Further tags

(Στην καθομιλουμένη.) Βλακεία, ανακρίβεια, αερολογία κ.λ.π. Επίσης κάτι που δεν αξίζει μία, μια παράσταση για τον πούτσο, μια αποτυχημένη συναυλία κ.λ.π.

Ρε φίλε τι πίπα ήταν αυτή που πήγαμε; Πάρτι για τον πούτσο!

(Στο Σεξ) Πεοθηλασμός.

Τι πίπες λες πάλι μωρέ; Μαλάκα! καθημερινές φράσεις

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανάφτρα. (όρος unisex) Ένας άνθρωπος μπουρδέλο που λειτουργεί σε εικοσιτετράωρη βάση. "Ανάβει" τους γύρω της στη δουλειά, στο δρόμο, στο σούπερ μάρκετ, ακόμα και σε κηδείες. Δεν έχει ούτε ιερό ούτε και όσιο.

Μην τσιμπήσεις ρε! Είναι μεγάλη ανάφτρα. Μόλις καταλάβει πως γουστάρεις σε έφτυσε. καθημερινές φράσεις

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνήθως σημαίνει "πάω τουαλέτα" ή πιο χαλαρά "πάω στην κουζίνα να τσιμπήσω κάτι" ή γενικότερα "κάνω διάλειμμα μικρής διάρκειας". Προκύπτει από την εποχή της δεκαετιών του '80 και του '90, όταν η τηλεόραση ήταν το κύριο μέσο φθηνής διασκέδασης και κινηματογραφικής ενημέρωσης, ιδιαίτερα όταν αναπτύχθηκαν τα πρώτα ιδιωτικά κανάλια. Σε περίπτωση που η εκπομπή ήταν πολύ ενδιαφέρουσα, ο τηλεθεατής μπορούσε να διακόψει για κάτι άλλο, μόνο όταν έμπαιναν διαφημίσεις, και συνήθως αυτό το κάτι άλλο ήταν η ανάγκη για τουαλέτα. Με τον καιρό "το πάω για διαφημίσεις" γνώρισε περιορισμένη διάδοση ως ευφημισμός του "πάω τουαλέτα" και σε χώρους, ακόμα και επαγγελματικούς, όπου δεν παίζει τηλεόραση. Χρησιμοποιείται βέβαια κυρίως σε φιλικό περιβάλλον.

Θα μου επιτρέψετε να λείψω για λίγο, πρέπει να πάω για "διαφημίσεις", θα γυρίσω σύντομα

Got a better definition? Add it!

Published

Το λέμε σε κάποιον που σνομπάρει το διαθέσιμο φαγητό,γιατί δεν τον έχει ζώσει ακόμη η πείνα.Ισχύει,αναλόγως, και για άλλα αγαθά,π.χ ρούχα,παπούτσια κλπ.

΄΄Γιατί παιδί μου δεν τρως τα ροβύθια;''
''Δεν θέλω,δεν μου αρέσουν.''
''Δεν πειράζει,μην τα τρως.Το βράδυ που θα έλθει η γριά με το μέλι,θα σου φανούν λουκούμι.''
(Ανάγκα και θεοί πείθονται)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γαλατσίοτικος νεολογισμός με σημασία η οποία καλεί τον ομιλητή σε αφασία,κυρίως νοητική αλλά και εικονική,χρήσιμο όταν ο δέκτης χρειάζεται εντυπωσιασμό μέσω τη συζήτησης Ηχητικά παρατηρείται να σβήνει η λέξη ''μύθος'' προς το τέλος της φράσης ''Εαγα μυθθθ....''

1 -Μιλάμε περνάει το μωρό από μπροστά μου -Και,και...; -Τι και ρε;Έφαγα μύθο...

2 -Πέρασε σήμερα ένας παππούς ένα Στοπ..Έφαγα μύθο

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτός που κερδίζει πολύ καλό εισόδημα. Αυτός που κουβαλάει πολλά μετρητά πάνω του.

Προκύπτει απο τον -πάντα υπερφουσκωμένο- πάκο χρημάτων που βγάζει ο υπάλληλος στο βενζινάδικο για να σου δώσει ρέστα. Ο χαρακτηρισμός αυτός χρησιμοποιείται ως επί το πλείστον για επαγγέλματα του μεροκάματου, μουσικούς της νύχτας και γενικότερα σε περιπτώσεις όπου οι πληρωμές γίνονται σε μετρητά.

1

- Είδα το Θρασύβουλο τις προάλλες

- Έλα ρε μαν μου, τί κάνει ο έτσι, που παίζει τώρα ?

- Ασε, έπιασε δουλειά στα μπουζούκια...

- Α, κατάλαβα, βενζινάς ο δικός σου...

2

- Είχες κάνα νέο?

- Αν κλείσουμε τη δουλειά που σου έλεγα, θα γίνουμε βενζινάδες!! (με χαρακτηριστική χειρονομία χτύπημα τσέπης παντελονιού απ'εξω)

- πσσσσσ...!

3

-Τι λογαριασμό έκανε το 21?

- 1200 ευρώ

-Δεν πιστεύω να πλήρωσαν με κάρτα

-Οχι, τα έσκασε μετρητά ο μάν

- Ρε το βενζινά...

Got a better definition? Add it!

Published

Χαρακτηρισμός πράξης ή ενέργειας, που γίνεται κατ' εξακολούθηση, κατά την οποία το άτομο προτιμά χειροκίνητη χρήση όταν υπάρχει αυτοματισμός, που όχι μόνο λύνει τα χέρια αλλά ενδείκνυται, αφού αποφέρει σημαντικά οφέλη μακροπρόθεσμα.

-(Διευθυντής Πληροφορικής στον τζούνι-ο-ρα): Ρε βλήτο, πάλι καρφωτέλες τα dll;
- Ναι, γιατί;
- Τα έχουμε πει 100 φορές, αφού έχουμε νουγκέτ!

- Άσε τον ήπια
- Γιατί, τι έγινε ρε μαλέα;
- Έκανα ρινέιμ το assembly και το είχε καρφωτέλα παντού στα configurations.

- Έβγαλα prepaid να πληρώνω τα skins του LoL, μη δίνω την κάρτα και μου φάνε τα λεφτά.
- Καλά ρε μαλέα, δε βαριέσαι; Εγώ έχω κάρτα με την μισθοδοσία και την κουμπώνω παντού καρφωτέλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν φοράει σχεδόν τίποτα και την πέφτει παντού η παλιό θοτάρα

Το κοράσιο το οποίο συμπεριφέρεται και ντύνεται με προκλητικό τρόπο. Μια θοτάρα συνήθως προσπαθεί να αποσπάσει με αθέμιτους τρόπους την προσοχή των λαικών παιδιών με απώτερο σκοπό το σεξ.

Got a better definition? Add it!

Published

Κάνω τον αδιάφορο για κάτι που με αφορά. Έχω αλλού την προσοχή μου.

Πρωτοαναφέρθηκε πιθανότατα από τον Αρχιδάσκαλο της μαγκιάς, Θέμη Μάνεση στην ταινία-διαμάντι «Φυλακές Ανηλίκων» (1982).

- Τι έγινε ρε Στέφανε, εμείς μιλάμε να πούμε κι εσύ, κοιτάξτε με γειτόνισσες, ψαράκια τηγανίζω;
- Πολύ με κόβει ο έτσι.
- Τον είδα, κωλόμπα είναι ο κύριος.
- Μάλλον αδερφή είναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση χρησιμοποιείται για να περιγράψει το φαινόμενο στο οποίο διάφορα κινήματα κουλτούρας και τέχνης, ή γενικότερα οτιδήποτε άλλο όμορφο προκύπτει φυσικά μέσα από τις δυσκολίες της ζωής των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων, τελικά καταλήγει να μεταφέρεται στα πλούσια αστικά στρώματα, τα οποία και το θεωρούν "γοητευτικό", "έξυπνο" ή "κούλ". Συνήθως οι αστοί αγνούν επιλεκτικά τις συνθήκες κάτω από τις οποίες τα κινήματα αυτά εξελίχτηκαν και παράλληλα τείνουν να τα μεταλλάσσουν σύμφωνα με το δικό τους γούστο, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί στο τέλος ένας κιτσάτος και αποστειρωμένος αχταρμάς.

Η φράση χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Έλληνα ράπερ ΛΕΞ στο κομμάτι "Κοράκια", το οποίο ανέβηκε την άνοιξη του 2018.

Δύο μεγάλα παραδείγματα όπου "ο πόνος των φτωχών γίνεται η τέχνη των αστών" είναι το κίνημα του Χιπ χοπ και ο πολεοδομικός εξευγενισμός. Το κίνημα του Χιπ χοπ ενώ γεννήθηκε και εξελίχτηκε μέσα στα πιο υποβαθμισμένα γκέτο των ΗΠΑ σήμερα ακούγεται από όλες τις κοινωνικές τάξεις, ακόμα και από τα κολεγιόπαιδα και τους Κηφισιώτες, τα οποία το θεωρούν μάλιστα ιδιαίτερα "κούλ". Ο πολεοδομικός εξευγενισμός είναι το φαινόμενο στο οποίο οι (καημένοι) πλούσιοι έχουν βαρεθεί τις "μονότονες" ζωές τους στις "βαρετές" συνοικίες τους και θέλουν να ζήσουν κάτι πιο "εναλλακτικό", με αποτέλεσμα να μετακομίζουν σε (κωλο)περιοχές επειδή την είδαν φτωχοί και μέρος του απλού λαού (λες και θα έμεναν εκεί οι άνθρωποι αν μπορούσαν να φύγουν). Φυσικά στο τέλος οι νοικάρηδες και οι μαγαζάτορες αντιλαμβάνονται τη φάση και ανεβάζουν τις τιμές μπας και βγάλουν κάνα φράγκο παραπάνω με αποτέλεσμα οι φτωχοί να λιμοκτονούν και να παίρνουν τον πούλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified