Φράση που υποδεικνύει τις ιδιαίτερες προτιμήσεις των ονομαζόμενων ομοφυλόφιλων. Η παραπάνω πράξη είναι ιδιαίτερα συνηθισμένη στους κυνηγούς λαγών. Εξ ου και ''το πνίγει το κουνέλι''. Εννοείται το Αρσενικό.

π.χ.- Παιδιά μιλάμε ότι ο τυπάς το καβαλάει το τουφέκι!

Βλ. και την τρίζει την όπισθεν

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιχείρημα απελπισμένου και πάσχοντος από χρόνια αγαμία, ο οποίος διακατεχόμενος επίσης από εκφυλιστικές τάσεις, προσπαθεί να κάμψει τις όποιες αναστολές του εταίρου παρόντος, που δείχνει να θέλει αλλά ταυτόχρονα να φοβάται τους χαρακτηρισμούς πούστης, λόμπας, πισωγλέντης κλπ φαντάζοντας δε στα μάτια του πρώτου ως ξερολούκουμο, τρυφερό πόδι, κλπ.

- Πω-πω αδερφέ μου έχω κάτι κάβλες!!! -Σιγά-σιγά θα μας γαμήσεις όπως πάς.
- Μην ανησυχείς μωρέ, με μια φορά, πούστης δε γίνεσαι.
(30' αργότερα)
-Με την δεύτερη γίνεσαι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κασσάνδρεια προφητική έκφραση, που προοιωνίζει την εκουσία-ακουσία αλλαγή θέσεων μεταξύ αρρένων ομοφύλων συνεύνων, που πλησιάζει με δρασκελιές, κατά τα δημώδη «Αλλάξαμε θέση, μ’ αρέσει-μ’ αρέσει» και το «Άλλαξε ο κολλιές».

Η έκφραση αυτή πλήττει θανάσιμα το κύρος της λαϊκής δοξασίας, σύμφωνα με την οποίαν, ο αρεσκόμενος σε μπαξέδες με λουλούδια, δεν χάνει την αρρενωπότητά του, παρά μάλλον δοκιμάζει απελευθερωμένα το σέξ παντοιοτρόπως, δήθεν για ποικιλία και για χόμπι-χόμπι (βλ. «Τον αράπη και τον πλένεις» με το Βουτσά).

Μάλιστα, γίνεται αναφορά (Ν. Τσιφόρος «Τα παιδιά της πιάτσας» ιστορία «Εκόλ Πολυτεκνίκ» και Η. Πετρόπουλος «Εγχειρίδιο του Καλού Κλέφτη», κεφάλαιο «Ο έρως της κωλοτρυπίδας»), ακόμα και σε άρρενες που υποδύονται περιστασιακά και επ’ ανταλλάγματι το θήλυ, όπως τα παλιά κιοστέκια / κιουτσέκια (τούρκ. kocek), χωρίς να παύουν να κουσουμάρουν (δήθεν αλώβητοι) για ζεϊμπέκια!

Περί ορέξεως, δεν είναι ντης πουτάντουμ βέβαια, αλλά εφιστάται η προσοχή στη λεπτή κόκκινη γραμμή μεταξύ των από πάνω και των από κάτω (τους οποίους οφείλουν να προσέχουν οι πρώτοι κατά τον Θου-Βου).

Σαφής η αναφορά στην επί χρήμασι κωλομπαρδία στο «Από την άκρη της πόλης» του Γιάνναρη, όπου ο πεπειραμένος λομπίσκος προειδοποιεί τον συνάδελφό του, σαν συνεπής επαγγελματίας, να μην αφεθεί στη γλύκα του πάθους και διαβεί το Ρουβήκωνα…

Σχετικές φράσεις:

- Πούστης τον πούστη αγαπά, πουτάνα την πουτάνα κι ο Γιώργης ο κωλομπαράς τους παίρνει όλους σβάρνα!
- Όποιος βλέπει πλάτη, θα δει και μαξιλάρι (!)

- Τονε βλέπεις το Γιώργο; Μεγάλη λόμπα! Παλιός ποδηλατάς βλέπεις…
- Περσινός κωλομπαράς-φετινός πούστης! Αυτό ξέρω εγώ…

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Gay θεωρία συνωμοσίας, απόκρυφη και μυστικιστική, σύμφωνα με την οποία αρχηγός, ηγέτης και καθοδηγητής είναι ο σκληροτράχηλος, ανθεκτικός και υπομονετικός που τον έχει φάει τουλάχιστον μια φορά στη ζωή του.

Εμπνευσμένη από παλιό θρύλο που βρέθηκε γραμμένος στα αρχαία καλιαρντά σε ανασκαφές στα υπόγεια της Μασονικής στοάς Μυκόνου και παρά τον έντονο συμβολισμό του, εντέχνως θεωρήθηκε κυριολεκτικός και αγκαλιάστηκε αμέσως από την καλύτερη οργανωμένη ιστορικά gay μοναστική κοινότητα όπου και εφαρμόζεται ως τις μέρες μας.

Η κατά κόσμον εφαρμογή της προωθείται από έκφυλους ολιγάρχες που απεργάζονται την επιστροφή σε έναν εργασιακό μεσαίωνα.

...... – Σ' αρέσει, τέκνον Ιερόδουλε;
– Μ' αρέσει, αγαπητέ εν Χριστώ αδελφέ και πανοσιολογιότατε Δωρόθεε, αλλά ο κώλος μου ριγεί και ο πόνος με τυλίγει... Προς τί άρα γε;
– Αληθώς λέγω σε... Για να γίνεις Ηγούμενος, πρέπει να σε γαμήσει ο προηγούμενος.

Δες ακόμη: μας πιάσανε στα πράσα και δεν φοράμε ράσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πουστιά. Αλλά το «πουστρηλίκι» φανερώνει μια λίγο πιο μόνιμη ιδιότητα (κατά τα «προεδριλίκι», «παραγοντιλίκι»), είναι τουρκογενής λέξη, οπότε παραπέμπει στα έθιμα της οθωμανικής περιόδου, και είναι κάτι που το ασκεί ως οιονεί εξουσία ο γκέης.

Τι τσατσιές και πουστρηλίκια είναι αυτά, γαμώ το φελέκι μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified