Χαμένος από χέρι, χωρίς περίπτωση θετικού αποτελέσματος ή έκβασης.
Καλά ρε, σε αυτό το ψωράλογο έβαλες όλα σου τα λεφτά; Αυτό είναι καμένο χαρτί.
Χαμένος από χέρι, χωρίς περίπτωση θετικού αποτελέσματος ή έκβασης.
Καλά ρε, σε αυτό το ψωράλογο έβαλες όλα σου τα λεφτά; Αυτό είναι καμένο χαρτί.
Got a better definition? Add it!
Το μπανιστήρι, η ηδονοβλεψία. Λέγεται και «κάνω μάτι».
- Αν την ρίξεις την γκόμενα θα με αφήσεις να πάρω μάτι; - Τι λες ρε ανώμαλε, αντί να βρεις και εσύ καμία μπας και ξελαμπικάρεις, θες να πάρεις μάτι.
Βλ. και μπανιζοκοζαρίζω, μπανιστηροκάμερα, μπανίζω
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Προέρχεται από μια παροιμία των Μάγιας, «τρεις το πούτσο κλαίγανε», που αναφέρεται σε τρεις γκόμενες του μακαρίτη! Σημαίνει στεναχώρια χωρίς ουσία, αφού δεν αλλάζει με κάποιο τρόπο. Και τελικά κάτι ανούσιο, ανάξιο λόγου.
- Να πάμε να διαμαρτυρηθούμε.
- Τώρα μάλιστα, τον πούτσο κλαίγανε...
Got a better definition? Add it!
Προκύπτει από το «παρτούζα».
(www.angelfire.com) «40άρα θέλει πάρτυ με ούζα στον κώλο της...»
- Τι θα κάνουμε απόψε Χαράλαμπε;
- Δεν λες στην αδερφή σου να περάσει για τίποτα πάρτυ με ούζα;
- Άααα, δεν πίνω απόψε! (άσχετη)
Got a better definition? Add it!
Αποχαιρετώ, λέω αντίο. Από τον παραδοσιακό τρόπο αποχαιρετισμού, κουνώντας ένα λευκό μαντήλι.
-Άντε έλα να χαιρετηθούμε.
-Τι δεν θα με πας μέχρι τον έλεγχο;
-Μήπως θες να περιμένω και μέχρι να φύγει το αεροπλάνο ώστε να σου κουνήσω το μαντήλι;
Got a better definition? Add it!
Το βρίσιμο, συνήθως η βλαστήμια, το βρίσιμο των θείων.
Παναγιώτη σταμάτα να τσιμπάς τον παππού γιατί αν ξυπνήσει θα σου κατεβάσει κανένα καντήλι και θα έχει και δίκιο.
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
Εννοούμε φοράω τα κέρατα. Το να απατάς/κερατώνεις τον/την σύντροφό σου.
Καλά δεν τα 'μαθες; Που έμαθε ο Γρηγόρης πως τόσο καιρό η Τούλα του τα φόραγε με τον κολλητό του τον Παναγιώτη και τους πήρε και τους δυο στο κυνήγι με το κουζινομάχαιρο μέσα στην ταβέρνα.
Got a better definition? Add it!
Συγκινούμαι βαθιά.
- Αχ Μπάμπη, θυμήθηκα χθες τον σκύλο που είχαμε στο χωριό και με πήραν τα σορόπια, μεγάλη γυναίκα...
- Πάλι μπάμιες;
βλ. και ζουμιά 1.
Got a better definition? Add it!