Κατά νεανικό ευφημισμό, το τσιγαριλίκι. Έκφραση που προέρχεται από το αποτέλεσμα της κατανάλωσης ινδικής καννάβεως, δηλ. τη δημιουργία καλής διάθεσης, χωρίς αιτία. Χαρακτηριστική εικόνα και από τον κινηματογράφο, όπου όσοι εμφανίζονται με νταφού στο στόμα, χαζογελάνε και βρίσκονται σε ευθυμία.

Στίχοι Τζίμη Πανούση:

«Μια αφίσα Τσε Γκεβάρα λίγα γελαστά τσιγάρα κλείνω στο δωμάτιο μου παίρνω τον ομματιών μου κάνω κότσο το μαλλί μου και μαθαίνω στο παιδί μου να μισεί το Φρανκ Σινάτρα να τη βγάζει τσάτρα-πάτρα»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν την ακούει κανείς μετά από χρήση ευφορικών μέσων (αλκοόλ, φάρμακα, ναρκωτικές ουσίες και χημικά πτητικά υγρά). Χαρακτηρίζεται από χαλαρότητα, καλή διάθεση και βλακώδες χαμόγελο ή ακατάσχετο γέλιο, ζαλάδα και μειωμένες αναστολές.

Γενικότερα δημιουργείται στο υποκείμενο μια τάση για αποφυγή της πραγματικότητας και αδιαφορία για τις κοινωνικές επιταγές.

Όπως θα έλεγε κι ο Σιγμούνδος τείνει να εξωτερικευτεί το υποσυνείδητό μας παραμερίζοντας το εγώ. Για το υπερεγώ δεν το συζητάμε καθόλου, είναι το πρώτο θύμα της κραιπάλης.

- Θα πιούμε άλλο ένα υποβρύχιο;
- Όχι. Έχω κάνει καλό κεφάλι ρε νεροχύτη και δεν θέλω να το χαλάσω, να πέσω.

(από perkins, 07/06/10)(από perkins, 07/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified