Selected tags

Further tags

Η κένωση μετά από μεθύσι, νερουλή και με χαρακτηριστική μυρωδιά.

- Φίλε μετά τα χθεσινοβραδινά έχω πάει σήμερα 3 φορές στην τουαλέτα.
- Μπεκροχέσα;
- Άστα να πάνε...

Βλ. και Bud Mud.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πίνω αρκετές ποσότητες αλκοόλ.

- Γκλαγκανίσαμε το πρώτο μπουκάλι και μετά χτυπήσαμε και δεύτερο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Χαρακτηρισμός για άτομο που μετά από υπερβολική κατανάλωση αλκοολούχων ποτών έχει οδηγηθεί σε μέθη.

  2. Χαρακτηρισμός για άτομο που κλαίει για τη γκόμενα που έχασε.

  3. Χελώνα αφού επιχείρησε να περάσει την εθνική οδό.

  1. Κοίτα τον! Πάλι πίτα είναι!

  2. Τον καημένο τον Μάκη! Από τότε που τον άφησε η Γιάννα έχει γίνει πίτα!

  3. Μπαμπά κοίτα την χελώνα! Είναι τελείως πίτα !

Δες και λιάρδα, λιώμα, κωλίδι, κόκκαλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Χαρακτηρισμός για άτομο που μετά από υπερβολική κατανάλωση αλκοολούχων ποτών έχει οδηγηθεί σε μέθη.

  2. Χαρακτηρισμός για άτομο που κλαίει για τη γκόμενα που έχασε.

  3. Χελώνα αφού επιχείρησε να περάσει την εθνική οδό.

  1. Κοίτα τον! Πάλι λιώμα είναι!

  2. Τον καημένο τον Μάκη! Από τότε που τον άφησε η Μαρία έχει γίνει λιώμα!

  3. Μπαμπά κοίτα την χελώνα! Είναι λιώμα μετά τη εμπειρία με το φορτηγό του θείου Λάκη!

Δες και λιάρδα, κωλίδι, κόκαλο, κόκκαλο, πίτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ονομάζεται ο μεθυσμένος ως «χεσμένος απ' το αλκοόλ».

Πάλι ξέρναγες χθες το βράδι βρε χεζμεντέν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νυχτερινό κέντρο διασκέδασης, που σερβίρει ιδιαίτερα αμφισβητούμενης ποιότητας αλκοόλ. Την επόμενη μέρα δεν προλαβαίνεις να δεις το χάρο με τα μάτια σου, γιατί ξυπνάς τυφλός.

Μη μιλάς δυνατά... Πήγαμε χθες σ'ένα χαροστάσιο... και τώρα είμαι χάλια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο συμπαγής, ευθύβολος εμετός, απόρροια εκτεταμένης κατανάλωσης αλκοόλ.

-Και αφού πιώ το δέκατο υποβρύχιο βγαίνω λίγο να πάρω αέρα, και με το που βγαίνω φεύγει στα καπάκια ρουκέτα στο πεζοδρόμιο... Ε, έτσι ίσιωσα και άρχισα τις τεκίλες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο καμένος, αυτός που έχει καταστραφεί από τις καταχρήσεις (αλκοόλ, ναρκωτικά, τζόγος, ξενύχτια, κτλ)

- Πήρε τηλέφωνο ο Σταύρος 5 φορές όσο έλειπες.
- Τίποτα δανεικά θα θέλει πάλι ο Κατεστραμμενίδης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δηλώνει την κατάσταση που βρίσκεται κάποιος μετά από μεγάλη κατανάλωση αλκοόλ η οποία συνήθως είναι ένα βήμα πριν το νοσοκομείο!

Άσε, χθες το πρωί που γυρίσαμε από το κλαμπ είχαμε γίνει όλοι αλοιφή! Μάλλον θα ήταν μπόμπα τα ποτά.

Για συνώνυμα δες λιάρδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γίνομαι / έγινα γκολ: έχω λιώσει στο μεθύσι.

Άστα δικέ μου, ήπιαμε τα ξύδια μας χθες και γίναμε γκολ.

Δες και λιάρδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified