Further tags

Οι όρχεις, το ανδρικό μόριο.

Θα σου γαμήσω τα πρέκια...

(από Galadriel, 28/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Φράση που χρησιμοποιείται αντί της φράσης γαμώ την Αμερική και αναφέρεται στον Χριστόφορο Κολόμβο που την ανακάλυψε.

Αυτός ο Μπους δεν παιζεται με τίποτα. Κάνει ό,τι γουστάρει και δεν δίνει λογαριασμό σε κανένα. Γαμώ τον Χριστόφορο τον πούστη!

και να καίει, ωρέ! (από MXΣ, 17/03/12)(από Vrastaman, 17/03/12)

Δες και γαμώ την περιέργεια του Κολόμβου

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλαιομοδίτικη φράση, συνώνυμη με τις εκφράσεις:

  • να χαθεί
  • να πάει στο διάολο
  • να πά' να γαμηθεί
  • να πά' να χεστεί
  • να πά' ν' αυτώσει
  • δεν (μου) γαμιέται

κλπ. Εδώ προφανώς υπονοείται το χρώμα του σπέρματος.

Δεν πά' να γαμηθείς ν' ασπρίσεις, λέω 'γω, που ήρθες να μου πεις ότι δεν οδηγώ καλά... Αν δεν σ' αρέσει, να παίρνεις ταρίφα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιομοδίτικο, αλλά εν χρήσει.
α. σα να λέμε: «του πούστη».
β. συμπληρώνει και ενισχύει τα υβριστικά επίθετα

α. - Πήγα πάλι από κει και ήταν κλειστό. Ε, του κερατά, δεν ξαναπάω.

β. - Αυτός, είναι μια παλιόπουστα του κερατά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τον πούλο: Πα να φύγουμε (στη παρέα) , ή φύγε από 'δω ( σε τσαμπουκά).

- Ωχ σηκώνουνε καρέκλες (σε μαγαζί)
- Αντε τον πούλο..

- Παρ' τον πούλο ρε παλιόπουστα, μη σε γαμήσω επαέ..

Γιώργος Γεωργίου, στο 1:01. (από patsis, 22/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται προς αποφυγή εξύβρισης της Αειπαρθένου Μαρίας (Παναγίας).

Γαμώ την πανακόλα μου, γαμώ. Πάλι ο μαλάκας ο Σάκης δεν έβαλε βενζίνη στο αμάξι και μας βλέπω να μένουμε σε λίγο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δηλώνει έλλειψη πίστης σε απειλές που εκσφενδονίζονται από κάποιον άλλο.

- Θα σε σκίσω ρε πούστη!!!
- Θα μου κλάσεις (τ'αρχίδια)...

(από xalikoutis, 19/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Τυπάκι με κοντό σορτσάκι adidas 80's και άπειρη τρίχα στο πόδι. Στην παραλία παίζει συνέχεια με ρακέτες «το αγόρι» και φορά speedo μαγιουδάκι. Το βράδυ εντοπίζεται με συκοφανέλα διχτυωτή, μπράτσα έξω, λακ, σκαρπίνι, μαύρο κολλητό παντελόνι πάνω από τον αφαλό, αλλά Βαν-Νταμ και κάλτσα στα αρχίδια...

- Τον είδες τον gogo boy;
- Για τον μπούτσο....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται στην Ιθάκη και προέρχεται από το «Δίαβολε, να μπεις μέσα του». Αντίστοιχο με το άντε γαμήσου, αλλά πιο ήπιο.

-Με τρόμαξες, ωρέ διαλέμπαμεσασου

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απειλητική φρασεολογία η οποία χρησιμοποιείται όταν έχει κανείς περιέλθει σε μια απίστευτη κατάσταση θυμού. Το ταμτιριρί μπορεί να συμβολίζει το πιο αδύναμο στοιχείο ενός ατόμου, κυρίως αυτού στο οποίο επιτιθέμεθα. Δηλαδή, το ταμτιριρί μπορεί να είναι η γυναίκα του αχώνευτου γείτονα, η μάνα του άδικου διαιτητή, το σπίτι του σπαγκοραμμένου αφεντικού μας κ.ο.κ.

- Του καριόλη του διπλανού θα του γαμήσω το ταμτιριρί αν ξαναπαρκάρει μπροστά στο γκαράζ!!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified