάρη.

Παράδειγμα: -Θα 'ρθεις το βράδυ; έχει πάρτι στο second skin!
-Τι πάρτι, για ελτζιμπιτήδες;
-Ε ναι, στραπ-ον γιούνικορνζ. Χαμός θα γίνει, έλα!

Got a better definition? Add it!

Published

Ο ομοφυλόφυλος ανήρ

- Είδα τον Αντώνη να χαριεντίζεται με την έτσι. - Άσε ρε τον κούφιο.

Got a better definition? Add it!

Published

Σύντμηση των λέξεων ομοφυλόφιλος και πούστης. Χρησιμοποιείται περιπαικτικά για να καυτηριάσει την πολιτική ορθότητα στο λόγο, αναδεικνύωντας την αντίθεση μεταξύ του πολιτικά ορθού όρου "ομοφυλόφιλου" και του ανεπίσημου και καθημερινού όρου "πούστης", για τον προσδιορισμό κυρίως ομοφυλόφιλων αντρών.

-Αφού τον πούτσο αγαπάς, τι με παιδεύεις με τους όρους αμφιφυλόφιλος, πανηδονιστής και πολυάμορους, ρε ομοφυλόπουστα;

Got a better definition? Add it!

Published

άτομο καταπιεσμένο εσωτερικά

Ο κρυφός ομοφυλοφιλίλος.Αυτος που ζει στρέιτ ζωή και κοροϊδεύει όλους τους άλλους και άλλες.Βγαινει από την λέξη πουστης και στρείδι που περιγράφει το πώς κλείνει σαν στρείδι για να μην αποκαλυφθεί

Got a better definition? Add it!

Published

Ο γκέι στα αρτινά. Απαντά σε θηλυκό γένος κατ'αναλογία προς την "αδελφή".Πιθανότατα από τη λέξη "γκέι" απ' όπου έχει τον ίδιο αρχικό φθόγγο και την -ουέρα, κατάληξη επιτατική - μεγεθυντική της σημασίας κατ'αναλογία προς το "μάνα - μανάρα", "πόδι - ποδάρα" και με τάσεις γιουχαΐσματος με τη χρήση του "ου".
Απευθύνεται στους άρρενες ομοφυλόφιλους που έχουν κάποια υπερβολή στην εμφάνιση και στη συμπεριφορά που τους προδίδει. Με άλλα λόγια είναι υποτιμητική εκδοχή αντίστοιχη της "κραχτής" ή "αδελφάρας ξεγυρισμένης", αυτού που φαίνεται όσο και όπως φαίνεται αλλά δεν ενδιαφέρεται για τα προσχήματα και βέβαια ούτε να το κρύψει ειδικά μεταξύ του κύκλου του που είναι εξοικειωμένος πλέον.

"Πω, ρε μάνα μ', τί'ναι φτούνη η γκουέρα; Φρύδι τσίτα, αποτρίχωση κάργα, χείλη φουσκωτά, λίγο κόκκινα, πουκάμισο λαμέ με λέλουδα, χέρι σπαστό... Κάποιος να βρεθεί να τον μαζέψει μην τον πετύχει κάνας αδερφός του..."

Got a better definition? Add it!

Published

Ο ομοφυλόφιλος ή gay. Χρησιμοποιείται συνήθως για να χαρακτηρίσει αρνητικά αυτά τα άτομα.

Πω μαλάκα, τι λουγρκί είναι αυτό!

Got a better definition? Add it!

Published

Κοινώς ο πούστης άντρας, σύνθετος ορισμός γαμώ + κώλος, δηλαδή ο εκφραστικός όχι κατά βάση θηλυπρεπής άντρας που θα έρθει με αφορμή την παρέα να σου κωλοτριφτεί.

Κοίτα ένα γαμοκώλη να δεις, δε του έφτανε η μαλακία που μας έπαιξε, έπρεπε να μας γαμήσει και από πάνω το μουνόπανο.

Δες καιγαμο-.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified