Further tags

Χρησιμοποιείται μεταφορικά όταν θέλουμε να πούμε ότι το φαγητό που θα φάμε δεν είναι και τίποτα το ιδιαίτερο.

- Τι φαΐ θα φάμε σήμερα;
- Σκατά με φράουλες.

.. (από MXΣ, 23/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αντικείμενα ευτελούς συνήθως αξίας και εξαιρετικά αμφιβόλου χρησιμότητας τα οποία θεωρούμε απολύτως απαραίτητα και σέρνουμε μαζί μας όπου κι αν πάμε. Χαρακτηριστικά, η πλήρης οικοσκευή που φορτώνει στη σχάρα του Χιουντάι η μέση Ελληνική οικογένεια όταν πάει πουσουκού στο «κτήμα». Επίσης, το περιεχόμενο της τσάντας με τις πολλές θήκες του κάθε ερασιτέχνη φωτογράφου που έχει να δείξει παρουσία τουλάχιστον σε μια έκθεση. Ό,τι έχει μέσα το μέσο γυναικείο νεσεσέρ.

Δεν παίζεται η Ρούλα. Είπε να 'ρθει να μείνει ένα βράδυ διότι τη σούταρε ο δικός της και κουβάλησε όλα τα τσιμπράγκαλά της κι εγκαταστάθηκε. Ως και το γουόκ έφερε διότι, λέει, κάνει μια δίαιτα Κινέζικη και τα λαχανικά πρέπει να είναι τραγανά. Έλα μουνί στον τόπο σου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ζεστό πολτώδες ή κολλώδες φαγητό (π.χ. πουρές, ψωμί) που, άμα το φας αμέσως και βιαστικά, κάθεται βαρύ στο στομάχι.

- Μόλις το ξεφούρνισα το εξαφάνισα και μού 'κατσε σαν μπλάστρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το hardcore (σκληροπηρυνικό). Έκφραση για δύσκολες καταστάσεις και σκληρούς προγραμματιστές με μεγάλα @@. Κυκλοφορεί ως έκφραση στην ελληνική demoscene community.

Πώπω ο τύπος έγραψε ολόκληρο τον κώδικα 100% σε assembly. Μιλάμε για πολύ κορίλα!!!

(από GATZMAN, 22/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ασήμαντο, ανάξιο λόγου.

Αυτή είναι τραγουδίστρια του κώλου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συντομογραφία της πρότασης «που ρουφάνε».

Κοινώς ο... ποιητής θέλει ένα καλαμάκι για το καφέ-χυμό ή άλλο ποτό που θέλει να απολαύσει και δεν γίνεται χωρίς αυτό.

(Δείχνοντας τον καφέ-φραπέ:)

- Θα μου φέρεις ένα πουρουφάν;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαώδης κατάσταση, άνω-κάτω, ό,τι νά 'ναι όπως νά 'ναι, αλαλούμ. Αναφέρεται κυρίως για χώρο αλλά και για μία κατάσταση.

  1. - Τι κουβαλάει αυτός στην καρότσα, του αυτοκινήτου του; - Πωπώ... Τσιτσέλε μαρινέλε!

  2. - Πρόσεχε μη τα ρίξεις πάλι, γιατί την άλλη φορά έγιναν όλα τσιτσέλε μαρινέλε.

Marinele Pen (από GATZMAN, 20/11/10)Τουκανισμός: Ο εραστής της Τσιτσιολίνας θεωρείται ως ο 2ος σημαντικότερος καλλιτέχνης της εποχής μας (εμπορικώς τουλάχιστον). (από Khan, 21/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Ο-πού-τσαρος και η μοίρα του»

Λόγω μεγέθους τον φοβούνται οι γυναίκες.

- Μαλάκα με την κρεατόβεργα που έχει ο Ανδρέας, όπου τσάρος και η μοίρα του!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάτι εντελώς απίστευτο, κουφό, άκυρο, καμένο.

  1. Χάχαχα!! Ρε μαλάκα, δεν υπάρχει αυτό το ανέκδοτο που είπες!!

  2. Τι καμένη ταινία! Δεν υπάρχει, μιλάμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τεχνητό πλαστικό εργαλείο το οποίο εξομοιώνει το ανδρικό πέος. Γίνεται χρήση του (σαν έκφραση) για άντρες που κουράζονται εύκολα στο σεξ ή δεν έχουν συχνές σεξουαλικές επαφές, οπότε χρειάζονται βοήθεια.

- Είδες τον Κώστα με την Ελένη; Τσαντισμένη την είδα.
- Άσε ρε φίλε, ο Κώστας δεν την πηδάει καλά, τον βλέπω να πηγαίνει για υπερπέος ρεζέρβα και αυτός.

Got a better definition? Add it!

Published