Α. Μου γυάλισε κάτι και το σταμπάρισα με σκοπό να το αποκτήσω, είτε βάσει σχεδίου ή όταν με ευνοήσει η συγκυρία.

  1. έβαλα στο μάτι τη φουρνάρισα, 35αρα ψηλοκώλα, θα το ρισκάρω, έτσι κάνουν οι άντρες, ή ταν η τον πετάς, θα την κουτουπώσω την χωριάτα (εδώ)

  2. Ο Σουλτάνος, δεν είχε παρά να κοιτάξει έντονα μία κοπέλα, ή να της κάνει σχόλιο θαυμασμού και κέρδιζε το προσωνύμιο «guzdheh» που σήμαινε ότι ο σουλτάνος την έχει «βάλει στο μάτι». (Τι πραγματικά συνέβαινε στα χαρέμια των Σουλτάνων)

  3. Μωρέ άμα σε βάλει στο μάτι ο Δίας, δεν πα να λέγεσαι και Ευρώπη... (εδώ)

Β. Επιβουλεύομαι κάποιον, θέλω το κακό του. Μ' αυτό το νόημα αναφέρεται κι από την Galadriel στο 'μπαίνω στο μάτι', δηλ. στην παθητική φωνή του ρήματος.

  1. κακό του κεφαλιού του του νουμπά. Τον έβαλα στο μάτι. (εδώ)

  2. Το τσίπουρο στο 23% κ οι εφημερίδες παραμένουν στο 6%. Άμα έχεις βάλει στο μάτι τη διαπλοκή κ τα συστημικά ΜΜΕ φαίνεται! #gelanetatsimenta (εδώ)

  3. Κοντοπούτανε επιτηρητή που με έχεις βάλει στο μάτι άμα σε πετύχω εκτός σχολής τη γάμησες. (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός πράξης ή ενέργειας, που γίνεται κατ' εξακολούθηση, κατά την οποία το άτομο προτιμά χειροκίνητη χρήση όταν υπάρχει αυτοματισμός, που όχι μόνο λύνει τα χέρια αλλά ενδείκνυται, αφού αποφέρει σημαντικά οφέλη μακροπρόθεσμα.

-(Διευθυντής Πληροφορικής στον τζούνι-ο-ρα): Ρε βλήτο, πάλι καρφωτέλες τα dll;
- Ναι, γιατί;
- Τα έχουμε πει 100 φορές, αφού έχουμε νουγκέτ!

- Άσε τον ήπια
- Γιατί, τι έγινε ρε μαλέα;
- Έκανα ρινέιμ το assembly και το είχε καρφωτέλα παντού στα configurations.

- Έβγαλα prepaid να πληρώνω τα skins του LoL, μη δίνω την κάρτα και μου φάνε τα λεφτά.
- Καλά ρε μαλέα, δε βαριέσαι; Εγώ έχω κάρτα με την μισθοδοσία και την κουμπώνω παντού καρφωτέλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified