Further tags

Χιουμοριστικός όρος για κάποιον που κάνει μπανιστήρι, συνήθως μικρής (σχολικής) ηλικίας. Έγινε γνωστό από παλαιότερη χιουμοριστική εκπομπή του Μάρκου Σεφερλή.

(ο μικρός Νικολάκης παίρνει μάτι τους γείτονες να βγάζουν τα μάτια τους)
- Επ Νικολάκη, τί κάνεις εδώ πονηρούλη; Τον μικρό τυμπανιστηρτζή;

(από Khan, 05/02/11)(από Khan, 01/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ερχόμενη να ενισχύσει το δόγμα «η κατοχή είναι μισή ιδιοκτησία», η έκφραση τσάκα πίκω ακολουθούμενη πολλές φορές από την αφηρημένη έννοια μπέρμπι λίκω ή/και το πέρασμα του αντικειμένου/μήλου της Έριδος ανάμεσα από τα πόδια του έχοντος και κατέχοντος, σφράγιζε την μονιμότητα της αλλαγής ιδιοκτησίας (και μάλιστα μονομερώς) για τις ηλικίες όπου η μεταβίβαση τίτλων μέσω σχετικού συμβολαίου ή δια της στρατιωτικής ή άλλης βίας δεν ήταν πρακτικώς δυνατή.

- Γιαννάκηηηηη... θα μου δώσεις το αυτοκινητάκι σου να παίξω κι εγώ λίγο και μετά να στο ξαναδώσω;
- Να, πάρ' το.
- Τσάκα πίκω.
- ΟΥΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ!! Μου πήρε το αυτοκινητάκι μου!

Ράδιο Αρβύλα, 15/11/2010. Δεν είναι, ωστόσο, σαφής η σημασία του λήμματος. (από patsis, 20/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φωνητική προσπάθεια απόδοσης του ήχου της μίζας. Επειδή αρκετοί συνάνθρωποί μας δεν παίρνουν μπρος με το κατευθείαν, είναι μία φιλική προσπάθεια να τους βοηθήσουμε να κατανοήσουν έστω και καθυστερημένα αυτό που τους λέμε.

- Ρε παιδί μου πρώτα το πιάνεις καλά και μετά το κουνάς πάνω κάτω. - Δηλαδή πώς, τι;
- Γκιρ γκιρ γκιρ γκιρ γκιρ...
- Άααα, τώωωωρα κατάλαβα.
- Α να γεια σου. Ανάσταση! Α και πού 'σαι, με μέτρο, δεν είναι για χόρταση.

(από patsis, 18/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεγάλη εφεύρεση η λιγοψηφία, αν και κατάφωρα αντίθετη προς τη δημοκρατική παράδοση της πατρίδας μας. Όταν πιτσιρικάδες θέλαμε να χωριστούμε σε ομάδες, κάναμε έναν κύκλο και φωνάζοντας «η λιγοψηφία κερδίιιιιιιι-ζει» τείναμε το χέρι προς το κέντρο του κύκλου με την παλάμη είτε προς τα πάνω είτε προς τα κάτω (ακριβώς πάνω στο ζει και μετά το παρατεταμένο ιιιιιι της προετοιμασίας). Μεταξύ των χεριών που ήταν με την παλάμη προς τα πάνω και αυτών με την παλάμη προς τα κάτω κέρδιζαν αυτά που ήταν λιγότερα, εξ ου και η έκφραση.

- Η λιγοψηφία κερδίιιιιιιιιι-ζει!
- 1, 2, 3, 4 ανοιχτά και 5 κλειστά.
- Αχ Γιωργάκη είμαστε μαζί. Πολύ χαίρομαι.
- Δε στρέχει, γιατί εσύ έβαλες το χέρι τελευταίος. - Όχι, όχι δεν το έβαλα τελευταίος. Στρέχει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ενισχυμένο λιαξ με την προσθήκη του αρακατάνγκ, το οποίο, άγνωστο γιατί, φέρνει σε μια γενικότερη αηδία.

- Έκλανα και ρευόμουν μαζί ρε μαλάκα. Πρώτη φορά το κατάφερα αυτό!
- Λιαξ αρακατάνγκ ρε νεάτερνταλ! Τι μάρκα μαλάκας είσαι εσύ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράφραση της γνωστής έκφρασης «τα κάνω λαμπόγυαλο». Δεδομένης της έλλειψης ετυμολογικής ερμηνείας της λέξης γιάμπαλα τόσο στα ελληνικά, όσο και στις περισσότερες γλώσσες και διαλέκτους της υφηλίου, εξετάζεται το ενδεχόμενο να προέκυψε τυχαία από άστοχο αναγραμματισμό της λέξης λαμπόγυαλο.

Μπήκε στο μαγαζί χαλαρός αλλά μόλις είδε τη Σούλα με τον Σάκη γυάλισε το μάτι του αδερφάκι μου και τα έκανε γιάμπαλα. Πέντε νοματαίοι και δεν μπορούσαν να τον κάνουν ζάφτι σου λέω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το hardcore (σκληροπηρυνικό). Έκφραση για δύσκολες καταστάσεις και σκληρούς προγραμματιστές με μεγάλα @@. Κυκλοφορεί ως έκφραση στην ελληνική demoscene community.

Πώπω ο τύπος έγραψε ολόκληρο τον κώδικα 100% σε assembly. Μιλάμε για πολύ κορίλα!!!

(από GATZMAN, 22/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συντομογραφία της πρότασης «που ρουφάνε».

Κοινώς ο... ποιητής θέλει ένα καλαμάκι για το καφέ-χυμό ή άλλο ποτό που θέλει να απολαύσει και δεν γίνεται χωρίς αυτό.

(Δείχνοντας τον καφέ-φραπέ:)

- Θα μου φέρεις ένα πουρουφάν;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η καληνύχτα μαζί με τη νύστα, συνήθως λέγεται μαζί με χασμουρητό.

- Πώπωωω, είμαι χώμα, πάω να την πέσω για ύπνο.
- Άντε... καληνύυυστα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η καληνύχτα μαζί με την νύστα, συνήθως λέγεται μαζί με χασμουρητό.

- Πωπωωω, είμαι χώμα, πάω να την πέσω για ύπνο. - Άντε... καληνύυυυυστα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified