Εφηβική χαζομάρα της δεκαετίας '80. Λεγόταν κυρίως μεταξύ των κοριτσιών, νομίζω. Ήταν δήθεν συνθηματικό για τις περιπτώσεις όπου κάτι παιζόταν με κανα σερνικό. Πολύ περισσότερο όμως, ήταν σαχλό. Είχε και ευρύτερη εφαρμογή από το σεξουαλικόν της υπόθεσης.

Ποτέ δεν λέγεται με ολοκληρωμένες τις προτάσεις του. Αντιθέτως λέγεται σαν στιχάκι, με ανεβοκατέβασμα του τόνου της φωνής, ανάλογα με τις απαιτήσεις της φράσης.

Χρησιμοποιείται και ως μονόλογος (και τότε το λέμε γοργά, μηχανικά) και ως διάλογος.

  1. - Λες να (μου κάτσει);
    - Μπα, δε (νομίζω)...
    - Κι αν ναι;
    - Ε τότε ... (θα γίνει της πουτάνας)!

  2. - Λες να (μπω στη σχολή);
    - Μπα, δεν (το βλέπω)!
    - Κι αν ναι;
    - Ε τότε ... (θα μας γίνεις ψώνιο)!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

...και κάτι ψιλά, περασμένα.

  1. Η ομάδα έφαγε ήττα στο ενενήντα-φεύγα (=90ό λεπτό και κάτι)

  2. Ρε η Λιλίκα τα έφτιαξε με έναν παππού πενήντα φεύγα (=50+)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άστα να πάνε.

astalavista ρε man .

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φήμη, κάτι που ακούγεται γενικότερα, διαδίδεται και πιστεύεται οτι είναι αλήθεια σαν μυθολογία, αλλά κανένας δεν ξέρει απο πού προέκυψε η κυκλοφορία και να την επιβεβαιώσει.

- Ρε, πού χάθηκε αυτός ο ηθοποιός; Άκουσα πήγε Αμερική να κάνει διεθνή καριέρα.
- Κι εγώ το έχω ακούσει, αλλά το έψαξα στο Ίντερνετ και δε βρήκα τίποτα τέτοιο, μάλλον urban legend είναι.
- Τι λε ρε; Αφού όλοι έτσι λένε, ότι πήγε Αμερική.
- ... Ε, τι να σου πω.

Βλέπε και αστικός μύθος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση με την οποία υποτιμούμε την σοβαρότητα των λόγων ή των πράξεων ενός ανθρώπου, αλλά και αυτού του ίδιου συνολικά.

Έχει ένα υποβόσκον πατρονάρισμα· το «καλά» ως συμφωνία χρησιμοποιείται ειρωνικά/συγκαταβατικά (με την κακή έννοια). Την μισή δουλειά την κάνει η εκφορά, γι’ αυτό στον γραπτό λόγο συνήθως ακολουθείται από αποσιωπητικά - επιφυλάσσομαι για ανάρτηση ηχητικού.

Συγγενεύει με το ό,τι νά 'ναι, το φέξε μου και γλίστρησα, τα πιάσαμε τα λεφτά μας κλπ. Λέγεται και «άι καλά».

  1. Από εδώ:

Α,ΚΑΛΑ ΣΚΑΝΕ ΟΙ ΒΟΜΒΕΣ Η ΜΙΑ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΛΛΗ.ΚΑΛΑ ΤΙ ΣΟΙ ΖΕΥΓΑΡΙ ΕΙΝΑΙ.ΤΑ ΕΧΟΥΝ 7 ΧΡΟΝΙΑ ΚΑΙ ΔΕΝ ΜΕΝΟΥΝΕ ΜΑΖΙ.ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΤΟ ΑΚΟΥΩ.

  1. Από εδώ:

Αυτό είναι το σκηνικό δράσης του νέου, 12ου συνολικά, δίσκου τους. Αν όμως έχετε ήδη αρχίσει τα «α, καλά, κατάλαβα», τότε έχετε κάνει το ολέθριο λάθος να υποτιμήσετε την κλάση των Metallica.

  1. Από εδώ:

αϊ καλά, το iphone που λεςτο μπέρδεψα με το iphoto

Got a better definition? Add it!

Published

Χρησιμοποιείται όπως και τα "μα μου ιστορίες", "σού 'πα μού 'πες μανταλάκια" και χρησιμοποιείται για να δηλώσει την ύπαρξη ενός διαλόγου που παραλείπεται είτε για ευνόητους λόγους, είτε γιατί είναι περιττό να αναφερθεί.

- Τι έκανε ο Βαγγέλης όταν του είπες ότι τον κεράτωσε η Φιόνα;
- Πήγα σπίτι του, του είπα α ου (σου - μου, μα μου σου του ή μα μου ιστορίες) και εκείνος την πήρε και την έκραξε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δάνειος όρος από τη γειτονική μας Ιταλία. Χρησιμοποιείται για να δηλώσει τις ανεξέλεγκτες παραγγελίες, κυρίως φαγητού αλλά και ποτού.

Χτες φάγαμε τον άμπακο. Ο μαλάκας ο Θοδωρής παράγγελνε αβολοντέ. Και πέντε λεπτά πριν έλεγε ότι και καλά δεν πεινάει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως και το με δικά σου λόγια!, η φράση «άγνωστες λέξεις» προέρχεται από το σχολείο και το φροντιστήριο, από τα γλωσσικά μαθήματα (ελληνικά και ξένων γλώσσων). Ο διδάσκων, μετά την ανάγνωση κάποιου κειμένου, καλεί τους μαθητές να του επισημάνουν τους όρους το περιεχόμενο των οποίων αγνοούν, για να τους διαφωτίσει.

Στη σλανγκ κυρίως βρίσκει χρήση σε καταστάσεις όπου ο χρήστης δεν θέλει να εμπλακεί σε συζήτηση για πολύπλοκα, τεχνικά ή αόριστα θέματα και εγκαλεί τον συζητητή του για το βαρύγδουπο των εκφράσεων που χρησιμοποιεί. Ειδικά σε περιπτώσεις που οι όροι που χρησιμοποιούνται είναι δυσανάλογα βαρύγδουποι και σύνθετοι για το θέμα. Δεν σημαίνει δηλαδή απαραίτητα άγνοια των όρων, αλλά διάθεση απεμπλοκής από συζήτηση πριν αυτή καταλήξει στο να πεις «ε, το το γάμησες και ψόφησε».

- Κοίτα Λευτέρη, θεωρώ αποκλειστικά υπεύθυνο το Λουζιτανό γιατί με τους ντιλετάντικους χειρισμούς του στην άρρητη δυναμική των αποδυτηρίων αποδόμησε την, ανασταλτική κυρίως, παρρησία της ομάδας...
- Ώπα δικέ μου, έχω άγνωστες λέξεις... Θες να πεις ότι ήταν μαλάκας με τους παίχτες; Εγώ νομίζω ότι και οι παίχτες ήταν μαλάκες...
- Εεε, κι αυτό σωστό...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση με πολλές νοηματικές αποχρώσεις της ίδιας κεντρικής ιδέας:

  1. Ηθικώς ανέξοδα, ανεύθυνα.
  2. Αέρας κοπανιστός, αρχίδια - μάντολες.
  3. Μια τρύπα στο νερό.
  4. Χύμα στο κύμα.
  5. Μην την ψάχνεις.
  6. Αεριτζίδικα και, συνεκδ., τζάμπα και βερεσέ, αδικοχαμένα λεφτά.

Ετυμολογία αδιευκρίνιστη στον γράφοντα. Bana στα τουρκικά σημαίνει σε εμένα.

Βλ. και αέρα πατέρα.

  1. Από εδώ: «Είσαι καλός παίκτης και προφανώς συμφωνείς, όταν είσαι ΜΟΝΟΣ ΣΟΥ ουσιαστικά και αουτσάιντερ, μόνο αν βαρέσεις το φαβορί μπορεί να πάρεις τη θέση του, αλλιώς πάντα αουτσάιντερ θα είσαι. Και το ότι δεν μας έβαλε κανείς στο λέω, γιατί το γνωρίζω από πρώτο χέρι, όχι έτσι αέρα-μπανά.»

  2. Από εδώ: «Πάει εκείνη η εποχή που έπαιρνες ένα οικονομικό ψυγείο-για παράδειγμα-και «κρατούσε». Οι περισσότεροι πουλάνε μούρη κι αέρα μπανά.»

  3. Από εδώ: «Θα σε παρακαλούσα να προσέχεις λίγο τις εκφράσεις σου. Η Βικιπαίδεια δεν είναι χώρος πολιτικών τοποθετήσεων οτι μπαίνη εδώ μπαίνη τεκμηριωμένο και με πηγές όχι αέρα μπανά , γιαυτό καλό είναι όταν λές κάτι να το τεκμηριώνεις κιόλας» (sic)

  4. Από εδώ: «Όλη η κοινωνία αντιδρά ενάντια στην Κυβέρνηση των σκανδάλων και των απατεώνων! Όλη; Ακόμα κι οι τσιγγάνοι που πήραν αέρα-μπανά ένα τριχίλιαρο ευρά; Τι παράπονο έχουν κι αυτοί από την Νου Δου; Χαχαχαχαχαχαχαχαχαχαχαχαχα» (sic)

  5. Από εδώ (Γεωργίου σπήκινγκ): «Μια μετοχή που πέφτει είναι ο Ολυμπιακός.. Αέρα μπανά και ότι κάτσει...Ψυχική επαφή με τον προπονητή δεν έχει κανένας παίκτης, τον έχουνε πάρει τον Ιταλό στη πλάκα.»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η παλιά σλανγκιστική συνήθεια του κουτσουρέματος των λέξεων (βλέπε εφτά νομά σ' ένα δωμά, ή και πιο πρόσφατα προχώ, πλερώ, μαλά) περνάει σε κουτσούρεμα πρότασης. Διότι ο προφορικός λόγος είναι πρακτικός και βιαστικός, οπότε για να μην επαναλαμβανόμαστε, λέμε το «αλλα δεν», και εννοούμε την αρνητική έκβαση των γεγονότων.

Επίσης η συγκεκριμένη διατύπωση βρίσκεται μια σκάλα μετά το ξερό «όχι» (λίγο αγενές), στην κλίμακα του «δεν γουστάρω να δώσω λεπτομέρειες. Απαντάμε στην ουσία, αλλά χωρίς μπούρου μπούρου. Τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται.

  1. - Τι έγινε χθες; Σκόραρες;
    - Κοίταξε, το πάλευα από 'δω, το πάλευα από 'κει, αλλά δεν!

  2. - Πάμε διακοπές Πάρο όλη η παλιοπαρέα;
    - Οχι ότι δεν θέλω, αλλά δεν!
    - Κάποια γκομενοδουλειά είναι στη μέση, πες το ρε, κι εμείς το προσκυνήσαμε κάποια στιγμή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified