Selected tags

Σε αυτά τα λήμματα έχουν μπει κάποιες καινούργιες ετικέτες αλλά δεν είναι πλήρεις π.χ. στο λήμμα τα λέμπελ λέιζερ χρειάζεται μια ετικέτα του τύπου χαιρετισμός ή αποχαιρετισμός αλλά δεν είμαστε σίγουροι ακόμη ποιά θα ήταν η σωστή. Οι ετικέτες θα συμπληρωθούν όταν καταλήξουμε πώς να βαφτίσουμε αυτές που λείπουν. Μέχρι τότε το ΧΧΧΧΧΧ μας υπενθυμίζει ότι κάτι λείπει. Όποιος έχει προτάσεις ας στείλει αναφορά.

Further tags

Σκέψου, κατάλαβε τι σημαίνει αυτό που σου λέω, συγκεντρώσου.

- Τι εννοείς τσιγαρίζεις κρεμμύδι;
- Στρίψε! Το τηγανίζω μέχρι να ροδοκοκκινίσει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ουσιαστικό που παραπέμπει στην σπόντα, το «καρφί», την λεγόμενη σφήνα ρε παιδί μου, που μπαίνει ανάμεσα σε ζευγάρια / παρέες από τρίτους.

Ακούστηκε πρώτη φορά (;) σε μεσημεριανή εκπομπή, κάνοντας την ομιλούσα να καραφλιάσει, αλλά και να googl-άρει μήπως νοιώσει καλύτερα βρίσκοντας την ετυμολογία. Μάταιος κόπος.

Λέγεται και μαλαφούκι. Σπανίως γίνεται χρήση της λόγω της περίεργης προφοράς της.

- Λοιπόν άκουσα πως αυτή η καημένη, η βήτα διαλογής, βάζει κέρατο στον άντρα της.
- Άι μωρή! γιατί βάζεις μαλαφούκια;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Και καταλαβερδούγκος.

Λατέρνατιβ τρόπος για να πούμε το «κατάλαβες» με ένα τόνο εξωτικό, latino, χαριτωμένο, αλλά και κάργα ειρωνικό. Μυρίζει λίγο βαρβατίλα αλλά και μαγκιά...

  1. Από εδώ: «...γιατι εισαστε πιο ωραιοι και πιο ξυπνιοι απο μας αλλά γιατι εμεις σας εκλεξαμε και σας δωσαμε αδεια να μας εκπροσωπησετε για τετοιου ειδους προσβασεις αλλά και διεκδικησεις. Διεκδικησεις με μοναδικο σκοπο το οφελος της Φ.Α. και της Εκπαιδευσης. Kαταλαβαρδούγκος, που λενε και στο χωριο μου;»

  2. - Ρε συ Jesus, αυτή η μεναγκό είναι τουλάχιστο 2,45 DEU σε firepower capacity ίσο με 354,2 πεοχιλιόμετρα! Καταλαβερδούγκος;
    - Ρε δάσκαλε, άστα ξανθά... Εν'γκατάλαβα τίποτα... - Nα διαβάζεις slang.edu, και θα δεις!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βασικά το δώρο.

Αλλά και, ο φουσκωμένος (ή μη) λογαριασμός από ΔΕΗ, ΟΤΕ, ΕΥΑΘ, κοινόχρηστα, εφορία, περαίωση, το πρόστιμο από κλήση τροχαίας ή αλλαχού, τα δίδακτρα των παιδιών, κλπ κλπ. Επίσης και τάματα, υποσχέσεις σεξουαλικής φύσεως.

Ειδικότερα όταν η ειδοποίηση για εξόφληση παραλαμβάνεται σε μέρες παραμονών των 2 μεγάλων εθνικοθρησκευτικών εορτών μας, προσάπτεται αναλόγως, προς έμφαση άμα και ειρωνεία, ο αντίστοιχος επιθετικός προσδιορισμός χριστουγεννιάτικος η πασχαλινός.

Παρεφθαρμένο και «μπουναμάς».

  1. - Γιατί έρχεσαι έτσι συννεφιασμένος αγάπη μου, χρονιάρες μέρες;
    - Μόλις βρήκα το χριστουγεννιάτικο μποναμά της ΔΕΗ στο γραμματοκιβώτιο.

  2. Ο Μπάμπης: Μαρίτσα, πλύσου κι έρχομαι. Φέρνω και το μπασχαλιάτικο μπουναμά σου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ασφαλώς και είναι η «διακόσμηση» στα ελληνικά από το γαλλικό décor - όμως, παρέα με ρήματα όπως:

  1. κάνω: κάνω (κάποιον) ντεκόρ σημαίνει ό,τι και τα: τον γείωσα, του το βούλωσα, κι από 'κει και πέρα (το 'παιξε) γλάστρα, τον έσβησα (και έλαμψα) - κι όλα τα παρεμφερή κι ομοειδή.

  2. βγαίνω: βγαίνω απ΄το ντεκόρ σημαίνει παίρνω θέση (πάνω σε κάποιο ζήτημα), πήραν επιτέλους χαμπάρι πως υπάρχω, επανενεργοποιούμαι, κ.ο.κ.

  3. έχω: έχω για ντεκόρ σημαίνει έχω για μόστρα, έχω για γλάστρα κ.ο.κ.

  4. ... είμαι: δεν είμαι (για) ντεκόρ (εγώ), το γνωστό παράπονο παραμελημένης γκόμενας.

  1. - Μας πέθανε στην παρλαπίπα, μέχρι που ο Άρης του φρεσκάρισε τη μνήμη και τον έκανε ντεκόρ.

  2. - Γιαδέ ρε συ ποια κελαηδάει!!
    - Έχασες επεισόδια ε; Μετά την πλαστική βγήκε απ' το ντεκόρ.

  3. - Τι κάνει δω πέρα η μικρή;
    - Τίποτα, μόνο για ντεκόρ.

  4. - Ακούς; Τα μαζεύω και φεύγω. Δεν είμαι ντεκόρ εγώ. Ακούς βρε; Φεύγω σου λέω.
    - Α! ναι; Πού πας;
    - Όπου θέλω!!
    - Δώσε χαιρετισμούς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(I don't speak Great Britain)

Η έκφραση έχει προέλθει από τα εις την Μεγάλην Βρετανίαν εκπαιδευόμενα των Ελλήνων τέκνα. Xρησιμοποιήθηκε από τα εν λόγω τέκνα όταν δεν ήθελαν να εμπλακούν σε συζήτηση με ιθαγενή της φιλοξενούσας χώρας η οποία συζήτηση γνώριζαν ότι δεν θα είχε αίσιο τέλος για τον εαυτό τους. Εικάζεται ότι η πρώτη χρήση της φράσης έγινε από φοιτητή ο οποίος δέχθηκε στο σπίτι του επίσκεψη αστυνομικού που ήθελε να εξετάσει αν ο εν λόγω φοιτητής είχε νόμιμη συνδρομή στην καλωδιακή τηλεόραση. Και εξηγώ:

Στην Γηραιά Αλβιώνα το σύνολο των τηλεοπτικών καναλιών παρέχεται μέσω καλωδιακής σύνδεσης (με ορισμένα κανάλια να έχουν ελεύθερο σήμα και άλλα κωδικοποιημένο). Η συνδρομή στο βασικό πακέτο της καλωδιακής γίνεται με την αγορά τηλεοπτικού δέκτη. Σε περίπτωση δε που έχεις ήδη τηλεοπτικό δέκτη πρέπει να δηλώσεις ότι έχεις τηλεόραση για να πληρώσεις την βασική συνδρομή. Οι Ελληνάρες φοιτητές όμως θεώρησαν ότι, εφόσον τα βασικά κανάλια παρέχονται με ελεύθερο σήμα, δεν υπάρχει λόγος να δηλώσουν τις τηλεοράσεις τους και άρα να πληρώσουν συνδρομή. Έλα όμως που κάπου την πιάσανε την ιστορία οι Άγγλοι και βγήκαν στην παγανιά με ραδιογωνιόμετρα (ναι όπως κάνανε οι ναζί στην Κατοχή για να βρουν τα ραδιόφωνα). Μια μέρα λοιπόν, κατά την έρευνά τους σταματήσαν μπροστά από το σπίτι ενός Έλληνα φοιτητή, καθώς είχαν σήμα ότι μέσα υπήρχε τηλεόραση και ήθελαν να ελέγξουν το νόμιμο της υπόθεσης. Όταν βγήκε στην πόρτα ο Ελληνάρας, οι Άγγλοι του είπαν κάτι στο «Good morning sir, we would like to ask you some questions about your TV set». Ο υποψιασμένος Ελληνάρας, αφού τους κοίταξε για μερικά δευτερόλεπτα με αποχαυνωμένο βλέμμα, απάντησε με εξωφρενική προφορά “Aι ντοντ σπικ γκρειτ μπριταν”. Η εξέλιξη της υπόθεσης ανήκει στο μύθο. Κατά μία άποψη οι Άγγλοι αστυνομικοί τον ευχαρίστησαν και φύγανε, κατά μία άλλη τον μπουζουριάσανε.

Από τότε, λέμε τώρα, η έκφραση άρχισε να χρησιμοποιείται από άλλους Έλληνες φοιτητές για παρόμοιες καταστάσεις στην Αγγλία. Έγινε όμως και εισαγωγή της το επόμενο καλοκαίρι στη Ελλάδα και άρχισε να χρησιμοποιείται με σλανγκ χαρακτήρα σε περιπτώσεις που, ενώ γνωρίζουμε ένα θέμα και έχουμε πληροφορίες, δεν θέλουμε να μιλήσουμε για το θέμα αυτό.

Η χρήση της φράσης μπορεί να υποδηλώνει:

α. είτε την πραγματική άρνησή μας να μιλήσουμε για ένα θέμα που γνωρίζουμε, γιατί δεν μας συμφέρει να μιλήσουμε (ή λόγω όρκου εμπιστευτικότητας που έχουμε δώσει σε άλλον), βλέπε Παράδειγμα 1
β. την επιθυμίας μας να λάβουμε αντάλλαγμα για τις πληροφορίες που θα δώσουμε σε περίπτωση που θα σπάσουμε τον όρκο σιωπής (ρουφιανόβγαλμα), βλέπε Παράδειγμα 2.

Η διαφοροποίηση μεταξύ περίπτωσης α και β, δέον να γίνεται, δε, με την χρήση διαφορετικής προφοράς κατά την εκφώνηση της έκφρασης. Στην περίπτωση α προσπαθούμε να χρησιμοποιήσουμε πραγματική Οξφορδιανή προφορά, ενώ στην περίπτωση β την πιο βαριά Ελληνική προφορά των Αγγλικών που μπορούμε να έχουμε.

  1. - Τι γίνεται τελικά με την θέση του Προέδρου; Ποίος θα την πάρει τώρα που φεύγει ο δεινόσαυρος;
    - I don't speak Great Britain
    - Κατάλαβα, ξέρεις αλλά δεν θέλεις να πεις.

  2. - Τι έγινε ρε Γιάννη χθες; Ο Τάκης έπιασε λέει την Μαρία στα πράσα. Τι ξέρεις;
    - Αι ντοντ σπικ γκρειτ μπριταν καλή μου Λίλιαν.
    - Κατάλαβα, τι θες για να πεις;
    - Ένα τσιμπουκάκι ίσως;
    - Άει χάσου ρε σεξοπορνοδιεστράμμενε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση από στίχο εϊτάδικου σκυλάδικου του Τ. Τσιμογιάννη, η οποία χρησιμοποιείται όπως το κερατούκλης και το ατιμούτσικο, συχνά δε τα συνοδεύει ως κατακλείδα.

- Έχει καψουρευτεί μαζί μου ο Μπίλης, σε λέω.
- Κάνεις και ζημιές!

(από vikar, 05/07/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρήμα, παράγωγο του λήμματος αλάνι με μη αυστηρά καθορισμένη σημασία. Κατά περίπτωση μπορεί να σημαίνει:

- Αράζω, ξοδεύω τον χρόνο μου στους δρόμους.

- Τρώω γκομενάκι στο μπαμ.

  1. - Και τι κάνεις όλη μέρα;
    - Εντάξει χαλαρά, αλανιάζω, καμιά μπύρα, λίγο skate, λίγο σχολή, περνάει ο καιρός...

  2. - Όχι ρε, την Χριστίνα από του Μωραΐτη λέω!
    - ...ααα ναιιιι, το Χριστιναάκιιι...
    - Τι ναιιιι ρε; Την έχεις αλανιάσει;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη λέξη, ψίχα + μπουκούνια (το μπουκούνι θα το αναλύσουμε κάποια άλλη στιγμή).

Η λέξη ψιχομπούκουνα, λοιπόν, χρησιμοποιείται σε διάφορες καταστάσεις και εκφράζει κυρίως την διάσπαση ενός υλικού σε πολλά κομμάτια (π.χ το σπάσιμο ενός ποτηριού) αλλά χρησιμοποιείται επίσης και ως ένας εξαναγκαστικός, απαιτητικός, επιβλητικός τρόπος για να επιβάλλουμε σε κάποιον να κάνει κάτι που δεν ειναι της θελησης του.

(Ας πάρουμε πάλι το παράδειγμα της αυστηρής γιαγιάς)

- Ελάτε να φάμε
- Εγώ δεν πεινάω, και δε μ' αρέσει και το φαγητό
- Τσακίσου, έλα να φας
- 'Οχι, δεν έρχομαι, είπα.
- Γίνε 7000 ψιχομπούκουνα και έλα κάτσε στο τραπέζι να φας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πασπαρτού, αφού με αυτό πας παντού.

Αναφέρεται σε αντικείμενα, χαρτούρα, πρόσωπα-κλειδιά, λέξεις, καταστάσεις κλπ.

Αν σου δώσαν αυτό το χαρτί, τότε μπορείς να κοιμάσαι ήσυχος. Είναι πασπαντού, σε καλύπτει ό,τι και να χρειαστείς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified