Selected tags

Further tags

Κουνιέμαι υπερβολικά περπατώντας δημοσίως.

Σιγά ρε παιδί μου, μην κουνιέσαι τόσο, θα χυθεί ο αφρός του φραπέ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κουνιέμαι υπερβολικά περπατώντας στον δρόμο.

Η τύπισσα κουνιόταν σα να είχε καταπιεί τον Εγκέλαδο. Όλοι την σχολίαζαν, αλλά αυτή καμάρωνε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που δηλώνει πλήρη αδιαφορία από το άτομο για μια συγκεκριμένη κατάσταση. Συνώνυμο με την έκφραση στ' αρχίδια μου, αλλά περισσότερο εύηχο. Εναλλακτική χρήση: «στον πούτσο μου γαρδένιες».

- Καλά ρε φίλε, φεύγεις για Γροιλανδία έτσι, χωρίς δουλειά, χωρίς να ξέρεις πού θα μείνεις;
- Φίλε εγώ θα πάω και στον πούτσο μου λουλούδια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιφώνημα θαυμασμού ή έκπληξης. Σημαίνει τι λες ρε;!.

- Κέρδισε το Λότο ο Λέλος!
- Τελέρε παιδί μου! Σοβαρά; Ν' αρχίσω να του ξαναμιλάω δηλαδή;

Παράβαλε και δεμελέρε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τελείως φαλάκρας. Ο γλόμπος. El globo στα λατινικά.

- Πώς έγινες έτσι ρε βλάκα;! Χαχαχ...
- Μου κόλλησαν τσίχλα στα μαλλιά και τα πήρα όλα γουλί. Δε γινόταν αλλιώς. Ελ γλόμπο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ένας άνθρωπος που έχει ξεπεράσει τα επίπεδα ενός απλού μαλάκα.
  2. Αθάνατη ελληνική έκφραση των ελληνικών cult ταινιών των 80's.

- Πού πας με αυτό το σαράβαλο ρε ολυμπιονίκη μαλάκα;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση για μεθύστακες εμπνευσμένη από τον αθάνατο ελληνικό ήρωα των ταινιών του 50-60.

Κάθε μέρα ο γέρος μου γυρνάει μεθυσμένος. Έχει γίνει Ορέστης Μακρής.

(από rigo21, 07/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο καταδότης, το καρφί, ο χαφιές.
Έκφραση εμνευσμένη από τον αγαπημένο κακό των παλιών ελληνικών ταινιών.

- Κατάλαβες τι έκανε το κωλόπαιδο; Μας κάρφωσεο ο βρωμο-Ανέστης Βλάχος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τυφλός, ο γκαβούλιακας.

(Γεωργίου): Η διαφορά είναι τόσο εμφανής που την βλέπει και ο Ανέστης Βλάχος με το προσελάνινο μάτι!!!

(από polemarxos90, 29/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γίνομαι / έγινα γκολ: έχω λιώσει στο μεθύσι.

Άστα δικέ μου, ήπιαμε τα ξύδια μας χθες και γίναμε γκολ.

Δες και λιάρδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified