Selected tags

Further tags

Η κατακλείδα για ότι σου τη σπάει, σε χαλάει, δηλαδή για τα πάντα ΟΛΑ. Το κερασάκι που ξεχειλίζει το ποτήρι όλων αυτών που αν δεν υπήρχαν, ο κόζμος θα ήταν -με τα χίλια- καλύτερος.
Προς το παρόν πάντως, χιλιάδες είναι τα παραδείγματα μ' αυτές τις μάστιγες. Στα σόσιαλ μύδια γίνεται απίστευτη χρήση, δεν έχω δει μεγαλύτερο κόλλημα απ' αυτό. Τόσο που άρχισε η κριτική απ' τα μέσα:

  • Και καλά "μάστιγες" στο twitter - αυτή η μάστιγα. (εδώ)
  • Η φραση "αυτη η μαστιγα" εχει καταντησει μαστιγα οντως εδω μεσα. ευκολακι αλλα κουρασε και ξεφτυλιστηκε πια. βρειτε αλλο moto. (εδώ)

Προέρχεται από το Αττίλας, «Η μάστιγα του θεού».

-Τι θα ψηφίσεις αύριο;
-ΣΥΡΙΖΑ φυσικά.
-Που μένεις;
-Ζυρίχη.
Αυτή η μάστιγα.
#ekloges2015_round2

-"κ"κ"Εσωτερικατζήδες. Αυτή η μάστιγα ... ΕΔΩ
-Πεφτασυννεφάκηδες ... αυτή η μάστιγα #newgovGR
-Συριζαίοι να αποθεώνουν τον Καμμένο, αυτή η μάστιγα. #GreekElections
-ΣΥΡΙΖΑία πρωτόζωα. Αυτή η μάστιγα.
-Κρετινισμός και φαντασιώσεις σεισάχθειας. Αυτή η μάστιγα...
-Πασοκοι.. Αυτή η μάστιγα. Πάλι κυβέρνηση βγάλανε..#ekloges2015_round2
-"Προφητείες Λεβέντη" *Αυτή η μάστιγα*
-Σελφι στικς στο παραβάν. Αυτή η μάστιγα #GreekElections
-Αναποφάσιστα γίδια, *αυτή η μάστιγα*
-φασιστες στη βουλή *αυτη η μάστιγα* #GreekElections
-Απόστρατοι υποψήφιοι βουλευτές, *αυτή η μάστιγα...*
-Αριστερές κυβερνήσεις με φασίστες πολίτες, *αυτή η μάστιγα.*
-Αριστεροι με δεξιες τσεπες, *αυτη η μαστιγα.*
-Κομματόσκυλα - *αυτή η μάστιγα.*
-Σημαιοφόροι έξω από εκλογικά. *Αυτή η μάστιγα!*
-Τι να ψηφισω... *Αυτη η μαστιγα!*
-Να έχεις ψηφίσει και να συνεχίζεις να είσαι στους αναποφάσιστους, *αυτή η μάστιγα...*
Εγκυρες δημοσκοπήσεις. Αυτή η μάστιγα!!!ΕΔΩ
-Πλούσιος και αριστερός.... *Αυτή η μάστιγα..*
-έλληνες του εξωτερικού *αυτή η μάστιγα*
-Reunion σε παιδότοπο *αυτή η μάστιγα*.. #οπονοςτηςμανας
-Χοντρες χορευταρουδες, *αυτη η μαστιγα*
-Να θες να γουρουνιασεις και να μην υπαρχει τιποτα της προκοπης *αυτη η μαστιγα*
FΒ αυτή η μάστιγαεδώ
-Φεισμπουκο-ακαουντ στο τουιτερ! *Αυτή η μάστιγα..*
-μαγκακια στο τουιτερ κότες στη ζωη *αυτη η μάστιγα*
-Κοινωνικά δίκτυα, *αυτή η μάστιγα.*
-"Ασχολούμαι συνέχεια με το κινητό μου", *αυτή η μάστιγα*
-Χάκινγκ, *αυτή η μάστιγα.*
-Απίστευτο – Περισσότεροι άνθρωποι πέθαναν απο selfies παρά από καρχαρίες: Selfies, *αυτή η μάστιγα.*

-Να σε αγαπάνε και να θελουν να σε αλλαξουν αυτη η μάστιγα...: «Κ συ κατα βάθος εισαι φιλελέ ως το μεδούλι, απλά η αριστεροσύνη "γράφει" καλύτερα..» (εδώ)

-Να ξυπνάς και να μην βρίσκεσαι στην αγκαλιά του. Αυτή η μάστιγα.
-Ρομαντικα τουι.. αυτη η μαστιγα
-ερωτες στα χρονια των σοσιαλ μηντια αυτη η μαστιγα
-«Αφήστε με να ολοκληρώσω». Αυτή η μάστιγα.
-Μεγαλοπιασμένες βλάχες χειρότερες και απο νεοπλουτους.. αυτη η μαστιγα ...
-Ρακέτα-Ρακέτα, αυτή η μάστιγα! ΕΔΩ
-Πατάτες τηγανητές αυτή η μάστιγα!
-φταρνισμα, αυτη η μαστιγα..
-Επιπεφυκίτιδα. Αυτή η μάστιγα.
-Νεκρός κτηνοτρόφος από κεραυνό. αυτη η αρχαια μαστιγα
-Η γελοία ψεύτο δυναμη του πελάτη. αυτη η ελληνική μάστιγα
-Κλαρινογαμπροί στο χώρο εργασίας αυτή η μάστιγα

-Χίπστερς, αυτή η μάστιγα... #bitch_party
-Gothoμεταλάδες... *αυτή η μάστιγα*...
-Μεταλλάς με αμάνικο, χωρίς σουτιέν. *Αυτή η μάστιγα.*
-Φουσκωτοί και κοντοί *αυτή η μάστιγα*
-Γκρούπις Λαυρέντη, *αυτή η γελοία μάστιγα*
-οι μαλακίες για τους σελέμπριτις *αυτή η μάστιγα*
-Μαλλί στραβελλάκη *αυτή η μάστιγα* #enikos #live
- Ελληνες δημοσιογράφοι, πολιτικοί και τραγουδιστάδες, *αυτή η μάστιγα*. Ο μόνος τρόπος να απαλλαγείς είναι φτάσουν 90 χρονώ

Η «Κάπως δύσκολη» καθημερινότητα, αυτή η μάστιγα

-μαζάνθρωποι αυτή η μάστιγα
-Βάλε πλάτη να βάλουμε κώλο να μας βάλουν χέρι αυτή η μάστιγα
-Μνησικακία. Αυτή η μάστιγα
-Επιλεκτική ερμηνεία, αυτή η μάστιγα...
-Ενθουσιώδεις αθρώποι, αυτή η μάστιγα
-Γυναίκες αρπακτικά. Αυτή η μάστιγα.
-Πουτανάκι να παλεύει να παρκάρει με το τζίπ του θείου αυτή η μάστιγα
-αβυζες σερβιτορες.... αυτη η μαστιγα....
-Πεοζητιανες. Αυτη η μαστιγα. ΕΔΩ

-"Άντρες" που έρχονται γυμναστήριο με καυτό σορτσ ... αυτή η μάστιγα ... για μαστίγωμα! Α κ κλωτσιές...
-Αντρες που ασχολουνται με ζωδια. Αυτη η μαστιγα!
-Αντρες που κανουν χειροτερα και απο γκομενες με περιοδο, αυτη η μάστιγα
-Άντρες που ανεβάζουν περισσότερες σελφι από γυναίκα. Αυτή η εμετική μάστιγα.
-Άντρες που πίνουν γλυκά κρασιά και περιμένουν να βγάλουν γκομενα, αυτή η μάστιγα
-Ομοφοβικά σκουπίδια, αυτή η μάστιγα ...

-Κακή εώς καμία ορθογραφία αυτή η μάστιγα.
-ΟκτώΜβριος. Αυτή η μάστιγα.


Σημειώσεις:
1.Ο Khanος χρησιμοποίησε την έκφραση εδώ κι εκεί.

2.Ακούς Χαλικού;

  • -Απο που είσαι;
    -Απο Κρήτη.
    -Αχ μίλα μου λίγο κρητικά.
    Αυτή η μάστιγα.

  • Κρήτη αυτή η μάστιγα!

  • Αριστερή που μιλά με κρητικό (νεο) φιλελεύθερο, ανφόλο για να μην τα πάρω χειρότερα. Κρητικοί, αυτή η μάστιγα.

Πηγή τουίτι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασική (τείνει να γίνει), καταληκτική ατάκα σλανγκοεπιχειρήματος. Σε λένε δε σε λένε Νίκο, όταν έχεις ψιλοστραβώσει με κάτι που κάποιος έχει γράψει πιο πάνω, γράφεις τη αντίθετη γνώμη σου, κολλάς αυτή την υπογραφή, και καθάρισες. Το «φιλικά» αποτελεί ένα πρόσχημα, γιατί ουσιαστικά σημαίνει «σε έχω χεσμένο» ή «μας τα σκότισες τα 'ρκίδια».

Σε αντίθεση με το Λίλιαν, που όλοι το έχουν πάρει (άνδρες γυναίκες), τον Ρένο που δεν κατάφερε να μείνει στην εταιρεία, τον Πέρη που είναι πολύ τρέντυ, ο Νίκος είναι η πιο μέϊνστριμ περσόνα που γεννήθηκε στα σχόλια των σλάνγκων. Και αυτό, γιατί ο Νίκος είναι ο αγανακτισμένος σλάνγκος, λίγο πριν εκραγεί από το δίκιο που τον πνίγει. Και όλοι έχουν βρεθεί στη θέση του, εδωνάμέσα (sic) που μπλέξαμε.

Ψυχογράφημα:

Ο Νίκος

  • έχει ηλικία μεταξύ 20 και 45
  • είναι μικροαστός
  • γιορτάζει στις 6 Δεκεμβρίου
  • παλεύει για τον επιούσιο
  • τρώγεται (αλλά όχι πάντα) με τα ρούχα του
  • αντέχει τον διάλογο
  • περνάει πολλή ώρα στο σλανγκρ
  • ήθελε να φτιάξει έναν κόσμο πιο δίκαιο όταν ήταν παιδί
  • ακόμα ονειρεύεται ότι μπορεί να τον φτιάξει
  • τρώει πολλά ξηροκάρπια, με τα γνωστά αποτελέσματα.

    Να σημειωθεί ότι η χρήση της ατάκας από σλανγκομούνες την καθιστά αυτομάτως αδόκιμη και καταβαραθρώνει τον σλανγκαρχίδη που θα τολμούσε να πει ότι είναι απολύτως δόκιμη και ότι τη χρησιμοποιούν μόνο όσοι έχουν βαφτιστεί με το συγκεκριμένο όνομα (οι οποίοι δεν είναι και λίγοι).

πάρ' το βάλτο (από πρόχειρο): mariahomorfh

Φιλικά
Νίκος

Ενδεικτικά από το σλανγκρρρρρρ :

  1. στα σχόλια του λήμματος «να σ' το ζωγραφίσω»
    την έκφραση χρησιμοποιούν οι ακόλουθοι χρήστες :
    jesus, gatzman, electron, ironick

  2. στα σχόλια του λήμματος «ο πλέον ειδήμων»
    την έκφραση χρησιμοποιούν οι ακόλουθοι χρήστες :
    patsis, vrastaman, mariahomorfh, newbornlife

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αφόδευση σε δημόσιες τουαλέτες, κατά την οποίαν αποφεύγεται η επαφή με την λεκάνη (δηλ. στον αέρα), προκειμένου να μην κολλήσει μικρόβια (όπως νομίζει), ο χέστης.

Το σχήμα είναι απλό: ο σκληρά δοκιμαζόμενος από τις συσπάσεις του εντέρου του επισκέπτης, κατεβάζει προσεκτικά το πανταλόνι (ή ανασηκώνει την φούστα κατά περίπτωση), ανοίγει καλά-καλά τα ποδαράκια του, τουρλώνει την κωλάρα του, στοχεύει με το μάτι σκύβοντας ανάμεσα στην οπή της λεκάνης και στα μπούτια του (στο περίπου) και στην συνέχεια αμολάει καδένα τα κουράδια του, όπως στον χαλέ.

Βέβαια, έτσι και κυκλοφορούν μικρόβια στην τουαλέτα, ελάχιστα προφυλάσσουν τέτοιες πρακτικές (άσε που όλο και καμιά ζώνη ή κανα μπατζάκι, τσάντα, στρίφωμα παλτού κλπ θ’ ακουμπήσει τη λεκάνη ή το πάτωμα), από την άλλη η λήψη τέτοιας στάσης, πέραν του ότι απαιτεί γερούς τετρακέφαλους και ευλυγισία (δηλ. δεν συμφέρει να κρατά κανείς τον χαρακτήρα τον αλύγιστο), μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα τον ψεκασμό της επιφάνειας της λεκάνης (και των πλακακίων) με σκατονίδια, σε περίπτωση κατάληψης του χρήστη από ευκοιλιότητα τύπου σερπαντίνας (κι άμε να βάζεις μετά σε τάξη τ’ ασυμμάζευτα)...

Για το λόγο αυτό, ο γάντζος στην πόρτα της τουαλέτας για το κρέμασμα των προσωπικών ειδών του χρήστη, αποτελεί κεφαλαιώδους σημασίας εφεύρεση για την ανθρωπότητα, μαζί με το μηχάνημα που βγάζει αριθμημένα χαρτάκια για τις ουρές, το copy-paste, το undo, το κουμπάκι που βουλώνει τον ήχο της τηλεόρασης κι αυτό που εναλλάσσει κυκλικά δυο κανάλια μεταξύ τους.

Αλλά, περισσότερα για τα must των αποχωρητηρίων, βλ. ορισμό εδώ και σχόλια εδώ.

- Αμάν! - Τί σ’ έπιασε ρε;
- Μου’ ρθε ένα όσκαρ!
- Δεν περιμένεις κανα μισάωρο να πιούμε το ποτό μας να πάμε σπίτι, ν'αποφύγεις και το αεροχέσιμο σ’ αυτό το μπουρδέλλο;
- Ποιο μισάωρο; Έχει ξεμυτίσει το μολυβάκι σου λέω! - Ε τότε εντάξει, τουαλέτα έχει πίσω απ’ το μπαρ όπως κατεβαίνεις τα σκαλιά, άντε με την ευχή μου και μ’ έναν πόνο να βγει!

Σ.Σ. Στο γλωσσάρι των σηματωρών του ναυτικού Oscar (O) είναι ο κωδικός για το κατεπείγον σήμα, ενώ Romeo (R) = σήμα ρουτίνας και Papa (P) = στα παπάρια σου, όπως λένε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το παρόν λήμμα δεν έχει άλλο λόγο ύπαρξης ειμή αυτόν της προσπάθειας καθορισμού της ηλικίας ορισμένων σλανγκικών εκφράσεων, πολλές από τις οποίες όχι μόνο χρησιμοποιούνται ευρύτατα και στις μέρες μας, αλλά δείχνουν να έχουν και λαμπρό μέλλον μπροστά τους καθώς συνεχίζουν ακάθεκτες από στόμα σε στόμα, κηπ γουόκιν ένα πράμα.

Η ηλικία των όποιων σλανγκισμών είναι, κττμγ, ένα στοιχείο που σε γενικές γραμμές (μη δαγκώνετε, το ξαναλέω: σε γενικές γραμμές) απουσιάζει από τα λήμματα του φιλότιμου σάητος. Κατανοώ βεβαίως τις τεράστιες αντικειμενικές δυσκολίες που παρουσιάζει το εγχείρημα. Μιλάμε για προσπάθεια βασισμένη στην προσωπική μνήμη, σε μαρτυρίες παλιότερων, ή σε προσφυγή σε λογοτεχνικές κυρίως πηγές. Δεν μπορώ να γνωρίζω την έκταση της βιβλιοθήκης του καθενός, αλλά η καλή μνήμη, το ευαίσθητο αυτί, η εμμονή στη λεπτομέρεια και (εννοείται) η έντιμη καταγραφή είναι εκ των ων ουκ άνευ.

Ανατρέχω στο κάτωθι κατονομαζόμενο πόνημα όχι ως βιβλιοκριτικός, αλλά ως δεινοσαυράκι στον ανθό της νιότης του κατά την ύπνε-που-παίρνεις-τα-παιδιά δεκαετία του '80, για να βεβαιώσω ότι, τις περισσότερες τουλάχιστον από τις εκφράσεις που κατέγραψε ο συγγραφέας, τις χρησιμοποιούσαμε όντως ευρύτατα, τουλάχιστον στα Δυτικά Προάστια.

Από την άλλη, μπορεί να παρατηρήσει ο οιοσδήποτε ότι η γονιμότατη και δημοφιλέστατη έκφραση «τα παίρνω στο κρανίο» απουσιάζει παντελώς από το λεξιλόγιο της εποχής, για τον απλούστατο λόγο ότι δεν είχε ακόμα επινοηθεί / εκστομιστεί. Επί τω λόγω της δεινοσαυρικής μου τιμής βεβαιώνω από μνήμης το χριστεπώνυμον πλήρωμα του σλανγκρ ότι, πιθανότατα μέχρι και το τέλος των '80 αυτή η περιγραφή του θυμού δεν είχε ακόμα σκάσει μύτη στην πιάτσα. Θα ήθελα να γνωρίσω τον άνθρωπο που επινόησε αυτήν την σαρωτικής παραστατικότητας έκφραση.

Επί της ουσίας λοιπόν, το λήμμα αποτελεί αναίσχυντη (και σχολιασμένη) παράθεση στοιχείων από το βιβλίο του Γιώργου Τουρκοβασίλη «Τα Ροκ Ημερολόγια», που εκδόθηκε τον Μάρτιο του 1984 και ανάγει την προέλευση / διάδοση των εν λόγω εκφράσεων στα μετά την ίσα-μωρή-Λουκία! Μεταπολίτευση χρόνια. Προς επίρρωσιν, να προσθέσω πως, ούτε από μεγαλύτερους σε ηλικία είχα ακούσει ποτέ αυτές τις εκφράσεις, ούτε έχω εντοπίσει καμιά τους στην προχουντική πχ λογοτεχνία.

Τέλος, να επισημάνω ότι κρατάω πάσα επιφύλαξη σχετικά με την περιοχή και την ευρύτητα του κύκλου ανθρώπων στον οποίο γινόταν χρήση αυτών των κακών λέξεων. Μιλάω για τα Νέα Λιόσια (το νυν Ίλιον καλούμενον), το κέντρο Αθήνας και για 15χρονα του 1980 (και αργότερα βεβαίως, αυτές οι λέξεις δεν έσκασαν μύτη όλες μαζί μια ωραία πρωία...).

[...] οι εκφράσεις αράζω, γουστάρω, την ψάχνω, τη βρίσκω, την κάνω, του την πέφτω, τον πάω, το παίζω, την έχω δει, με τρέχουν, φάση, κουφό κλπ [...] από άτομα περιθωριακά [...] πριν οκτώ χρόνια ήταν η γλώσσα ενός μικρού κύκλου ατόμων, απλώθηκαν σιγά σιγά [...] η γλώσσα των «αλητόβιων ροκάδων» πέρασε σιγά σιγά στους κυριλέδες [...]
(Σ.Σ. τουλάχιστον οι λέξεις «αράζω» και «γουστάρω» είναι πολύ παλιότερες).

[...]το πασίγνωστο να τη βρω, εξελίσσεται στο να τη δω, να την ακούσω (θες να σου δώσω κάτι να την ακούσεις ;).
Το έπαθα πλάκα έγινε σαλτάρισα, τάχω παίξει, μου 'φυγε η ψυχή, έπαθα μουνόπλακα ή μουνίλα, μουνόπαθα, κωλόπαθα.

[...]πέντε τουλάχιστον λέξεις επανέρχονται επίμονα: άτομο, κωλώνω, σωστός, ξενέρωτος και αντιδραστικός. Δε λένε «κάποιος πέρασε», αλλά «πέρασε ένα άτομο» [...] αντί «τον βλέπω», «βλέπω το άτομο» [...] υποδηλώνεται ένας σεβασμός για την προσωπικότητα [...] Όταν δεν κωλώνεις είσαι σωστός [...] είναι αυτός που δεν ξεπουλιέται και δεν ξεφτιλίζεται [...] ξενέρωτος [...] βρίσκεται σε πρόσκαιρη στέρηση [...] μεταφορικά ο άκεφος, άσχετος σε μιά παρέα ή σε μιά κατάσταση [...] συναισθηματικά αμέτοχος [...] Αντιδραστικός [...] έχει πάρει αντίθετη σημασία [...] προοδευτικός, επαναστάτης που αντιδρά [...]
(Σ.Σ. η λέξη «κωλώνω» είναι πολύ παλιότερη. Πρόχειρο παράδειγμα το κείμενο «Σκούρα» του Ιωάννη Κονδυλάκη. Τη λέξη «αντιδραστικός» με αυτή την έννοια ούτε την άκουσα στις παρέες μου, ούτε τη χρησιμοποίησα ποτέ).

[...]Το σκαπουλάρω έγινε την κάνω, την πουλεύω (τον πούλο! = δρόμο!, ενώ πήρα τον πούλο= με ρίξανε).
(Σ.Σ. Εν τούτοις, το ρήμα «πουλεύω» = πεθαίνω καταγράφεται από τον Χρόνη Μίσσιο ως έκφραση του υποκόσμου ήδη από τα χρόνια του Εμφυλίου. Όσο για το παλιό «σκαπουλάρω», θυμάμαι ότι το χρησιμοποιούσαμε αποκλειστικά με την γνωστή έννοια ξεφεύγω, διαφεύγω, την οποία έχει άλλωστε και το ταυτόσημο ιταλικό scapolare. Επικουρικώς, υπήρχε και ο τύπος τη γλύταρα, αντί του ορθού τη γλύτωσα).

[...]Το μπανίζω έγινε κοζάρω. Το με καμία κυβέρνηση έγινε ούτε με σφαίρες κλπ.

[...]Καλοκαίρι του '82: A: «Τι μουσική είναι αυτή ;» Β: «Μουσική τρόμπα, τι θες να 'ναι ;» Γ: «Είναι νιού γουέηβ. Ροκ». Β: «Το νιού γουέηβ δεν είναι ροκ, είναι τρόμπα ροκ!» [...]
(Σ.Σ. δες και διάφορα σχόλια εδώ).

[...] οπότε κάνει αυτός «επειδή μας πρήξατε, θα σας βαβουριάσουμε τώρα!» [...]
[...]To '76 πρωτάκουσα τη λέξη βαβούρα, που σήμαινε θόρυβο, φασαρία [...] υπάρχει ορχήστρα με αυτό το όνομα [...] είναι σήμερα όρος μουσικός [...] «το μεγάφωνο κατεβάζει πολλή βαβούρα» [...] «παλιά άκουγα βαβούρα» κι εννοούν heavy metal.
(Σ.Σ. θα ήταν ενδιαφέρουσα μια καταγραφή της διαδρομής της μεσαιωνικής, μη σλανγκικής λέξης «βαβούρα» από τα χρόνια του Βιτσέντζου Κορνάρου, ή και πιό πριν, μέχρι τη Μεταπολίτευση, από την οποία και μετά η λέξη έχει αποκλειστικά αργκοτική απόχρωση. Ίσως ο φερώνυμος Τζώνυ και το συγκρότημά του; Βδγ, ρήμα στον Ερωτόκριτο: βαβουρίζω. Ρήμα της τελευταίας 30ετίας: βαβουριάζω. Κατ' αναλογία προς το ήδη ρεμπέτικο «μανουριάζω»;).

[...] και κάναν όλοι μαζί ουά, ουά...κάτι σβομπίλοι εκεί πέρα[...]
(Σ.Σ. Την αγνώστου ετύμου, ξεχασμένη πλέον λέξη «σβομπίλος» τη χρησιμοποιούσαμε, τουλάχιστον μέχρι το '80-'81 με την σημασία: χαζός, μαλάκας. Ξαναδιαβάζοντας το βιβλιαράκι την ανέσυρα από τα πλέον κονισαλέα ερμάρια της μνήμης μου, και ο παντεπόπτης γούγλης απέδωσε απίστευτα αποτελέσματα. Κατόπιν τούτου, τι να πω κι εγώ ο φτωχός ;. Η λέξη πάντως υπήρχε, και μάλιστα η κλητική της ήταν σε -ο: Άντε ρε σβομπίλο!)

[...]Ενδιαφέρον έχουν και οι παρακάτω φράσεις:
στανιάρησα = μαστούρωσα, χόρτασα (Σ.Σ. δεν θα χαρακτήριζα ακριβή την ερμηνεία)
ξενέρωσα = συχάθηκα, βαρέθηκα
είμαι νεκρός = δεν έχω λεφτά (Σ.Σ. χρησιμοποιούσαμε επίσης την έκφραση είμαι τσέτουλα= άφραγκος, η οποία είναι βεβαίως πολύ παλιότερη, όπως μας πληροφορεί ο Πονηρόσκυλος).
είμαι στην πείνα = μου λείπει κάτι για καιρό
κάνω κεφάλι = στανιάρω (Σ.Σ. πάλι κομματάκι φάλτσο)
κολλητά = τώρα αμέσως
τανζανιάρης = άτακτος (Σ.Σ. με προβληματίζει το -ν-, αν δεν πρόκειται περί τυπογραφικού λάθους. Αποκαλούσαμε ταρζανιά την ριψοκίνδυνη και επιδεικτική συμπεριφορά. Για τους βιρτουόζους επιδειξίες σε μπιλιάρδο, μπάλα κλπ χρησιμοποιούσαμε, λίγο, το προφανούς ετυμό ρήμα ζιγκολάρω και, πολύ λιγότερο, την έκφραση ζογκλερικές ενέργειες).
λινάτσα, λέζος, λινός = κωλόπαιδο, κουφάλα (Σ.Σ. αν θυμάμαι καλά, είχε περισσότερο την έννοια του φλώρου. Τη λέξη «λέζος» την αγνοώ).
ρύζι = κορόιδο (Σ.Σ. αγνοώ την έκφραση)
ποίημα = ψέμα (Σ.Σ. έχει να κάνει περισσότερο με το χαφιεδιλίκι και δη εντός φυλακής, όπως μας διαβεβαιώνει ο Πετρόπουλος).
παραμύθα = ηρωίνη
γαμιστερός = ωραίος.

[...]γι αυτούς που πηγαίνουν στις ντίσκο [...] λέγαμε βουτυρόπαιδο, σοκολατόπαιδο (Σ.Σ. λέξη που εμφανίζεται σε τραγούδι του Σαββόπουλου στο μεταπολιτευτικό «Δέκα χρόνια κομμάτια»). