Ουσιαστικοποιημένο ρήμα, όπως τα ο σκοτώνω, ο σκοτώνω και δεν πληρώνω, ο γαμώ και δέρνω. Δηλώνει τον άνθρωπο που έχει μεγάλη αίσθηση του δύνασθαι, που δεν μασάει την πούτσα του. Οι τοιούτοι είναι συχνά ακαταμάχητοι στις γυναίκες.

Πάσα: Χότζας.

- Πώς την έχει δει ο κοντοστούπης που την πέφτει στο θεόμουνο; - Γιατί, έχεις πρόβλημα; Αφού είναι ο μπορώ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι χρήσεις αυτής της λέξης έχουν γενικά λεξικογραφηθεί.

Υπάρχουν δύο αδόκιμες εκφράσεις που την χρησιμοποιούν, παράγοντας ένα ιδιαίτερο νόημα. Και στις δύο, το «για» χρησιμεύει για να αποδώσει μια ιδιότητα στο αντικείμενο του ρήματος. Επίσης εννοείται ότι το αντικείμενο του ρήματος μπορεί να είναι οποιαδήποτε προσωπική αντωνυμία β' ή γ' προσώπου (σε, τον, την κλπ).

  1. να/μην σε γαμήσω για + ιδιότητα και πιο ήπια να/μην σε βράσω για + ιδιότητα

    Αναγνωρίζουμε ότι το αντικείμενο του ρήματος έχει την συγκεκριμένη ιδιότητα αλλά ότι δεν ενεργεί σύμφωνα με αυτήν, ότι παρουσιάζει απρόσμενα διαφορετική συμπεριφορά, και μάλιστα σε βάρος μας. Συνήθως μιλάμε για ανευθυνότητα, ανικανότητα, σταρχιδισμό ή αντιεπαγγελματισμό.

    Το ρήμα πάντα σε υποτακτική αορίστου.

    Πηγα να κανω update se 4.1 και εγηνε μαλακια εκανε ρεστορ και τωρα δεν το δεχετε στο itunes λεει οτι δεν υποστηρηζει τον carrier κανεις Πειραια να βοηθησει μην το γαμησω για κινητο

    Από εδώ

    Η πιο συνηθισμένη της μορφή είναι «να σε γαμήσω για παιδί». Η διάθεση μπορεί να είναι από φιλικά πειραχτική μέχρι μετρίως επιθετική, όχι όμως παραπάνω. Η λέξη «παιδί» χρησιμοποιείται χάριν οικειότητας και ανεκτικότητας, περιορίζοντας την σκληρότητα όλης της φράσης.

    - ρε μαλάκα όντως δεν μπαίνει μη μελος στο ελ κλασικο;
    - ναι.
    - ε να σε γαμήσω για παιδί

    Από εδώ (Σ.ς. Ο ομιλών ηθελημένα καθ' υπερβολήν δέχεται ότι για τα άσχημα νέα ευθύνεται ο συνομιλητής του.)

    Να σε βρασω για παιδί Πεμπτη βρηκες δουλέυω αρε μπαγασα και ειδικα Υμηττό γουσταρα μεσα στον Αυγουστο αλλα με τις άδειες δεν ετυχε να μαζωκτουμε...

    Από εδώ

    - Στον Ναπολέοντα στους Καλαρρύτες πήγες ωρέ;
    - που; ποιος;;;;;; ηταν εκει και δεν μουπε να του κανω ενα πορτραιτο;;;;;;
    - Άααααααχ!!! Να σε βράσω για παιδί!!!!

    Από εδώ

  2. σε πληρώνω για άνθρωπο

    Αποδίδει την ιδιότητα του ανθρώπου σε κάποιον ακριβώς για να την αμφισβητήσει δηκτικά. Εννοεί ότι θα πληρώσουμε (και κυριολεκτικά και ως τιμωρία) για βλάβη που επιφέραμε σε κάποιον ενώ φταίει αυτός ο κάποιος· και φταίει σε τέτοιο βαθμό που δεν είναι άνθρωπος, είναι ζώον (με την κλασική υβριστική σημασία).

