Further tags

Η κυβέρνηση "εθνικής σωτηρίας" του παρά φύσιν συνασπισμού αριστεριάρηδων Συριζαίων και πcεκαμμένων Έλλήνων απετέλεσε την χαρά του εμπαθούς λημματοδότη. Έχουμε: ΣΑΝΕΛ, τσιπροκαμμένοι, τσιπρόπανο, πρώτη φορά φασιστερά, θεσμόϊκα / θεσμοτρόικα, ραντεβού στα βαρουφάδικα, και ταλιμπάν.

Πέον ωστόσο να σημειωθεί ότι ο επικρατέστερος χαρακτηρισμός στα μουμουέ και τα σόσιαλ δια το περί ίου ο λόγος φαινόμουνο είναι το συριζανέλ.

- "ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ GOV" ονομάζει ειρωνικά η αντιπολίτευση τον "νέο τρόπο στελέχωσης της κρατικής μηχανής, ως σουρεαλιστική μετεξέλιξη του "Open Gov". ("Δύσκολη η μοιρασιά των θέσεων σε 'ημέτερους'", ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 3/6/2015)

- Ο κατάλογος των πραγμάτων για τα οποία επιδεικνύουμε ανεξήγητο μιθριδατισμό είναι τεράστιος κι ας ζούμε μόλις 70 μέρες τους πειραματισμούς των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ (εδώ)

- «Η χώρα καταρρέει κ οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ τακτοποιούν τους πελάτες τους! Χωρίς κοστολόγηση από λογιστήριο έκαναν δέκτες δεκάδες βουλευτικά αιτήματα», έγραψε ο κ. Βρούτσης. (εκεί)

- Όποιος δεν στηρίζει Συριζανέλ είναι προδότης (παραπέρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος αναφέρεται στη διαδικασία κατά την οποία κάποιος/α δροσίζει τον πρωκτό του/ης, με σκοπό να δώσει μια αίσθηση φρεσκάδας και καθαριότητας στον εαυτό του/της. Η διαδικασία λαμβάνει χώρα συνήθως σε τουαλέτες, καθώς θεωρείται προσωπική στιγμή ισάξιου μεγέθους με την αφόδευση και περιλαμβάνει ελαφρό βρέξιμο του πρωκτού ακολουθούμενο από το ανάλογο σκούπισμα. Ενδείκνυται σε συνθήκες έντονης εφίδρωσης.

Σε επίσημο δείπνο:

-Κύριοι, θα με συγχωρέσετε για λίγα λεπτά, αλλά πρέπει να φρεσκάρω την κωλοτρυπίδα μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καγκουροποιό στοιχείο είναι ο τύπος ο οποίος έχει μπλεξίματα με το νόμο. Η τάση του να επιδεικνύεται συνεχώς τον ωθεί σε παραβατικές συμπεριφορές ώστε να τραβήξει την προσοχή των άλλων.

Η αστυνομία συνέλαβε καγκουροποίο στοιχείο, το οποίο διατάρρασε εν ώρα κοινής ησυχίας τη γειτονιά, επιδεικνύοντας το κωλοφτιαγμένο του αυτοκίνητο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Παράκτια μέθοδος ψαρέματος. Γίνεται με βάρκα ή με αδιάβροχη ειδική στολή. Βραδυνές ώρες με κάλμα (ήρεμη) θάλασσα, «λάδι» που λένε, να μην έχει καθόλου αέρα δηλαδή, για καλύτερη ορατότητα. Απαραίτητος εξοπλισμός στο πυροφάνι είναι η λάμπα υγραερίου ή πετρελαίου αλιείας και το καμάκι.

  2. Καψόνι στον στρατό όπου περιλούζουν οι παλιοί ένα κομμάτι χοντρό χαρτί ή ένα ρολό χαρτί τουαλέτας (στην πιο hardcore εκδοχή του καψονιού) και το τοποθετούν ανάμεσα στα δάχτυλα των ποδιών κατά την ώρα της ανάπαυσης του νέου. Θέλει ιδιαίτερη προσοχή αφενός μεν να μην γίνει σε τελείως στριμμένο νέο ή σε στιγμή έντονης συναισθηματικής φόρτισης του νέου (στέρηση εξόδου, μετά από έντονες αγγαρειομαχίες κτλ), αφετέρου δε να μην γίνει αντιληπτό από κάποιον λίαν υπηρεσιακό καραβανά και πέσει καμπάνα στα λελέδια.

  1. - Μας ταλαιπώρησε ο καιρός χθες αλλά μας αποζημίωσε αυτό το μεγάλο έτσι;
    - Ναι αυτό το χταπόδι ήταν απ' τα μεγαλύτερα που έχουμε πιάσει, 2 καμάκια του ρίξαμε για να το ξεκολλήσουμε!

  2. - Το πυρπόλησα χθες τον [...], το πουστόνεο. Του' κανα πυροφάνι.
    - Και δεν σε έδωσε στον λοχαγό ρε λέουρα; Είσαι μορφή!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το «χαχαα» είναι αποτέλεσμα βιασύνης και έντονου ενθουσιασμού στον ψηφιακό κόσμο.

Όταν κάποιος θέλει να απαντήσει γελώντας σε ένα αστείο που του γράψανε σε μήνυμα στο κινητό ή σε κάποιο μέσο κοινωνικής δικτύωσης, απαντάει πολλές φορές με το «χαχαα», καθώς από την βιασύνη του ξεχνάει το «χ» και δεν δημιουργείται το διάσημο «χαχαχα».

Το «χαχαα» επίσης συναντάται με την εξής μορφή: «χαχαχαχααα».

Chat στο Facebook:
- Ήτανε 2 πακιστανοί....
- Αυτό;
- Ναι.
- Χαχαα (ή «χαχαχαχααα»).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπορεί να χαρακτηριστεί μπαμπαδισμός και σεφερλισμός, πάντως ακουγόταν στις αρχές της δεκαετίας του 2000. Προφανώς από το are you serious;

- Θέλω το αυτοκίνητό σου να πάω σε έναν γάμο στην Κόρινθο.
- Are you syrious or palestinious;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επί τόπου. Με λογοπαίγνιο με το πέος (και καλά «επί το πέος») και με ένα χμου καθαρεύουσας («επιτοπίως»).

Να μου το φέρεις εδώ, επιτοπέως!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν μπορώ άλλο, χιλιάδες φορές πάνω στη βιαστική δακτυλογράφηση έχει γίνει αυτό το λάθος που όμως βγάζει και νόημα, τείνω το πέος, κι εφόσον τόσες και τόσες μαλακίες λήμματα έχει το σάη -καλώς ή κακώς-, το ανεβάζω για να ησυχάσω, θάψτε με ελεύθερα και μετά θα το κατεβάσω, μην ανησυχούτε.

- Δεν σου αρέσει αυτό που σου πεοτείνω;

- Απο Μάνο Χατζιδάκη σου πεοτείνω το βιβλίο ο Καθρέφτης Και Το Μαχαίρι.
(εδώ)

- Ακόμα ένα βιβλίο διάβασα με τίτλο «Κι ο έρωτας εξ αποστάσεως» του Χαιν Κριστόφ το οποίο πεοτείνω ανεπιφύλακτα. (εκεί)

- ΨΗΦΙΣΕ ΥΠΕΡ ΣΕ ΠΕΟΤΑΣΗ ΓΙΑ ΝΑ ΧΑΡΙΣΤΟΥΝ ΤΑ ΧΡΕΗ ΤΩΝ ΟΜΑΔΩΝ(ΠΑΕ) ΣΤΗΝ ΕΦΟΡΙΑ.ΤΗΝ ΩΡΑ ΠΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΝΟΙΚΟΚΥΡΙΑ ΠΛΗΤΙΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΑΔΙΚΟ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΟ ΚΑΙ ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ ΝΑ ΠΛΗΡΩΣΟΥΝ ΚΑΙ ΑΠΕΙΛΟΥΝΤΑΙ ΜΕ ΚΑΤΑΣΧΕΣΕΙΣ...
(παραπέρα)

(από MXΣ, 18/09/12)(από MXΣ, 18/09/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που παράχθηκε και χρησιμοποιείται (περισσότερο) από χαζά 14χρονα, που γράφουν το «τι κάνεις μωρό μου» κάπως έτσι: «t knc mwlo m;», και θέλουν να δηλώσουν ότι αστειεύονται, ότι κάνουν πλάκα δηλαδή.

- Ρε!
- Τι;
- Ρε έχασα την αγαπημένη σου μπλούζα, αυτή που μου δάνεισες...
- Τιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιι;
- Χαχα έλα ρε πλακίζω! Ορίστε εδώ είναι, πάρτη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απλό ρήμα, αποτελούμενο από το λολ / λωλ (αγγλ. lol, δηλ. laughing out loud) και την κατάληξη -άρω, και στη γλώσσα του διαδυκτίου σημαίνει γελάω.

Η χρήση του λολάρω (τουλάχιστον στον γραπτό ιντερνετικό λόγο) εκφράζει την κυριολεκτική κατάσταση γέλωτος, στην οποία βρέθηκε ο χρήστης αφού είδε ή διάβασε κάτι που θεωρεί αστείο, και διαφοροποιείται από το απλό λολ ή lol, που πλέον χρησιμοποιείται καταχρηστικά και σχεδόν μετά από κάθε πρόταση, χωρίς να δηλώνει απαραίτητα την διάθεση του χρήστη να γελάσει.

Όσον αφορά τον προφορικό λόγο, το λολάρω χρησιμοποιείται από τον ομιλητή όταν θέλει να δώσει έναν τόνο ειρωνείας στην απάντησή του προς το, όχι και τόσο πετυχημένο, αστείο του συνομιλητή του (π.χ. να λολάρω τώρα ή μετά;). Αντιθέτως το λολ ή lol σημαίνει ότι ο χρήστης γελάει από ευγένεια, χωρίς να συνοδεύεται απαραίτητα από ειρωνεία, δοκιμάζοντας, κατ' αυτόν τον τρόπο, την νοημοσύνη του συνομιλητή, αλλά και την δική του ευγένεια, με την προφανή δήλωση ότι είναι ευγενικός που δεν γελάει ακριβώς (αντ' αυτού λολάρει).

  1. Στο Highlander είναι ο McCloud με μια γκόμενα σε ρομαντικό δείπνο υπό το φως των κεριών, και κρατάνε από ένα ποτήρι μπράντυ στο χέρι. Σε κάποια φάση ρωτάει η γκόμενα: «Shall we have a toast;». Και μεταφράζει ο μάγκας στους υπότιτλους:«Θες ένα τοστ;» Λολάρω κάνα 5λεπτο λέμε.... (Από εδώ)

  2. αφασία ειναι τα ανεκδοτάκια ειδικά αν τα ακούς από προικισμένο αφηγητη …στο internet βεβαια χάνουν αρκετή από την γοητεία τους αλλά εγώ και έτσι λολάρω. (Από εδώ)

  3. λολολολολ! λολάρω, δεν μπορώ να κάνω κάτι άλλο, βλέπω απο τον μικρό μου αδερφό παιδιά... άστε βράστε είναι η εκπαίδευση πλέον... (Από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified