Το λήμμα αυτό αποτελεί μια απόπειρα καταγραφής των συνηθισμένων αργκό ή απλώς καθημερινών εκφράσεων που χρησιμοποιούνται σε διάφορες περιστάσεις χαιρετισμού, πχ τηλεφώνημα, συνάντηση στον δρόμο, κλπ.

Θα χρειαστεί η συνεισφορά σας οπωσδήποτε, όπως έγινε και σε άλλα λήμματα (πχ γαμοσλανγκοτέτοια (= σλανγκογραμματική), πούστης κλπ).

disclaimer: είμαι εντελώς τελείως άσχετη από χεσεμές καθότι δεν το 'χω, επιπλέον δεν τσατάρω, οπότε όλα τα καλωσορίσματα κλπ μέσω κινητού ή τσατ δεν τα ξέρω, άρα προσθέτετε αβέρτα στα σχόλια, και μετά θα τα χώνω μες το λήμμα.

α. χαιρετισμός
Έλα...
Πώς πάει; / Πώς πάμε;
Τι κάνεις;
Τι γίνεται; / Τι έγινε;
Τι νέα; / Κανα νέο; / Τα νέα σου
Κομόν σαβά;
Όλα καλά;
Γερός, δυνατός;
Τι φκιάνζ;
Τι κάμνεις;
Τι κλάνεις;
Τι λέει;
Πού 'σαι;
Πού 'τσαι;
Πούτσουνα;
Μάκια μάκια όπα όπα
Καυλώστονα!
Καλώς τ' αρχίδια μας τα δυο (που κάνουν σαν καμπαναριό)
Καυλημέρα / καυλησπέρα

β. απάντηση
Άς τα λέμε
(Να,) Εδώ
(Όλα) Καλά / καλάααα...
Καλά μωρέ
Κυριλέ
Τα γίδια
Τσουλάει
Ήσυχα
Γενικά / γενικώς Νταξ μωρέ
Όλα παλιά
Ζω
Χαλαρά
Μια χαρά χαράδρα

γ. η συνέχεια
δεμελές
δεμελέρε
τι άλλα (νέα);

δ. κλείσιμο
Αυτά μωρέ
Καλά τότε
Μιλάμε
τα λέμε
τα λέμε λέιζερ
τα λέμελε
τα μελέ μελομακάρονα
μάλιστα
γεια χαράδρα
καβληνύχτα

ε. συνδυασμός
- Έλα, πώς πάει, τι γίνεται, όλα καλά; - Καλά μωρέ, εδώ, τσουλάει.
- Δεμελές, τι άλλα νέα;
- Τίποτα μωρέ, ήσυχα.
- Καλά, τα λέμε λέιζερ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα κομμέ είναι μια διάλεκτος παρόμοια με τα ποδανά σε ό,τι αφορά τη χρήση της. H ίδια η λέξη είναι η κομμέ version της λέξης «κομμένα».

Και εδώ τα χρησιμοποιούμε για να μη μας πάρουν χαμπάρι, αλλά το θέμα παίζει αλλιώς εδώ. Παίρνουμε τη λέξη που θέλουμε και την κόβουμε στην πρώτη συλλαβή συνήθως, ή όπου αλλού βολεύει προς αποφυγή μπερδέματος. Άμα τα συνδυάσουμε με τα ποδανά στον προφορικό λόγο, τότε το αποτέλεσμα είναι απλά ούμπερ!

  1. Ο Τα(κης) είπε ότι θα φέρει το κο(κό –κόκα δηλαδή) το βρά(δυ) για να γίνει σκηνικό...

  2. — Παίζει ο σφαγμέ(νος) ο ά(σσος);;
    — Μόνο ο διπλός ο νόζις.

  3. Και μου λε(ει) η μεναγκό δε γουστά(ρω) και τέτοια... Ε, α γαμή και λε πουλέ της λέω. Λασκύ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αργκοτικός σχηματισμός της προστακτικής ενικού στην ενεργητική φωνή, για (υπερδισύλλαβα) ρήματα που λήγουν σε -ώνω.

Τα πιο συνηθισμένα, που έχουν παγιωθεί ευρύτατα ώστε να στέκουν και εκτός αργκοτικών συμφραζομένων, είναι τα εξής: τσάκω από το τσακώνω, πλέρω από το πλερώνω/πληρώνω (να μη συγχέεται με το πλερώ), σήκω από το σηκώνω (να μη συγχέεται με το σήκω της μεσοπαθητικής φωνής).

Ο σχηματισμός εξηγείται πιθανά ως εξής: τσάκωσε/τσάκωνε > τσάκωσ'/τσάκων' (έκκρουση του έψιλον) > τσάκω (αποβολή και του συμφώνου για λόγους ευφωνίας).

  1. — Εσείς τι θα πάρετε κύριε;
    Ο τύπος γυρίζει το κορμί του, μονοκόμματα σαν το λύκο, πάνω στη καρέκλα του και μου ρίχνει την βόμβα!
    Τσάκω... μια πράσινη!!!
    (από το μπίαρ τζι αρ)

  2. [...] Πιάσε το βαζάκι. Κατέβασε το παντελόνι σου. Κατέβασε την κυλότα σου. Σκύψε. [...] Σήκω το καπάκι. [...] Βύθισε δύο δάχτυλα της επιλογής σου μέσα στη βαζελίνη. [...] (από το φόρουμ του χίπ χόπ τζι αρ)

  3. Πλέρω τώρα Πιτσιρίκε: Πρόστιμο ύψους 3.000 ευρώ επέβαλε το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης (ΕΣΡ) στο ραδιοφωνικό σταθμό «Σκάι» για την εκπομπή του «πιτσιρίκου». (από ιστολόι)

  4. ΕΚΦΩΝΗΤΗΣ: Προσποίηση, δεύτερη προσποίηση, τζάμπ σούτ... και τάπα!
    ΑΓΑΝΑΚΤΙΛΑΣ: Ε κάρφω το το γαμίδι ρε κρέας, τί τζάμπ σούτ και μαλακίες κάτ' απ' το καλάθι!...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μόριο της αργκό και διαλέκτων της ελληνικής, που προτάσσεται σε ρήμα: α το κάνουμε, α σου δείξω εγώ, α δε ξέρεις μή μιλάς. Προέρχεται είτε από το θα ή το να, είτε από τον σύνδεσμο αν.

Ειδικά για την περίπτωση των θα/να

Στην εδραίωση του α στον προφορικό λόγο (σπάνια να το αναγνωρίσει ή να το σεβαστεί κανείς σε κείμενο) συνέβαλε φαίνεται δραστικά η πολύ συχνή σημασιολογική ταύτιση των θα και να, ωστε ενδεχόμενη αμφισημία του (τί δηλώνεται, μέλλοντας χρόνος ή υποτακτική έγκλιση;) να αποκλείεται:

— Τί θα κάνουμε τελικά αγάπη μου; Θα πάμε το βράδυ επίσκεψη στους Πρηξοβιολάκηδες;
— Α πάμε, ξέρωγω;...

Αυτός είναι και ο λόγος που σηκώνει, απ' ότι καταλαβαίνω, να το θεωρούμε αυτούσιο μόριο, διαφορετικό από τα άλλα δύο, αλλά και ισότιμο μ' αυτά.

Παραπέρα, χρησιμοποιείται και σε περιπτώσεις όπου η διάκριση μπορεί να κουβαλάει πληροφορία, οπότε το μπαλάκι πάει στα συμφραζόμενα. Για το θα:

— Άσ' τα, καήκαμε! Μπαγλάρωσαν τον Μήτσουλα χθές το βράδυ και τον είχαν στην ανάκριση μέχρι το πρωί.
— Μας έχει καρφώσει λές;
Στάνταρ...
— Πό πό... Και τώρα τί α κάνουμε;

Και για το να:

— Σοβαρά ρε ταλαίπωρε; Η Φώφη πηδήχτηκε με τον Φίφη;...
— Ναί φίλε μου, ναί. Κι' άς την κυνηγούσα επι μήνες. Τί α κάνουμε; Άμα ο άλλος έχει λεφτά πώς να του παραβγείς;...

Στην περίπτωση αυτή πρόκειται περισσότερο για απλό αλλόμορφο του θα ή του να, και για σαφήνεια θα μπορούσε κανείς να το γράφει με απόστροφο: .

Ετυμολογικό σχόλιο

Είναι ενδιαφέρον οτι ο τύπος α ενώνει τους τύπους θα και να, τη στιγμή που έχουν ήδη πολύ στενή ετυμολογική σχέση: σε τυπικά λεξικά βρίσκουμε οτι το μεν προέρχεται από το θέλω ίνα και το δε βέβαια από το ίνα (άσχετο, αλλά συγκρίνετε και με την ετυμολογία του δεικτικού μόριου νά). Είναι λοιπόν πιθανό η τάση αντικατάστασης των θα και να από τον τύπο α να επικρατήσει κάποτε γενικά, και να κλείσει έτσι ένας μακρύς ετυμολογικός κύκλος.

Από την άλλη, ένα τέτοιο σενάριο σκοντάφτει ίσως στην περίπτωση σύνταξης με ρήμα που αρχίζει από φωνήεν: λέμε πιο εύκολα α πάω αντί για θα πάω, παρά α ανέβω αντί για θα ανέβω (όπου προτιμάμε την έκθλιψη, θ' ανέβω).

Ευτυχώς που δεν θα πεθάνουμε ποτέ βασικά, και έτσι θα δούμε τι μπορεί να επιφυλάσσει το μέλλον γι' αυτές τις λεξούλες, που όπου και α κοιτάξεις α τις δεις (τις γλυκές μου!...).

Σημείωση

Το ζήτημα αυτού του λήμματος –που είχα για μήνες στο πρόχειρο και το έφτιαχνα σιγά-σιγά (απομέσα προς τα έξω, που έλεγε κι' ο Γιάννης Νάστας για το στούντιό του μιά ζωή κι' ας έμενε όλο το ίδιο)– το έχει πιάσει πολύ όμορφα και ο εαυτομίσητος: παράλειψη των να και θα.

Παρόλα 'φτά (προσοχή στις απομιμήσεις!), είπα τελικά να τ' ανεβάσω κι' εγώ, μιά και το πιάνω κάπως διαφορετικά, κι' ελπίζω οτι αξίζει τον κόπο. Τα λήμματα άς διαβαστούν συμπληρωματικά.

Από το να/θα:

  • Άκου να δεις, πατέρα, εγώ για μπακάλης εν κάμνω. Ε ρέσει μου εμένα να μαλάζω τα τυριά και τις φρίσες και να σκυλοβρομώ το βράδυ, που πάγω να πιω ένα καφέ. Εγώ [...] 'α βγάλω το Γυμνάσιο κι α φύω... Κι ήβρα και πού 'α πάγω... 'Α πάγω στην Αραπιά και παράδες 'α κάμω και χωρίς τη γρίνα σου θα ζιω. (από χιώτικη αφήγηση, εδώ)

  • Ναι ρε, δεν θά 'χω άλλη δουλειά α κάμω στην Ικαριά, α ψάχνω α βρω ιντερνετ.. ή θαρρείς πως έχω laptop k α το πάρω μαζί μου... (από φόρουμ)

Από το αν:

  • Χαρές δεν είδα στη ζωή / Μοίρα πολύ μεγάλες / κι α φύγω ήντα άλλαξε / σα δε μπατήξω κι άλλες ; (κρητική μαντινάδα, από εδώ)

  • Λίγο ακόμα και να πιαστούνε απ' τα μαλλιά, να μαδήσει η μιά την άλλη. Μα δέν πιαστήκανε. Τα φανάρια είχανε πιά σβήσει, και οι δρόμοι ήτανε σκοτεινοί και έρημοι· και δέν κτυπιέται κανείς ένεκα το φιλότιμο ά δεν είναι κι' άλλοι νοματαίοι μπροστά. (Π. Πικρός, «Σά θα γίνουμε άνθρωποι»)

  • Δέν μπορείς να κυριαρχείς άλλων α δέν κυριαρχήσεις πρώτα τον εαυτό σου. (Σ. Δούκας, «Εις εαυτόν», Φιλιππότης-Ερίννη 2008)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε διάφορες περιοχές της Ελλάδος (π.χ. Ήπειρο, Αρκαδία κ.α.), οι καταλήξεις (είτε ρημάτων, είτε ουσιαστικών) -άσεις, -ήσεις, -ίσεις, -ώσεις προφέρονται με σίγηση του -σ- και μετατροπή του τελικού -ς σε -ζ, λίγο παχύ, από άτομα μεγάλης ηλικίας. Σπάνιο σε νέους, αλλά άμα ακούσετε καναν τέτοιονα, πάρ' τε το μπούλο γιατί θα 'ναι πολύ γύφτουλας.

- Τι βλέπεις παππού;
- Τι να βλέπω; Ειδήειζ βλέπω, παιδάκι μου, ειδήειζ.
- Έγινε τίποτα το σοβαρό;
- Τι να γένει; Όλο παρελάειζ, δηλώειζ, καταπατήειζ... Α, όταν γυρίειζ, φέρε μου ένα πακέτο «Σέρτικα Λαμίας». Και βάλε το παλτό σου μην κρυώειζ. Α, και φόρα καπότα άμα πας να γαμήειζ!

Πρβλ και να βοηθή'εις, αύξη, ζγκατάψυξ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι παλαιοί κουτσαβάκηδες συχνά χρησιμοποιούσαν όπως όπως και λανθασμένα αρχαιοπρεπείς και λόγιες εκφράσεις και λέξεις στο λόγο τους. Έτσι οι λέξεις αυτές αποκτούσαν μια καινούργια δυναμική και ποιητική.

Βλ. και λήμματα στυλιανοπούλου, αντιλαβού, καταλαβού.

Το συγκεκριμένο λήμμα δεν ανήκει βέβαια στην κουτσαβάκικη αργκό, είναι πολύ μεταγενέστερο. Αποτελεί όμως κατάλοιπο ή και συνέχεια αυτής της μεθόδου της αργκό και της πιάτσας, να εκφέρονται δηλαδή με τρόπο αρχαιοπρεπή κάποιες λέξεις.

Mου κάνει για ανύπαρκτος αόριστος β΄, τάχαμου εις την αρχαία ελληνικήν, του δόκιμου ρήματος μαγκεύω (βλ. και ξετσουτσουνεύω).

Λέγεται ειρωνικά σε κάποιον ή για κάποιον που το παίζει [μάγκας]. Εννοούμε δηλαδή να κάτσει στ' αυγά του και να μην κομπάζει, αφού δεν το 'χει γενικώς. Εναλλακτικά, άραξε στα κυβικά σου.

Ο συνηθέστερος τύπος είναι του 1ου πληθυντικού, παρόλο που συνήθως λέγεται για ένα άτομο, βλ. παράδειγμα 1 και 2 αλλά ευρίσκεται και σε άλλες πτώσεις, βλ. παράδειγμα 3.

Όποιος ξέρει πώς κλίνεται το ρήμα στον προπερσυντέλικο, να σηκώσει το χέρι του και θα κερδίσει μια γραμματική του Τζάρτζανου.

  1. - Ε και τι πειράζει που δεν έχουμε ξανακάνει δουλειά με νυχτερινά κέντρα. Θα μπούμε στο κόλπο με φόρα και θα τους πάρουμε και τα σώβρακα.

- Ώπα, εμαγκεψάμεν ρε χτεσινέ;

  1. - Εμαγκεψάμεν και ο Παντελής και θέλει να πλακώσει τον Θωμά γιατί λέει του πήδηξε τη γκόμενα. Πού πα ρε Καραμήτρο, ένα μέτρο με τα χέρια στην ανάταση, μιλάμε θα του αργάσει το τομάρι ο μπήχτης ο Θωμάς.

  2. - Και ποιος είσαι εσύ ρε φιλαράκι που κανονίζεις meeting χωρίς την έγκριση της διεύθυνσης;;; Εεεε;;; Εμαγκεψάμην και αποφασίζουμε και διατάσσουμε;;; Εεεε;; Το βράδυ που θα σε δω από κοντά θα σε κάνω ρεμπέτη... Άρχισε να αφήνεις μουστάκι λέμε...

(φόρουμ στο νέτι από http://www.zortal.gr/modules/newbb/viewtopic.php?post_id=58659).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το όλο θέμα ξεκινά σε παλαιότερες εποχές, με την κατάργηση της δοτικής, οπότε και γεννιέται η ανάγκη να βρεθεί νέα λύση εκεί που μέχρι πρότινος χρησιμοποιούταν η συγκεκριμένη πτώση. Έτσι, καθημερινές φράσεις, όπως π.χ. το «λέγεις μοι», παύουν να υφίστανται και η γλώσσα αναζητά έναν νέο τρόπο έκφρασης.

Στην Βόρειο Ελλάδα προτιμήθηκε η αιτιατική ενώ στην Νότιο Ελλάδα η γενική για να δώσουν (σε νεώτερα ελληνικά) «με λες» και «μου λες», αντίστοιχα. Και οι δύο αυτοί τύποι είναι σωστοί καθώς χρησιμοποιούνται κανονικότητα μέσα στους αιώνες από τους Έλληνες. Κατά μίαν άποψη η αιτιατική είναι πιο κοντά στην δοτική οπότε, όσο παράξενο και να ακούγεται, ο βορειοελλαδίτικος τύπος (με λες) θα μπορούσαμε να πούμε πως είναι πιο δικαιολογημένος.

Ο βασικότερος λόγος που σήμερα η σύνταξη με γενική θεωρείται ορθότερη (μου λες), είναι μάλλον επειδή η Νότιος Ελλάδα απελευθερώθηκε πρώτη και η γλώσσα που χρησιμοποιήθηκε στο νέο κράτος ήταν αυτή που μιλούσαν σε εκείνα τα μέρη. Σήμερα, ειδικά μέσω των μέσων μαζική ενημέρωσης, έχει καθιερωθεί γενικότερα ο τύπος με την γενική. Το βέβαιο είναι πως έχει περάσει στο υποσυνείδητό μας ως ο ορθός τρόπος, αν και αυτό όπως είδαμε δεν στέκει πραγματικά.

Παρεμπιπτόντως, δυο από τους λογοτέχνες που έχουν γράψει με τον συγκεκριμένο τρόπο είναι ο Κώστας Π. Καβάφης και ο Αθανάσιος Χριστόπουλος. Ας μην ξεχνάμε το εξής σημαντικό: οι νοτιοελλαδίτες, που εκφράζουν τη δοτική μέσω γενικής λέγοντας «θα σου πω κάτι», «θα της δώσω κάτι», στον πληθυντικό διαπράττουν ακριβώς το «σφάλμα» που καταλογίζουν στα εκ Βορρά αδέλφια τους, και λένε: «θα σας πω κάτι», «θα τους δώσω κάτι». Χρησιμοποιούν δηλαδή αιτιατική! Επομένως, καθαρά από απόψεως ομοιογένειας, τα βόρεια ιδιώματα είναι πιο συνεπή διότι χρησιμοποιούν αιτιατική και στον ενικό και στον πληθυντικό.

- Και με λέει ότι δεν σε έδωσε το κινητό της.
- Τι να με πει και αυτή ρε, πλάκα σπας;

Δες ακόμη: σελεμελές / σελεμελού, θεσσαλονικιώτικα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φαινόμενο του μάγκικου, του πολλά βαρύ και όχι, του μην του μιλάτε το πρωΐ λόγου, έχει ήδη διαφανεί στο λήμμα σούπω, που αξίζει λημματογράφησης ανεξαρτήτως του παρόντος, και συνίσταται στην παράλειψη των μορίων της υποτακτικής και του μέλλοντα. Δίνεται ούτως χροιά μάγκικη στο λόγο.

Το φαινόμενο μάλλον συνδέεται με ντισκούρσους του τύπου «εφτά νομά» και τη γενικότερη ελλειπτικότητα του λόγου που προδίδει τύπο που δεν θα πει πολλά αλλά όταν είναι να κάνει κάτι, θα το κάνει όπως πρέπει.

Εναλλακτικά, τέτοιες λέξεις είναι λογικό να είναι τα πρώτα θύματα στον πόλεμο της βαρεμάρας με τη χρεία, στην διαλεκτική της (χασισό)νταγκλας με τη μερέντα που δεν είναι σε απόσταση βολής (απαράδεκτο για πράκτορες), του μεσημεριανού ούζου το καλοκαίρι με την επόμενη γύρα.

Ενδεχόμενη εμφάνιση του φαινομένου είναι η παράλειψη μόνο του συμφώνου του μορίου και η εκφώνηση ενός βαριεστημένου άλφα που κολλάει με την επόμενη λέξη.

  1. Δανείζομαι παράδειγμα απ' το οικείον λήμμα:
    - Σούπω ρε..
    - Σουπώ εγώ..

  2. - Φίλε μας φέρεις δυο καραφάκια ακόμα και μια καλαμαράκια;
    ή - Φίλε 'α-μας φέρεις δυο καραφάκια ακόμα και μια καλαμαράκια;

  3. - Στρίψεις το επόμενο ρε θείο;

  4. - Για σε δω καλύτερα. Φτού σου κοπελάρα μου, με γεια το ροζ πουκαμισάκι. Το κορδόνι ασορτί;

  5. - Με πετάξεις μέχρι τα Πατήσια;
    - Μου ξεσκοτίσεις τον πούτσο;

  6. - Απόψε 'έ 'α-πάω πουθενά. Έχω ξενερώσει τα βυζιά μου με τους μαλάκες. Δωδ και κάψιμο στο καναπέου.

  7. - Ά-σου πω λίγο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αργκοτικό σχήμα διπλής και καθολικής άρνησης (τον ξέρω αυτόν, είναι μηδενιστής), όπου το μία αντικαθιστά τα τίποτα, καθόλου, σε κάποιες περιπτώσεις το Χριστό (σας) και τις άλλες λέξεις που μπαίνουν σε διπλή άρνηση. Πρόκειται όντως για διπλή άρνηση, καθώς εννοείται ως ευκόλως παραλειπόμενη η λέξη ούτε.

Στα αποσιωπητικά παρεμβάλλεται ρήμα (και μόνον) του τύπου νιώθω και άλλα παρόμοια, όπως σκαμπάζω, την παλεύω, αλλά όχι οιοδήποτε ρήμα, κάτι το οποίο περιπλέκει τον ορισμό.

- Τι σου λέει η Φάροου σαν ηθοποιός;
- Δεν την παλεύει μία.

Δες και μία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένα από τα πιο παραγωγικά και ενδιαφέροντα προθήματα της ελληνικής αργκό, από το ρήμα γαμάω.

Σημασίες

α) Το γαμο- χρησιμοποιείται κυρίως μειωτικά: μπορεί να εκφράζει από ελαφρά υποτίμηση ή απαξία, έως εκνευρισμό, αγανάκτηση και εχθρότητα. Μάλιστα, σε κατάσταση θυμού, χρησιμοποιείται με υπεραυξημένη συχνότητα, εντελώς ανεξάρτητα από το ποιο μπορεί να είναι το δεύτερο συνθετικό.

Με τη σημασία αυτή, ίσως να πρόκειται για την επίσης πολύ συνηθισμένη μετοχή γαμημένος, που κατέληξε για λόγους συντομίας σε πρόθημα. Με την ίδια μειωτική σημασία χρησιμοποιούνται και τα κωλο-, σκατο- και βέβαια η ίδια η μετοχή γαμημένος (συγκρίνετέ τα με το fucking των αγγλικών).

Σχετικές λέξεις που έχουν καταγραφεί στο σάιτ: γαμοπαίδι, γαμοπερίπτωση, γαμόπουστας, γαμόφλαρος (δείτε και στο παράδειγμα).

β) Μπορεί επίσης να παίρνει τη σημασία του από την κυριολεξία του γαμάω και να αναφέρεται δηλαδή στη συνουσία. Στην περίπτωση αυτή μπορεί να αντικατασταθεί κάποιες φορές από το (σαφέστερο) γαμησο-.

Παραδείγματα: γαμογελώ (αμφίβολης χρήσης), γαμολεβιές, γαμοτζάζ, γαμοπιλώθω, γαμοχέρουλα.

γ) Μπορεί τέλος να κληρονομεί δευτερεύουσες σημασίες του ρήματος: γαμοσείρι (γαμάω ως «φέρνω σε δύσκολη θέση»), γαμοσπέρνω (γαμάω ως «είμαι πολύ καλός, ικανός»).

Εξαίρεση στις πάνω περιπτώσεις βλέπω να αποτελεί το γαμωσταυρίδι (και τα συναφή, γαμώχριστοι, γαμωπαναγίδια...), το οποίο μάλλον προέρχεται από απευθείας συμφυρμό του γαμώ και σταυρός από την κλασική υβριστική φράση γαμώ το σταυρό σου –και δέν πρόκειται δηλαδή για προσδιορισμό του σταυρός από το γαμάω (συγκρίνετε με τις επάνω περιπτώσεις).

Φετιχιστικά

Όπως έγραφα και στα σχόλια της γαμοπερίπτωσης, δεν είναι πολλές οι σύνθετες λέξεις στα ελληνικά που ξεκινάν από ρήμα. Στην αργκό ειδικά έχουμε το γλείφω (γλειφομούνι, γλειφοκώλι, γλειφοπούτσι...), το μαδάω (μαδομούνι), το σπάζω/έσπασα (σπαζαρχίδης/σπασαρχίδης, σπασικαύλιος, σπασοκλαμπάνιας), έχουμε και το λαχταράω (λαχταροψώλα) που σχηματίζουν σύνθετα, αλλά σίγουρα όχι πολλά άλλα. (Μπορεί να ισχυριστεί κανείς οτι το κλαψομούνης βγαίνει όχι από το κλάψα, αλλά από τον αόριστο του κλαίω, έκλαψα, αλλά ίσως να το τραβούσε απ' τα μαλλιά.)

Όπως και να 'χει, η περίπτωση του γαμάω, η «γαμοπερίπτωση» αν θέλετε, είναι σίγουρα η πιο καραφλιαστική, μια και στην πράξη συνδυάζεται χωρίς ενδοιασμούς με οτιδήποτε, πολύ πιο εύκολα και από κάθε αντίστοιχο ρήμα στα τυπικά ελληνικά (φιλώ, φέρω, φεύγω/έφυγον, ...).

Και γαμώ τις περιπτώσεις, έτσι;...

ΛΟΥΛΗΣ (βλέπει μάτς με την εθνική): Λούλα;
ΛΟΥΛΑ: ...
ΛΟΥΛΗΣ: Λούλα;... Τί έγινε βρε με το παστίτσιο; Πείνασα!
ΛΟΥΛΑ: ...
ΛΟΥΛΗΣ: Λούουλα;...
ΛΟΥΛΑ: ...
ΛΟΥΛΗΣ: Ρε Λούλα!
ΛΟΥΛΑ: ...
ΛΟΥΛΗΣ: 'Μώ το κέρατό της για γυναίκα, τ' αφτιά της τα πέτσινα μέσα... (Σηκώνεται απ' τη βαθιά αναπαυτική πολυθρόνα στο σαλόνι και πάει προς την κουζίνα. Η ΛΟΥΛΑ λύνει σουντόκου.) Ρε Λούλα, σου μιλάω ρε άνθρωπε του θεού, δέν ακούς;
ΛΟΥΛΑ: Μ;
ΛΟΥΛΗΣ: Τί κάνεις εκεί;!...
ΛΟΥΛΑ (ψιθυρίζει): ...χί σύν ψί, επί μείον χί, μόντουλο εννιά... ίσον... χμ... αχά... α όχι...
ΛΟΥΛΗΣ: Πάναγία μου! Πάλι μ' αυτά ασχολείσαι; Ξέχασες τι είπε βρε ο γιατρός;! Φτού, γαμώ τα γαμοσταυρόλεξά μου μέσα, γαμογιαπωνέζοι κερατάδες κι' εσείς και τα γαμοϋφάσματά σας και το γαμογιέν σας. Φέρ' το εδώ! (Της αρπάζει το περιοδικό απ' τα χέρια και αρχίζει να το τρώει.)
ΛΟΥΛΑ (έκπληκτη): Τ- τί;.. Μή Λούλη! Μή!
ΛΟΥΛΗΣ: Γκνάμ-νιάμ-γκμ-γκνιάμ...
ΛΟΥΛΑ (ξαφνικά, χαμογελάει λυσσαλέα): Τώρα θα δείς! (Ορμάει στον ΛΟΥΛΗ αστραπιαία, και με μία κυκλωτική κίνηση νίντζα τον αρπάζει με τα πόδια απ' το λαιμό, λυγίζει προς τα πίσω, στηρίζεται με τα χέρια στο πάτωμα και τον αναποδογυρίζει· ο ΛΟΥΛΗΣ σωριάζετ' ανάσκελα πάνω στο κιλίμι-προίκα απ' την πεθερά που πάντα μισούσε απ' τα τρίσβαθα της ψυχής του και πέθανε μόλις πέρυσι, οπόταν κι' άρχισε η μανία της ΛΟΥΛΑΣ με τα «σταυρόλεξα»· του κάθεται το σουντόκου στο λαιμό. Σε λίγο, μελανιασμένος, ξεψυχάει. Η ΛΟΥΛΑ κάθεται στο στήθος του και τον παρατηρεί.) Πέθανες;
ΛΟΥΛΗΣ: . –
ΛΟΥΛΑ: Μάλιστα. (Χώνει τα χέρια της στο στόμα του και βγάζει το μασημένο περιοδικό. Το ξετσαλακώνει, το καθαρίζει απ' τα σάλια σκουπίζοντάς το πάνω στη ρόμπα της, και το εξετάζει. Χαλαρώνει τη λαβή απ' το λαιμό του ΛΟΥΛΗ και σηκώνεται.) Μού 'φαγε το μισό σουντόκου ο γαμομαλάκας. Ευτυχώς τα έχω όλα στο μυαλό μου... Χμ... ναί... λοιπόν... μόντουλο εννιά... χί μόντουλο εννιά... όχι-όχι, μ ε ί ο ν χί μόντουλο εννιά... χμμ... (Απ' την τηλεόραση στο σαλόνι ακούγεται ο εκφωνητής ενθουσιασμένος· η Ελλάδα προηγείται.)

(Μίμηση Δανιήλ Χάρμς)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified