Μένω κάγκελο, μένω έκπληκτος (σε θετική ή αρνητική έκπληξη).
- Ρε, είδα την Μαρία χτες.
- Και;
- Την είδα και έμεινα πούστης. Αδυνάτισε πολύ τελευταία.
Μένω κάγκελο, μένω έκπληκτος (σε θετική ή αρνητική έκπληξη).
- Ρε, είδα την Μαρία χτες.
- Και;
- Την είδα και έμεινα πούστης. Αδυνάτισε πολύ τελευταία.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ως επίθετο, με την έννοια: όσο πρέπει, αρκούδως.
Εκνευριστική ψιλοτρεντουριά.
- Χόρτασες;
- Τόσο όσο!
- Είναι υγρό το μουνί της Μάρως;
- Τόσο όσο!
Got a better definition? Add it!
Οι εργασίες που γίνονται νύχτα, όταν δηλαδή κανείς δεν βλέπει ή/και δεν μπορεί να ελέγξει. Συνήθως αφορούν αυθαίρετες κατασκευές ή τεσπα μπλεγμένες κι αξεμπέρδευτες ιστορίες για αγρίους με πολεοδομίες κλπ.
Καμία σχέση με τη Νύχτα, της οποίας αξίζει ειδικό λήμμα και το καβαντζώνω και μην τολμήσει κανείς γιατί τον έφαγα.
- Τι έγινε τελικά, επισκεύασες τη μάντρα;
- Μπα... έχω μπλέξει, δεν βρίσκω σε ποιανού την αρμοδιότητα εμπίπτει, δε βγάζω άκρη ούτε με το λιμενικό, ούτε με τον δήμο, ούτε με την πολεοδομία...
- Σε βλέπω για νυχτικές δουλειές...
- Α να γεια σου... Λίγο τσιμεντάκι από δω κι από κει και τελειώσαμε, κανείς δεν θα το πάρει πρέφα.
Got a better definition? Add it!
Υπερθετικός του υπερθετικού. Όταν η ιδιότητα / το χαρακτηριστικό / η συμπεριφορά κάποιου ξεπερνάει την κόκκινη γραμμή της ζωής...
Βλ. και λίγο πιο χαζός και πεθαίνεις
Καλά, ο Πέτρος είναι ντιπ βλακόμετρο. Πιο βλακόμετρο πεθαίνεις...
Got a better definition? Add it!
Ο τόπος που είναι κυριολεκτικά και μεταφορικά μπάτε σκύλοι αλέστε. Αναφέρεται στην χαρακτηριστική παρουσία αγελών αδέσποτων σκύλων σε πολλά ελληνικά δημόσια κτήρια, συνήθως σε Πανεπιστήμια και Νοσοκομεία.
Τους σκύλους ταΐζουν ή προστατεύουν διάφοροι ζωόφιλοι (άλλη μια παραφιλία), τζιβάτοι και άλλοι εξαρχειωμένοι τύποι.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Φίλοι ναζιάρηδες που τους ενώνουν παλιά δεσμά (χειροπέδες, μαστίγια, νουντσάκου, διάφορα μαύρα δερμάτινα παραφερνάλια) και χόμπι (πάκι μπάτσινγκ, σ(ωματ)οδομισμός, εκδορά μικρών θηλαστικών).
Δεν έχουν ιδιαίτερη έφεση στην σλανγκ, νομίζω;
Βλ. επίσης: ναζός, αυγά, χρυσά αυγά, χρυσαύγουλα, πουστωδία, 88.
Πάσα: ΜΧΣ.
- Ο Άδωνις και ο Κασιδιάρης γνωρίζονται από παλιά, φίλοι αδολφικοί που λένε.
(τσίου, εδώ)
- Ακροδεξιό Αδέξιο Αδολφάτο Σε λίγο θα μυνήσουν τους εαυτούς τους για «ακατάσχετη ακράτεια ήθους», και τον Θεούλι, για «μη ελεγχόμενη βιοποικιλότητα κατά την δημιουργία», (σχέδια, χρώματα, διαστάσεις κτλ)
(εκεί)
Got a better definition? Add it!
Φράση που χρησιμοποιείται όταν κάποιος, ηθελημένα ή μη, εξωραΐζει ή υπερεκτιμά πέρα από τις περιορισμένες δυνατότητές της, μια κατάσταση ή ένα αντικείμενο.
1
- Πώς πάει με την Κατερίνα ρε;
- Μια χαρά ρε είμαστε πολύ καλά τελευταία.
- Δηλαδή βλέπεις κουλούρα;
- Καλά ντάξει, μην το κάνεις σούζα.
2
- Πήρα μια ζώνη αδυνατίσματος απο αυτά τα telemarketing.
- Κάνει δουλειά;
- Έχω χάσει 2 κιλά μέχρι τώρα. Δεν ξέρω, ξυπνάω το πρωί και έχω περισσότερη ενέργεια. Άσε που πρήστηκαν και οι κοιλιακοί μου.
- Άραξε, μη κάνεις σούζα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Χρηματικό ποσό που καταβάλλεται σε κάποιον δικαιούχο και που όμως αποτελεί ένα μόνο μικρό κλάσμα της συνολικής οφειλής, η οποία βέβαια στις μέρες που ζούμε είναι άγνωστο αν και πότε θα εξοφληθεί ολόκληρη.
Συνέχισε ο ΕΟΠΥΥ με τις ευλογίες όλων των ...παρεπιδημούντων την πληρωμή μας με την μέθοδο των ...σφηνακίων . Καθιερώνεται πλέον ΟΡΙΣΤΙΚΩΣ η μέθοδος αυτή χωρίς να ληφθεί υπόψην ότι οι επιταγές μας δεν ειναι ...σφηνάκια! Και ότι οι κατασχέσεις πάνε σύννεφο!!!
Got a better definition? Add it!
Όταν δεν επικοινωνεί το μυαλό, δεν κάνει ρέτζιστερ. Λέγεται όταν τρώει κόλλημα/σκαλώνει ο εγκέφαλος και δεν μπορεί με τίποτα να φέρει στην επιφάνεια μια παλιά εικόνα, μια ιστορία, ένα πρόσωπο. Πχ όταν βλέπεις ένα γνωστό στον δρόμο, η φάτσα του σου φαίνεται γνωστή αλλά δεν μπορείς με τίποτα να θυμηθείς από πού τον ξές, πόσο μάλλον το όνομα του.
Είναι μάλλον δάνειο από το σύμπαν των Η/Υ, όπως τάχαμου η Μνήμη τυχαίας προσπέλασης (RAM) δεν επικοινωνεί με τον σκληρό δίσκο δηλαδή την Κύρια ή κεντρική μνήμη.
register /ˈredʒɪstəʳ/ = εγγράφω, εγγράφομαι.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
... ρωτάμε όταν θέλουμε να μάθουμε την τιμή του γραμμαρίου ή του κομματιού.
Στον προφορικό ''με το μπόσο''.
- Παίζει τίποτα;
- Όλο και κάτι..
- Τι και με τον πόσο;;
- Από τούτο, με τον 10.
Got a better definition? Add it!