    Όταν του είπα ότι καλώδιο το άλλαξα πριν μια εβδομάδα και έβαλα FTP καλώδιο μέχρι πάνω,και του προσθέτω ότι για ένα πρόβλημα που υπάρχει πάνω από 15 χρόνια φταίει ένα καλώδιο που υπάρχει 1 εβδομάδα ο θρασύς μου απάντησε δεν ξέρω.Το πως δεν τον πέρασα από την τζαμαρία της πολυκατοικίας να τον πληρώνω για άνθρωπο τον βρωμιάρη.

    Από εδώ

    Οι χρόνοι είναι σημαντικοί: σε ενεστώτα με σημασία μέλλοντα (Μην πεταχτεί πάλι καμιά γειτόνισσα μπροστά μας και μετά την πληρώνουμε για άνθρωπο), σε εξακολουθητικό μέλλοντα (Αν πάθει κάτι ενώ σου κάνει τις επισκευές θα τον πληρώνεις για άνθρωπο), σε υποτακτική ενεστώτα (Και πες ότι παθαίνεις καμιά πνευμονία στην σκοπιά, εγώ δηλαδή μετά [ενν. πρέπει] να σε πληρώνω για άνθρωπο;).

    Δευτερευόντως η φράση χρησιμοποιείται μόνο με την απαξιωτική της λειτουργία, χωρίς να ενυπάρχει ενδεχόμενο βλάβης του ανθρώπου-αντικειμένου του ρήματος.

    Δεν κάνουν τίποτα και μας στοιχίζουν κάθε χρόνο έναν σκασμό λεφτά! Και ρωτάω. Γιατί ρε σαρδανάπαλε να σε πληρώνω για άνθρωπο από την στιγμή που έρχομαι στο γραφείο της υπηρεσίας που δουλεύεις και μου συμπεριφέρεσαι σαν να είμαι μεταλλαγμένος με τσουτσούνι για μύτη και μεταδοτική ασθένεια;

    Από εδώ

Βλ. και το λήμμα α να σε γαμήσω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κυρία, με ηθελημένη «χωριάτικη» (εδώ στην Αθήνα την λέτε βλάχικη) προφορά ώστε να ακουστεί η αντίφαση και να λειτουργήσει υποτιμητικά. Διότι ως κυρία κανονικά χαρακτηρίζουμε την αστή αρχοντογυναίκα που, ανάμεσα σε όλα τα χαρακτηριστικά της καθωσπρέπει συμπεριφοράς της, συγκαταλέγεται και το ότι δεν βάζει στο στόμα της χωριάτικες λέξεις (και χωριάτικα λουκάνικα).

Ανάλογα με τα συμφραζόμενα μπορεί να χρησιμοποιηθεί από λίαν ειρωνικά έως πειραχτικά σε φίλο, αλλά και αυτοσαρκαστικά.

  1. Από εδώ:

Πως με βρίσκεις; Άψογη νομίζω... Κανονικά επειδή δεν μπορώ να του χώσω το στιλό στο λαρύγγι ή μια κλωτσιά στ' αχαμνά, θα έπρεπε να του ρίξω ένα μπινελίκι να το θυμάται. Εγώ όμως κιουρία...

  1. Από εδώ:

- Την ΥΒΕΤ να ρωτήσεις. Αλήθεια τι κάνει αυτή;;;
ΥΒΕΤ: Αυτή;;;;;;;; χα χα Εδω ειμαι καλε μια η εξοχή μια τα πληντήρια που χρονος για τετοια [...]
- Το αυτή σε πείραξε; Καλά, θα σε λέω Κιουρία Υβετ από 'δω και πέρα!

  1. Ετυμολογική παρατήρηση από εδώ:

η προφορά του «υ» έχει επιζήσει σε μερικές ελληνικές διαλέκτους(παλαιά αθηναική, μεγαρίτικη, κυμαίικη, μανιάτικη, κατωιταλιώτικη κτλ), όπου το «υ» προφερέται ως «ου»- σκούλος, σούκο(σύκο). και στην κάτω Ιταλία ως «ιού» π.χ. το «κύρ» ως «κιούρ» βλ.επίθετο Ciurleo>Corleone. Και όχι μόνο σ'αυτες τις διαλέκτους αλλά και γενικότερα έχει επιβιώσει σε λέξεις όπως το «γιούφτος» και το «κιουρία».

  1. Ανέκδοτο από εδώ:

Μπαίνει ένας σε ένα μπαρ, πλησιάζει μία και της λέει:
- Έλα σπίτι μου να πηδηχτούμε μέχρι το πρωί!
Κάγκελο αυτή, αλλά καθότι κιουρία, απαντά σε ανάλογο τόνο:
- Σας παρακαλώ, τι με περάσατε, για καμιά πόρνη;
- Γιατί μωρή, ποιος μίλησε για λεφτά;

Κιουρία Κιουρί (από GATZMAN, 13/10/10)να και το Κιουράκι! (από MXΣ, 30/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published

Μια ειδική περίπτωση του σλανγκικού αυτού σχήματος θα βρείτε στο λήμμα λίγο πιο χαζός και πεθαίνεις. Εδώ θα αναφερθούμε γενικά (χωρίς πολύ ανάλυση, μη σας κουράσω τώρα πρώτη μέρα).

Πρώτα τα παραδείγματα :
[I]
- Και να σου πω, αυτός ο φίλος σου ο Γαβριήλ είναι γκέι;
- Όχι απλά γκέι, πιο γκέι πεθαίνει.

- Καλά ε, μεγάλος μαλάκας ο Αλέξανδρος, από τότε που χωρίσαμε μου στέλνει καθημερινά 460 sms και βάλε.
- Εγώ στα 'λεγα ότι είναι μαλάκας και δεν άκουγες. - Πιο μαλάκας πεθαίνει σου λέω...

- Για πάρε το σφίχτη εκεί που κορδώνεται.. Πιο σφίχτης δεν πάει, μετά πεθαίνει.
[/I]
Μιλάμε λοιπόν για κάποιον που έχει μια ιδιότητα σε υπερβολικό βαθμό. Τόσο που δεν πάει άλλο -η μόνη περίπτωση να πάει κι άλλο είναι και καλά να πεθάνει...

Εντός ορισμού.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατάληξη που σχηματίζει αρσενικό όνομα-χαρακτηρισμό. Ο χαρακτηρισμός που προκύπτει παίρνει τη σημασία του από το πρώτο συνθετικό, το οποίο πρόκειται για ουδέτερο ουσιαστικό που καταλήγει σε -μα, ή σπανιότερα -μο (ο χαρακτήρας πάντα -μ-), και δηλώνει συνήθως πράξη ή ενέργεια. Ένας -ατίας τείνει να κάνει αυτήν την πράξη συχνά, τακτικά, συστηματικά.

Προέρχεται από την γενική πτώση των ουσιαστικών αυτών σε -ατος και το γνωστό παραγωγικό επίθημα -ίας, και φαίνεται ότι στην αργκό έχει διαδοθεί σε έναν βαθμό ως παλαιοελληνισμός, αντί για επιλογές της καθομιλουμένης όπως θα ήταν πιχί το -ατάκιας (< -ατ(ος) + -άκιας). Το -ίας απο μόνο του δεν φαίνεται να λειτουργεί ως επίθημα στην αργκό, αν και υπάρχει ως κατάληξη σε απευθείας σχηματισμούς από θηλυκά που λήγουν σε -ία (αφασίας, παραλίας, σπανομαρίας και άλλα).

Στα παραδείγματα, λέξεις που υπάρχουν ήδη στο σλανγκ τζι αρ.

αραγματίας, γλειψιματίας, πεσιματίας, σκαλωματίας, σπασιματίας, στησιματίας, τσακωματίας, χωσιματίας

Ακόμη: απεναντίας (λογοπαίγνιο με το ομόηχο επίρρημα), επιχρηματίας (λογοπαίγνιο με το επιχειρηματίας), μεγαλολημματίας (λογοπαίγνιο με το μεγαλοκτηματίας)

Matias (από GATZMAN, 16/09/10)Κολλημένος με την... ΑΤΙ (από GATZMAN, 16/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Για λεξικογραφημένες χρήσεις βλ. π.χ. εδώ.

Τραπεζική και επιχειρηματική αργκό. Σημαίνει ότι η τράπεζα σφραγίζει ως «ακάλυπτες» επιταγές που έχω εκδώσει και συνεπώς η ευθύνη μου πια εκτός από αστική (χρηματική) είναι και ποινική. Η τράπεζα αναγγέλλει την σφράγιση στον Τειρεσία, μέσω αυτού ενημερώνονται όλες οι Τράπεζες και, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, αποκλείουν τον εκδότη από άμεση ή έμμεση πιστοδότηση. Σε δεύτερο επίπεδο ενημερώνονται οι πελάτες των τραπεζών που προμηθεύουν τον εκδότη με αγαθά και πράττουν αναλόγως, δηλαδή αρνούνται να αποδεχθούν επιταγές του, κάτι που οδηγεί στο να μην μπορεί αυτός να προμηθευτεί τίποτα αν δεν έχει μετρητά. Και αν είχε μετρητά δεν θα είχε σφραγίσει.

Η σφράγιση είναι η ώρα μηδέν για τον επιχειρηματία. Όλη η προσπάθεια σε μια δοκιμαζόμενη επιχείρηση είναι να μην χάσεις την φερεγγυότητά σου. Και τίποτα δεν φωνάζει πιο δυνατά και ταυτόχρονα πιο απλά και συνοπτικά στην πιάτσα «αφερέγγυος» από την οριστική αδυναμία σου να καλύψεις μια επιταγή.

Για να προλάβω τις δικαιολογημένες αντιρρήσεις στην καταχώρηση του λήμματος, διευκρινίζω το εξής: Το λεξικογραφικό ενδιαφέρον έγκειται στην ενεργητική φωνή και στην παράλειψη του αντικειμένου. Όταν λέω «σφραγίζω», εγώ δεν σφραγίζω τίποτα, ούτε εμένα σφραγίζει κανείς. Σημαίνει σφραγίζουν επιταγές μου. Και μάλιστα χρησιμοποιείται κυρίως ο ενεστώτας για να καταδείξει αυτήν την φάση στην οποία βρίσκεται η επιχείρηση για την οποία μιλάμε.

Συμβολικό ενδιαφέρον υπάρχει στον παραλληλισμό «σφραγίζω» και «σταμπάρομαι», τα οποία συγγενεύουν νοηματικά.

  1. Κλασικός τηλεφωνικός διάλογος μεταξύ τραπεζικών υπαλλήλων της ίδιας ή διαφορετικής τράπεζας:

- Καλημέρα, ο τάδε είμαι από τάδε Τράπεζα, πληροφορίες για έναν πελάτη σας θα ήθελα...
- Ο διευθυντής είμαι, λέγε όνομα...
- Σκορδομπούτσογλου Σταμάτης, εξοπλισμοί καφετερ...
- Σφραγίζει.
- Τι;
- Σφραγίζει. Τέλος. Πάπαλα. Τρία τεμάχια χθες από το γραφείο συμψηφισμού και δύο του σφράγισα εγώ ο ίδιος στο Κατάστημα.
- Ευχαριστώ... Α ρε Παναή, πάλι δολάρια Λιμνούπολης σου πασάρανε...

  1. - Έλα ρε, από Λάρισα σε παίρνω, να κάνουμε έναν έλεγχο στον Τειρεσία;
    - Δημήτρη αυτά τα πράματα δεν γίνονται από το τηλέφωνο, φυλακή θα με βάλεις καμιά μέρα. Θά ’ρθει επιθεώρηση της Τράπεζας της Ελλάδος και θα με ρωτάει για τα ΑΦΜ που ψάχνω. Τεσπά, ακούω, λέγε.
    - Ταδόπουλος Α.Ε., βιομηχανία ζωοτροφών...
    - Ο Γιώργος ή ο Γιάννης;
    - Ο Γιώργος.
    - Δεν χρειάζεται να το ψάξω καν. Άμα είναι ο Γιώργος είσαι οκ, λίρα εκατό. Μόνο πρόσεξε να είναι ο Γιώργος γιατί ο άλλος σφραγίζει. Πόσα;
    - Είκοσι με εξάμηνες.
    - Απ’ τ’ ολότελα...

  2. [Σε παρελθοντικό χρόνο]
    - Τι θα γίνει με τον θείο σου; Θα τον βάλεις στο μαγαζί ρε άχρηστε;
    - Και τι να τον κάνεις; Σφράγισε κι αυτός, πάει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Aν βγείτε έξω και περάσετε ένα δεκάλεπτο παρέα με Αλβανούς ή άτομα που κάνουν παρέα με Αλβανούς θα ακούσετε περίεργες λέξεις όπως «ταβέ» «πίδι» «κουρβ» και άλλα πολλά. Επειδή λοιπόν οι Ελληνικές βρισιές δε μας αρκούν είπαμε σαν λαός να κάνουμε λίγο τούτι-φρούτι το υβρεολόγιο μας προσθέτοντας βρισιές της γειτονικής χώρας. Παρακάτω αναγράφω τις ποιό δημοφιλείς βρισιές:

Ταβέ: Στο(ν) ακουμπάω (πολύ συχνά λέγεται ως απάντηση στο ναι, ε;, και;, ρε)
(Τε) Κίφσα: (Σου) γαμώ
Ροπ: Οικογένεια, το σόι
Μπιθ: ο κώλος
Κούρβ: η πουτάνα
Μότρεν: η αδερφή (προσοχή! όχι ο ομοφυλόφιλος!)
Πίτσκ(α): το μουνί
Πίδ(ι): και πάλι το μουνί
Λόκε: η πούτσα
Κοκ(ε): το κεφάλι (και οι δυο σημασίες)
Τόπε: το αρχίδι (τόπε τόπε ο παπαγάλος)
Κάρι: ο πούτσος (βάρι κάρι: κρέμασε το στο πούτσο σου: μη δίνεις σημασία)
Ταφούτ κόχι: δεν είμαι σίγουρος για την ακριβή σημασία της, πρέπει να έχει σχέση με το ταβε. Κλασσική απάντηση στο όχι (μάλλον όχι αυτό του Μεταξά.)
Μπόλε: η μπάλα, το αρχίδι
Τε ραφτ πίκα: να πέσει πάνω σου κατάρα
Τε ραφτ κανσέρι: να πάθεις καρκίνο (και όχι κασέρι)

[I]ΣΥΝΤΑΞΗ[/i]
(αφορά το τε κίφσα)
Η σύνταξη είναι πολύ απλή:
Τε κίφσα + (οτι θέλουμε να γαμήσουμε εκείνη τη στιγμή)
π.χ. - Τε κίφσα ροπ: γαμώ το σόι σου
- Τε κίφσα μπίθεν: γαμώ τον κώλο σου, κ.ο.κ

Αυτά είναι τα βασικά. Ενδέχεται να έχω κάνει αρκετά λάθη καθώς δε την ομιλώ την γλώσσα. Διορθώσεις δεκτές.

Δε χρειάζονται...

(από HODJAS, 09/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βήτα συνθετικό της καθομιλουμένης που σχηματίζει επίθετο από όνομα. Σημαίνει «τέτοιου τύπου», «παρόμοιος», «σχετικός» με ό,τι δηλώνει το άλφα συνθετικό, ή απλά ακριβώς ό,τι δηλώνει το άλφα συνθετικό, δίνοντάς του συχνά ειρωνική χροιά.

Στο σλανγκ τζι αρ έχει καταγραφεί ήδη ο βυζαντινοτέτοιος.

  1. Και ο προιστάμενος (ο μαλακοτέτοιος που λεγαμε) μου είπε οταν λείπω πρωινα να κανονίζω να έρχομαι μέχρι τις 10-10.30... (από το διαδίκτυο)

  2. Το Χειρότερο Solo Κιθάρας που έχετε ακούσει!!!
    — Αυτό του Frusciante στο Californication...
    — εσυ δλδ τι ηθελες να κανει ο ανθρωπος στο σολο;;;να λιωσει τα ταστα [...] σε μπαλαντοτετοιο τραγουδι;;;
    (από φόρουμ)

  3. Ήτανε μία κοπέλα και συστηνόταν ως «Σόνια». Την ρωτάω που λες μία φορά από που βγαίνει άραγε το Σόνια και τι μου λέει: από το ...Σταυρούλα!!! Τρελάθηκα σου λέω. Αχ βρε κορίτσια, τα Αμερικανοτέτοια nicknames σας μάραναν...και στο χωριό σας Σόνια και Νάνσυ και Άντζελα σας φωνάζανε;;; (σχόλιο στο στίχοι ίνφο)

Συνώνυμο: -έτσι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βήτα συνθετικό της αργκό που δημιουργεί επίθετα.

Συνδυάζεται ελεύθερα με ουσιαστικά, και έχει τη σημασία «υπερβολικά παθιασμένος», «πωρωμένος» με αυτό που δηλώνει το εκάστοτε άλφα συνθετικό, ίσως και «παραμυθιασμένος» από αυτό, είναι λοιπόν αρκετά κοντινό στο -μανής των τυπικών ελληνικών: αρχαιόκαυλος, θαλασσόκαυλος, στρατόκαυλος (δες και στα παραδείγματα). Βγαίνει από το ρήμα καυλώνω με τη σημασία «ενδιαφέρομαι», «γουστάρω», «παθιάζομαι» (με κάτι).

Εναλλακτικά, μπορεί να αναφέρεται είτε στο πέος καθαυτό, είτε στον άντρα που το κουβαλάει, και σχηματίζει έτσι όνομα που χαρακτηρίζει τον ενλόγω άντρα κατά τον ομιλητή: oλόκαυλος, πυρόκαυλος, σουρουμπόκαβλος. Στην περίπτωση αυτή βγαίνει από το καυλί. Δες και -καύλης.

Τέλος, μπορεί να αναφέρεται στο σεξουαλικό ερεθισμό, οπότε βγαίνει από το καύλα: έγκαυλος, τρίκαυλος.

Το επίθημα γράφεται και -καβλος ή -γκαβλος, όπως συνήθως με τα ομόρριζα του καυλί.

  1. Loipon, gia na exigoumaste kai gia na diaxorizontai oi politikokavloi (exete alla meri na kanete spam kai na grafete pipes) apo tous upoloipous, i Ellada san xora kai oi anthropoi pou tin plaisionoun (oxi oloi) GAMAEI. [...] Ta ellinika panepistimia exoun upsilo epipedo morfosis an einai kaneis uperanthropos kai borei na antexei tin MHDENIKH organosi kai tin adiaforia tou 95% ton kathigiton, se sunduasmo me tin piesi tis ellinikis koinonias gia apodoxi kai tin oikogeneiaki piesi tis klasikis ellinikis manas pou nomizei oti ola tora einai eukola giati kapote eixame xounta. [...] (από φόρουμ)

  2. Έχω κουραστεί πραγματικά από την ειρωνεία-χιούμορ-σαρκασμό όλων των «άθεων» [σ.ς., δες σχόλια στο αρνησίθεος]. [...] Το μόνο που λένε είναι ότι δεν έχουν επιστημονικές αποδείξεις [...] για ύπαρξη Θεού και γενικά για το αν κάπου κάποτε έγιναν κάποια γεγονότα [...] Είναι δυνατόν να αποδειχθεί ποτέ ότι υπάρχει Θεός; Οι απανταχού επιστημονόκαυλοι νομίζουν ότι έχουν ανοιχτούς ορίζοντες και αγνοούν ότι το τι διαχωρίζει κάτι επιστημονικό από κάτι άλλο είναι εντελώς σχετικό. [...] (από φόρουμ)

  3. — Ειναι γνωστο ότι εισαι μεταλοκαυλος... Για μιλησε μας λιγο γι αυτο το κομματι της ζωης σου.
    — Το μεταλλοκαυλιλίκι μπήκε αργά στη ζωή μου… Αλλά ήρθε για να μείνει! Ενώ για πολλά χρόνια άκουγα disco και pop από 80s, κάποια φιλαράκια με οδήγησαν να ακούσω και το Metal εκείνης της εποχής. Από τότε 99.69% της μουσικής που ακούω είναι ατόφιο, ακατέργαστο, True Metal από 80ς. Death to False Metal! Fuck the world, Hail ‘n’ Kill! \m/ (από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βήτα συνθετικά ονομάτων που είτε αναφέρονται άμεσα στα γεννητικά όργανα ενός άντρα, ή κατεπέκταση στον άντρα σε άμεση συνάρτηση με σεξουαλικά του χαρακτηριστικά. Πολλά από τα σύνθετα που προκύπτουν χρησιμοποιούνται και γενικότερα ως βρισιές.

Από τα συνώνυμα του πέους που βρίσκουμε στο οικείο λήμμα του τζίζα, βλέπουμε ότι οπωσδήποτε δεν έχουν όλα την ίδια παραγωγική ισχύ ως βήτα συνθετικά, και τα περισσότερα καθόλου.

Συγκεκριμένα, το ίδιο το πέος ενγένει δεν χρησιμοποιείται, εκτός απ' το εδραιωμένο λογοπαίγνιο ευρωπέος, ενώ και το κλασικό πουλί αποφεύγεται (στη μορφή -πουλος θα υπήρχε μάλλον σύγχυση με το βήτα συνθετικό -όπουλος, αλλά ούτε και ως -πούλης ακούγεται συχνά). Επίσης, το αρχίδι (δεδομένου και του παράγωγου αρχίδας) σχηματίζει κυρίως απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς, ενώ το παπάρι (που σημαίνει καί «αρχίδι» καί «πέος») δεν χρησιμοποιείται.

Κατά τα άλλα, χρησιμοποιούνται το καυλί και ο πούτσος, αλλά η παραγωγικότερη δυάδα φαίνεται να είναι η ψωλή και το τσουτσούνι, το πρώτο μάλλον λόγω συντομίας, αλλά και το δεύτερο χάρη στις παιδικόφερνες συνδηλώσεις του θα έλεγα.

Τέλος, με λίγες εξαιρέσεις (όπως λαχταροψώλα και ξεψώλι), δεν φαίνεται να χρησιμοποιούνται τα βήτα συνθετικά του πέους για να σχηματίσουν χαρακτηρισμούς σε άλλο γένος από το αρσενικό.

Στα παραδείγματα, λέξεις που έχουν ήδη καταγραφεί σε οικεία λήμματα.

Κοινωνιογλωσσολογική πίπα

Μία απλή σύγκριση με τη χρήση του βήτα συνθετικού -μούνα για γυναίκες πείθει για τη φαλλοκρατία που χαρακτηρίζει τη σημερινή ελληνική γλωσσική πραγματικότητα: η γυναίκα μπορεί να αναχθεί ολόκληρη στο πράμα της, αλλά ο άντρας όχι. Για μια γυναίκα μπορεί κανείς να μιλάει υιοθετώντας σιωπηρά την άποψη περί «άχρηστου κρέατος γύρω-γύρω» (δες τα σχόλια εδωπέρα), για έναν άντρα όχι.

Για παράδειγμα, μπορούμε άνετα να πούμε «κουλτουρομούνα» για την κουλτουριάρα αλλά δεν θα πούμε «κουλτουροψώλης» για τον κουλτουριάρη, ή λέμε «αρχοντομούνα» για την αρχοντογυναίκα, αλλά δεν θα πούμε ποτέ «αρχοντοψώλης» για τον αρχοντάνθρωπο (προσέξτε και εδώ το βήτα συνθετικό!). Και τα λοιπά.

Θα 'ταν ευχής έργον να εντοπιστεί η πρώτη χρήση του -μούνα ως ταυτόσημου με το -γυναίκα. Να ξέραμε πότε και πώς άρχισε το πράμα βρ' αδερφέ. Αν μη τι άλλο, ώστε ν' αποτρέψουμε να γίνει το ίδιο και για το υπερπανίσχυρο φύλο των πέντε ηπείρων και των εφτά θαλασσών...

Δες και -καυλος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified