Further tags

Κάνω τον αδιάφορο για κάτι που με αφορά. Έχω αλλού την προσοχή μου.

Πρωτοαναφέρθηκε πιθανότατα από τον Αρχιδάσκαλο της μαγκιάς, Θέμη Μάνεση στην ταινία-διαμάντι «Φυλακές Ανηλίκων» (1982).

- Τι έγινε ρε Στέφανε, εμείς μιλάμε να πούμε κι εσύ, κοιτάξτε με γειτόνισσες, ψαράκια τηγανίζω;
- Πολύ με κόβει ο έτσι.
- Τον είδα, κωλόμπα είναι ο κύριος.
- Μάλλον αδερφή είναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το κιτρικό οξύ η αλλιώς ξινό, που χρησιμοποιείται συνήθως στη μαγειρική και πωλείται σε μορφή κόκκων άλατος. Τουζού (tuzu) στα τούρκικα σημαίνει αλάτι. Ενώ toz σημαίνει σκόνη. Απανταται και με τις δυο εκδοχές.Λιμόντουζου η λεμόντουζου αλλά και σαν λιμόντοζου , λεμόντοζου.

Μαμά στη κόρη:-πετάξου μέχρι τον μπακάλη και αγόρασε μου ένα φακελάκι λεμόντουζου, θέλω να φτιάξω γλυκό.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο μακεδονίτικος και χωριάτικος τρόπος για το μωρή των πελοποννησίων. Νομίζω οτι διαδόθηκε ευρύτερα με τους παλιούς Μήτσους του Λαζό και σήμερα γίνεται χρήση μέχρι τρασίλας.

Μια όχι και τόσο εύηχη λέξη είναι «Μαρή» που σήμερα αντικαθίσταται απ’ τη λέξη «καλέ». Η λέξη «Μαρή» προέρχεται από το μωρή (μωρός = ανόητος). Δυο εύχρηστες προτάσεις με το μαρή που τις χρησιμοποιούσαν και τις χρησιμοποιούν στο καθημερινό τους λεξιλόγιο είναι οι εξής: «Τι κάνς, Μαρή;» και «Για πού το ’βαλες Μαρή;».

ΑΛΙΣΤΡΑΤΙΝΩΝ ΛΟΓΟΣ

  1. -Μαρή Χρυσούλα! Ο γιο'σ είνι γκέι!
    -Δε βαριέσαι, πούστς να μην είν' κι όόόλα τ'αλλα...

  2. -Άγκελα τον Αλέξη θα τον καλέσουμε;
    -Τι λες μαρή Κριστίν; Άσε να μιλήσουμε και μια φορά σοβαρά.

  3. Κ-Λ-Α-Ι-Ω! RT: "Βίσκα μαρή Μπάρτσα, Βίσκα μαρή Καταλούνια"

  4. Θέλαμε ένα διεθνές όνομα για το μωρό είπε η Βίκυ Καγιά. Τι είναι μαρή το μωρό; Αεροδρόμιο;

  5. ποσο ξεφτιλισμενη εισαι μαρη που εχεις ψηφισεις γαπ, δημαρ, νδ κ τωρα πας διακοπες αιγινα με γαπικους μπας κ πεσετε πανω στον τσιπρα?!

  6. - Είσαι ελεύθερη μαρή?
    - Ετσι οπως εισαι, για σένα έχω Αids και είμαι πουτανα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γαλλικό bonjour (καλημέρα, «μπονζούρ») με άθλια ελληνική προφορά, έτσι, για να πλάκα. Κατά σύμπτωση παραπέμπει στο παντζούρι που ανοίγουμε το πρωί μόλις σηκωθούμε.

Μπαντζούρ! τι μου κάνετε; Όλα καβλά;

Banjo-ur! (από Vrastaman, 10/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένας κάπως πιο μουράτος (υποτίθεται) τρόπος να απαντήσεις σε ένα τηλεφώνημα ή σε μια πόρτα που χτυπάει αντί του ορθότερου εμπρός.

Ντρρίιιιιν!!!
- Μπρονξ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αδελφό λήμμα του σο. Από το γαλλικό «non;» που έχει τη σημασία του αγγλικού «isn't it;» και που λέγεται στα ελληνικά «έτσι δεν είναι;» όπου είναι το μακρύτερο απ' όλα. Έτσι λοιπόν, χάριν συντομίας, καταφεύγουμε στο γαλλικό, αλλά με μια αγγλική χροιά (παραλείπουμε δηλαδή το τελευταίο -ν, το οποίο έτσι κι αλλιώς δεν προφέρεται απόλυτα στη γαλλική).

(παρένθεση: για τους ρωσσομαθείς, παραπέμπει στο αλλά (но,...) και στην περίπτωση αυτή το αφήνουμε αιωρούμενο, υπονοώντας το κόμμα, σα να επρόκειτο να συνεχίσουμε την πρότασή μας).

Τέλος, ουδεμία σχέση έχει με το ιαπωνικό θέατρο του Νο.

Έγινα κατανοητή νομίζω, νο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση χρησιμοποιείται για να περιγράψει το φαινόμενο στο οποίο διάφορα κινήματα κουλτούρας και τέχνης, ή γενικότερα οτιδήποτε άλλο όμορφο προκύπτει φυσικά μέσα από τις δυσκολίες της ζωής των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων, τελικά καταλήγει να μεταφέρεται στα πλούσια αστικά στρώματα, τα οποία και το θεωρούν "γοητευτικό", "έξυπνο" ή "κούλ". Συνήθως οι αστοί αγνούν επιλεκτικά τις συνθήκες κάτω από τις οποίες τα κινήματα αυτά εξελίχτηκαν και παράλληλα τείνουν να τα μεταλλάσσουν σύμφωνα με το δικό τους γούστο, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί στο τέλος ένας κιτσάτος και αποστειρωμένος αχταρμάς.

Η φράση χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Έλληνα ράπερ ΛΕΞ στο κομμάτι "Κοράκια", το οποίο ανέβηκε την άνοιξη του 2018.

Δύο μεγάλα παραδείγματα όπου "ο πόνος των φτωχών γίνεται η τέχνη των αστών" είναι το κίνημα του Χιπ χοπ και ο πολεοδομικός εξευγενισμός. Το κίνημα του Χιπ χοπ ενώ γεννήθηκε και εξελίχτηκε μέσα στα πιο υποβαθμισμένα γκέτο των ΗΠΑ σήμερα ακούγεται από όλες τις κοινωνικές τάξεις, ακόμα και από τα κολεγιόπαιδα και τους Κηφισιώτες, τα οποία το θεωρούν μάλιστα ιδιαίτερα "κούλ". Ο πολεοδομικός εξευγενισμός είναι το φαινόμενο στο οποίο οι (καημένοι) πλούσιοι έχουν βαρεθεί τις "μονότονες" ζωές τους στις "βαρετές" συνοικίες τους και θέλουν να ζήσουν κάτι πιο "εναλλακτικό", με αποτέλεσμα να μετακομίζουν σε (κωλο)περιοχές επειδή την είδαν φτωχοί και μέρος του απλού λαού (λες και θα έμεναν εκεί οι άνθρωποι αν μπορούσαν να φύγουν). Φυσικά στο τέλος οι νοικάρηδες και οι μαγαζάτορες αντιλαμβάνονται τη φάση και ανεβάζουν τις τιμές μπας και βγάλουν κάνα φράγκο παραπάνω με αποτέλεσμα οι φτωχοί να λιμοκτονούν και να παίρνουν τον πούλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραδείγματος χάριν.

-Τι δουλειά κάνει ένα πεύκο;
-Παραμοσχάρι τίποτα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνήθως σημαίνει "πάω τουαλέτα" ή πιο χαλαρά "πάω στην κουζίνα να τσιμπήσω κάτι" ή γενικότερα "κάνω διάλειμμα μικρής διάρκειας". Προκύπτει από την εποχή της δεκαετιών του '80 και του '90, όταν η τηλεόραση ήταν το κύριο μέσο φθηνής διασκέδασης και κινηματογραφικής ενημέρωσης, ιδιαίτερα όταν αναπτύχθηκαν τα πρώτα ιδιωτικά κανάλια. Σε περίπτωση που η εκπομπή ήταν πολύ ενδιαφέρουσα, ο τηλεθεατής μπορούσε να διακόψει για κάτι άλλο, μόνο όταν έμπαιναν διαφημίσεις, και συνήθως αυτό το κάτι άλλο ήταν η ανάγκη για τουαλέτα. Με τον καιρό "το πάω για διαφημίσεις" γνώρισε περιορισμένη διάδοση ως ευφημισμός του "πάω τουαλέτα" και σε χώρους, ακόμα και επαγγελματικούς, όπου δεν παίζει τηλεόραση. Χρησιμοποιείται βέβαια κυρίως σε φιλικό περιβάλλον.

Θα μου επιτρέψετε να λείψω για λίγο, πρέπει να πάω για "διαφημίσεις", θα γυρίσω σύντομα

Got a better definition? Add it!

Published

Σχετλιαστική παραλλαγή του γνωστού παρακαλώ όταν θέλουμε να εκφράσουμε αντίθεση ανάμεικτη ίσως με απορία ή όταν υποθέτουμε ότι γνωρίζουμε τον πραγματικό λόγο για τον οποίο συνέβη ή ελέχθη κάτι, που είναι διαφορετικός από τον προβαλλόμενο.

Το περικαλώ είναι πιο slang από το παρακαλώ ακόμα και σ' αυτή τη διάταξη.

- Γιατί περικαλώ να πας εκεί; Εδώ δεν έχει... ψωμί;

- Γιατί περικαλώ, σου ζήτησε να πας; Δεν μπορούσε να έρθει αυτός εδώ;

Σχετλιαστικό Shetland περικαλεί. (από Vrastaman, 25/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified