Αυτός που αντέχει σε δύσκολες συνθήκες ή την κακομεταχείριση ή χωρίς φροντίδα / συντήρηση ή όλα μαζί.
Αυτός που αντέχει σε δύσκολες συνθήκες ή την κακομεταχείριση ή χωρίς φροντίδα / συντήρηση ή όλα μαζί.
Got a better definition? Add it!
Από το «εντάξει να πούμε».
(ε)ντάξ(ει) + να + (π)ούμ(ε) = νταξναούμ
Ανάλογα τα συμφραζόμενα, δηλώνει και δόση σταρχιδισμού (όσο περισσότερα «α», τόσο περισσότερα στ' αρχίδια μας), αγανάκτησης κ.ά.
- Άντε Κωστάκη, πήγαινε συνέχισε το διάβασμά σου.
- Νταααααξναούμ...
- Δηλαδή τι άλλο πρέπει να σου πουν για να καταλάβεις;! Νταξναούμ, σου λέμε, σου ξαναλέμε, τίποτα εσύ!
Βλ. και ναούμε, ναούμ', άμα λάχει (ναούμ')
Got a better definition? Add it!
Σημαίνει «κι έτσι». Γράφεται και προφέρεται σα μία λέξη και χωρίς το τελικό -ι. Χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει παραλληλισμό με μία κατάσταση ή έναν χαρακτηρισμό. Ουσιαστικά άχρηστο.
- Πήγαμε μπαρότσαρκα κιέτσ'.
- Άσε με, με τον μαλάκα. Την έχει δει αρχηγός κιέτσ'.
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
Οπωσδήποτε, αλλά πρέπει να είσαι τσαχπίνης για να το πεις. Γράφεται και «όπως + δήποτε».
- Λέγε, θα πάμε το βράδυ;
- Ναι ρε είπαμε. Όπως και δήποτε!
Δες και σωποδήποτε και διαχωριστικό και.
Got a better definition? Add it!
Το λέμε για να δείξουμε μεγάλη τρομάρα. Χρησιμοποιείται και ως κλάνω πατάτες / φασκόμηλο / μαλλί / μπάμιες με την ίδια σημασία.
Με το που είδα τι γομάρι ήταν έκλασα μέντες και του ζήτησα συγνώμη.
Βλ. και κλάνω πετούγιες
Got a better definition? Add it!