Περιγράφει κάθε μπύρα που προτιμούν οι χτίστες όταν κάνουν το διάλειμμα τους γύρω στις 14:00 ντάλα μεσημέρι. Στέλνουν το θύμα στο κοντινό περίπτερο από όπου αγοράζει μπύρες, πατατάκια, κρουασάν και αν βρει κανένα frappe. Από τις περιπτερόμπυρες κλασσικές χτιστόμπυρες είναι οι φτηνές Άλφα, Βεργίνα, Ηeineken, Amstel. Βέβαια παρατηρείται ιδιαίτερη προτίμηση στην Amstel η οποία έχει ανέλθει σε σήμα κατατεθέν της χτιστόμπυρας.

-Τι θα πάρετε παιδιά;
-Μισό κιλό κόκκινο. -Μια χτιστόμπυρα. -Άλλη μια.
-Άννα! Μισό κόκκινο και δυό Άμστελ στο 11.

Got a better definition? Add it!

Published

Μάγκικη συντομογραφία της λέξης «μπουκάλα», δηλαδή φιάλη αλκοόλ σε κλαμπ.

  1. - Έχω πιει μια κάλα μωρό μου, μόνο εσύ λείπεις (βλ. και κάβα)

  2. - Χτες ήπιαμε μια κάλα χιροσίμα και γίναμε κόκαλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Για να εκφράσει ένα καταστροφικό ξενύχτι με ισχυρές δόσεις αλκοόλ. (βλ. γίνομαι κώλος)

Εκεί που μέσα στα κωλοτρυπίδια σου δε θυμάσαι τίποτα απολύτως σχετικά με το τι και πώς έγινε.

Και χανγκάιβερ να είσαι, πάλι δε πρόκειται να βρεις τρόπο να συνέλθεις.

Έχει ειπωθεί και με ταυτόχρονη κίνηση των δαχτύλων στα πλήκτρα Ctrl+Alt+Delete για να προσδώσει γλαφυρότητα.

- Ρε χτες φορμάτ σου λεω! Ήπια μια κάβα και με κουβαλάγανε. Ελπίζω να μην έγινα τελείως ρόμπα.

(από notheitis, 27/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πέρα από τη προφανή έννοια, περιγράφει εναλλακτικά το δυνατό συκώτι που διατηρείται υγιές παρ’όλες τις συνοδευόμενες από αμύθητες ποσότητες αλκοόλ κρεπαλοκαταστάσεις.

- Χθες πότισα το ξαδερφάκι μου καμία δεκαριά σφηνάκια για να τον μυήσω στη παρέα και τελικά αυτός παρέμεινε ξενέρωτος και μέθυσα εγώ!
- Είχε καλή συκωταριά ο μικρός, κορόιδο πιάστηκες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μικρό ποτηράκι για το σφηνάκι.

Πάσα: Ντίνος.

- Πού 'σαι μάστορα, φέρε μου και τη δακτυλήθρα, τη γνωστή.

(από Khan, 08/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ζύθος αισχίστης ποιότητας τόσο από άποψη γεύσης, όσο και από άποψη ποσότητας αλκοόλ, που δίνει την εντύπωση πως είναι περισσότερο χυμός βρύσης με ένα υποτυπώδες ποσοστό βύνης και λυκίσκου, έτσι απλά για το φολκλόρ.

Η γεύση της κυμαίνεται από υποτυπώδης (πρακτικά άγευστη) έως ελαφρώς (ή βαρέως) πικρή -με την κακή πάντα έννοια- ενώ υπάρχουν συχνά-πυκνά και περιπτώσεις όπου απλά πίνεται, αλλά είναι τόσο τζούφια που, χυμό να πάρεις, πιο εύκολα την ακούς. Συναντάται σε πολλά σούπερ-μάρκετ ως προϊόν μάρκα μ' έκαψες, πολλές φορές με στάμπα προέλευσης ζυθοπαραγωγού χώρας, ενώ πωλείται και σε πλείστα μπαρ και κλαμπάκια σε βαρελίσια βερσιόν ως προϊόν αγνού μπομπαρίσματος σε τιμή κανονικής μπύρας. Ως μπύρα, είναι το είδος ποτού που αποδεικνύει έμπρακτα όσο τίποτε άλλο ότι, όπως είπε κι ο ποιητής, την μπύρα δεν την πίνεις, την δανείζεσαι.

  1. Άλλαξα κορδόνια στα παπούτσια μου και χαίρομαι κάργα!Ετοιμάζομαι να φάω τοστ γιατί έχω λιμοκτονήσει.Ήπια μια mcfarland και είναι μια άθλια νερόμπυρα. (Από εδώ)

  2. Οι εταιρείες ψάχνονται και με άλλους χώρους, και αυτό είναι προς τιμην τους, και ο λόγος που δώσαμε λίγα χρήματα για να μπούμε, ήταν πως δεν θα είχαμε Fuzz ή Gagarin, θα είχαμε την Κωλομύγα. Μπύρα Κραφτ με πέντε ευρώ, ναι, δεν έχει νερόμπυρα, αλλά αυτός ΔΕΝ.ΕΙΝΑΙ.ΧΩΡΟΣ. (Από εδώ)

  3. Οι απανταχού Μπυραματιστές το απαίτησαν εγγράφως και όποιος δεν λαμβάνει υπόψιν του τη λαϊκή απαίτηση είναι με μαθηματική ακρίβεια καταδικασμένος να σαπίσει στην κόλαση πίνοντας ζεστές νερόμπυρες από τα πηγάδια του Διαβόλου και της παρέας του οι οποιές βράζουν και κοχλάζουν από τις αμαρτίες μας!!! (Από εδώ)

στο 1:00 (από anchelito, 02/04/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοκταίηλ σερβιρισμένο στο σκαμμένο εσωτερικό ενός καρπουζιού, το οποίο χρησιμεύει ως δοχείο και για να δίνει τη γλυκιά γεύση του στο περιεχόμενο. Πίνεται με καλαμάκια από την παρέα - υποτίθεται ότι παίζει και με βιδωτό βρυσάκι στο κάτω μέρος του καρπουζιού.

Πολύ καλοκαιρινό, παρεΐστικο και ταιριαστό με beach bar και ψιλοξεσαλώματα (τα γλυκά κοκταίηλ βαράνε!).

Από εδώ:

Ένα παιδί από την Κω έμαθε στην παρέα την Καρπουζοχαρά. Δες κι εσύ για να μαθαίνεις.
Παίρνεις καρπούζι, ρούμι, χυμούς, πάγο, μαχαίρι, κουτάλι, καλαμάκια και σουρωτήρι.
Από το καρπούζι κόβεις το 1/4.
[...]

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ταβερνιέ ή ταβερνιόν (Tavernier-Tavergnon) είναι το εκλεκτό βαρελίσιο κρασί που διαθέτουν οι ταβέρνες και ο τύπος που μας παίρνει παραγγελία το προτείνει πάντα. Είναι σαφώς ανώτερο από όλα τα γαλλικά-ιταλικά-λατινοαμερικάνικα νερά με γεύση που κυκλοφορούν στην αγορά (και που φυσικά τα διαθέτει η ταβέρνα αλλά ο σερβιτόρος μας έκοψε για έξυπνα παιδιά για να χαραμιζόμαστε με τέτοια ποτά) και τις περισσότερες φορές το έχει φτιάξει ο ξάδερφος του ιδιοκτήτη στο χωριό του.

Σερβίρεται συνήθως σε κόκκινο τσίγκινο καραφάκι «αυτοπλυνόμενο» αφού «ποιος ανώμαλος θα πιει κατευθείαν από την κανάτα (για το νερό) ή από το καραφάκι για να το πλύνουμε;». Φυσικά έχει την ιδιότητα να γίνεται ό,τι προστάξει ο πελάτης: Μπρούσκο; Μπρούσκο! Ημίγλυκο; Ημίγλυκο! Γλυκό; Γλυκό! Κάτι-ελαφρύ-γιατί-εγώ-θα-οδηγήσω-και-δε-θέλω-να-πιω-πολύ; Όλο αυτό! Ακόμη δεν έχει εφευρεθεί μείγμα που να γίνεται αυτόματα κόκκινο και λευκό αλλά πού θα πάει, θα γίνει κι αυτό.

(Ο Τάκης περνάει να δει το φίλο του Στέλιο και τον βλέπει λιώμα)

Τ: Τι έπαθες ρε Στέλιο κι είσαι έτσι; Ποιός ξέρει τι ήπιες πάλι χτες.
Σ: Άσε ρε φίλε, 3 ποτηράκια ταβερνιέ ήπια και είδα τον Τζόνι να παλεύει με την πέρδικα, κομμάτια σου μιλάω.
Τ: Ωχ... τι ποικιλίας ήταν;
Σ: Κυρ-Διονύση, που έχει «Το Σπίτι Του Καλοφαγά».
Τ: Τα ήθελε ο κώλος σου αγόρι μου, αφού ξέρεις ότι είναι συνέταιρος σε εταιρεία υγρών καυσίμων. Κάτσε να σε περιποιηθεί ο χανγκάιβερ και να νιώσεις στο πεντάλεπτο. Πες μου τώρα αν έχεις πούπουλα κότας αλανιάρας, φωτογραφία του Μάικλ Τζάκσον χωρισμένη σε πριν-μετά, 3 εμ εν εμς κίτρινα χωρίς φιστίκι, ένα βιβλίο που να γράφει μέσα τη λέξη «συναμφότερον» και τα αρχίδια να χορέψεις γυμνός γύρω από ένα χιονάνθρωπο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι μεγάλοι πόται γνωρίζουν ίσως τη φιάλη του ποτού ουίσκι φέρον την εμπορική ονομασία «100 pipers» ελληνιστί εκατό αυληταί.

Εις τα ορεινά χωριά της Κρήτης, οι Κρήται χωριάται περιοίκιοι αποκαλούν τιαύτο ουίσκι ως «Εκατό πίπες» δια λόγους συντομίας! Ευρηματικότατο, εάν και εφόσον το οινοπνευματοποτείον (κοινώς μπαρ) απασχολεί άνδρα και ουχί γυνή εις την θέσιν του μπαρ.

Μανούσος: «Μπρε συ, ήντα γίνεται εδά γύρω γύρω! Να μου βάλεις θέλει ένα από κιονά του ουίσκτσι, πώς το λένε δα, το εκατό πίπες; (μτφ: χαίρετε ω φίλε! Πώς διαβιώνεις; Θα ήθελες να μου σερβίρεις ένα ουίσκι, δεν ενθυμούμαι καλώς το όνομά του, εκατό πίπαι αν δεν απατώμαι;»)

Σήφης: «Εδά πάλι! Εξετέλεψε μπλιό! Θές ένα δίμπλε; (Ωωω, φοβούμαι πως τιαύτο ουίσκι έχει πλέον τελειώσει... θα ήθελε ανταυτού ένα dimple;»)

101 damnations, Σήφη, το Dimple μου μέσα! (από Vrastaman, 11/02/09)

Δες και Διακόσιες Πίπες. Επώνυμα ξίδια: μαλάμω (Μαλαματίνα), Ιωάννης Βαδιστής, ο Γιάννης που πορπατάει, Περπατόγιαννος (Johnnie Walker), πέρδικα, φάμους γκράους (Famous Grouse), εκατό πίπες (100 Pipers), δεκατεσάρ' (Cutty Sark), θείος Τζακ (Jack Daniels).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Μπομπάρισμα καλείται η πράξη νόθευσης αλκοολούχων ποτών, κυρίως χυμών Σκωτίας, με σκοπό τη μετατροπή τους σε μπόμπες.

Το μπομπάρισμα ως τακτική αποφέρει μεν βραχυπρόθεσμα κέρδη στον επίδοξο βομβιστή (ή καλύτερα μπομπιστή) μπάρμαν ή ιδιοκτήτη μπαρακίου, αλλά μακροπρόθεσμα θα έχει μάλλον αρνητικά αποτελέσματα στον τζίρο, καθ' ότι οι θαμώνες μία την πατάνε, δύο την πατάνε, την τρίτη δεν ξαναπατάνε. Ή τουλάχιστον δεν θα 'πρεπε να ξαναπατάνε αν ήξεραν τι 'ναι καλό για το συκώτι, το στομάχι και το επόμενο πρωϊνό.

Το μπομπάρισμα συχνά δεν περιορίζεται μόνο στα αποστάγματα βύνης. Ακόμη και οι λεγόμενες βαρελίσιες μπύρες –το κατ'εξοχήν νούμερο ένα καταναλωτικό προϊόν, κατάλληλο για όλα τα γούστα, τα κοινωνικά στρώματα και όλες τις ηλικίες άνω των 18– μπομπάρονται για λόγους οικονομίας, με αποτέλεσμα, όπως είχε πει κι ένας σοφός άνθρωπος, «τι πράγμα 'ν' αυτό ρε φίλε, μία πίνεις, πέντε κατουράς».

Εννοείται φυσικά πως η τιμή δεν διαφοροποιείται μεταξύ του μπομπαρισμένου και του καθαρού. Αλλά λόγω κάποιου μυστήριου μηχανισμού, ενίοτε ο καταναλωτής καταφέρνει από 'να σημείο και μετά να αναγνωρίζει τη διαφορά στη γεύση και στο πρωϊνό ξύπνημα. Οι χρόνιοι καμένοι και κατεστραμμένοι εξαιρούνται του φαινομένου αυτού.

  1. Ως μπομπάρισμα αποκαλείται γενικά η νόθευση, ή (σε καθαρά ιδεολογικό επίπεδο) η παραπληροφόρηση, η πλύση εγκεφάλου κλπ. (Βλ. παραδείγματα 3 και 4).

Παράγωγα: μπομπαρισμένος, , -ο. Ρήμα: μπομπάρω, ενίοτε δε και μπομπαρίζω.

  1. Το έχεις ψάξει, στην νέα σου δουλειά, αν έχουν όλοι κανονικές άδειες λειτουργίας; και τα ποτά καθαρά ή μπομπαρισμένα; και σε τι τιμές; (Εδώ)

  2. Ο αντίπαλος. Το κόκκινο, το απλό, δεν μπορώ να το πιώ. Μου φαίνεται γρέντζο, νομίζω πως κατεβάζω και καρφιά στο λαιμό. Το μαύρο (12) είναι αξιοπρεπές, αλλά πολύ συνηθισμένο σαν μπομπαρισμένο ειδικά σε τσιφτεντελάδικα (20/30). Το πράσινο (15) δεν το ’χω δοκιμάσει, αλλά το Gold, το 18, είναι ένα από τα αγαπημένα μου. Μου το κάνει δώρο κάθε χρόνο ο φίλος μου ο ζωγράφος και το απολαμβάνω. Νέκταρ. Συστήνεται ανεπιφύλακτα. (27/30) (αν το βρείτε γύρω στα 52-55 ευρώ είναι μια καλή τιμή, πάρτε το). (Εκεί)

  3. ΔΗΜΗΤΡΗ(ΑΝΥΠΟΤΑΚΤΕ),ΚΑΙ «ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΕ», ΠΟΛΥ ΚΑΛΑ ΤΑ ΤΟΥΣ ΤΑ ΛΕΤΕ!!!
    ΤΕΤΟΙΟ ΜΠΟΜΠΑΡΙΣΜΑ ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΟ ΟΥΤΕ ΣΤΟΝ ΥΙΟ ΜΟΥ ΔΕΝ ΘΑ ΚΑΤΑΦΕΡΝΑ ΝΑ ΤΟΥ ΚΑΝΩ.
    ΑΥΤΟΙ ΞΥΠΝΟΥΣΑΝ, ΚΟΙΜΟΝΤΟΥΣΑΝ, ΤΗΝ ING ΕΙΧΑΝ ΣΑ ΘΕΟ ΤΟΥΣ.
    ΟΛΟΙ ΟΙ ΑΛΛΟΙ, ΑΣΦΑΛΙΣΤΕΣ ΕΙΜΑΣΤΕ ΓΙΑ ΤΑ ΜΠΑΖΑ. ΟΙ ΕΤΑΙΡΙΕΣ ΜΑΣ ΘΑ ΚΛΕΙΣΟΥΝ, ΘΑ ΜΕΙΝΟΥΜΕ ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ, ΚΑΙ ΤΕΤΟΙΑ.
    ΤΩΡΑ ΠΑΛΗΚΑΡΑΚΙΑ ΤΗΣ «ΦΑΚΗΣ» ΤΙ ΛΕΤΕ;
    ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ Ο ΚΟΛΟΣΣΟΣ ΣΑΣ ΝΑ ΣΑΣ ΣΩΣΕΙ;
    ΣΤΟ ΝΗΣΙ ΜΟΥ ΞΕΡΕΤΕ ΤΙ ΛΕΝΕ;
    «ΙΔΟΥ Η ΡΟΔΟΣ ΙΔΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΠΗΔΗΜΑ» (Παρακεί)

  4. Γεροντική τρόμπα και άγιος ο θεός των αφισών υπέρ του χουντόδουλα. Α! Ρε αποτυχημένοι τρόμπες, που θα μιλήσετε για σωστό μπομπάρισμα.
    ΟΥΣΤ. (Παραπέρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified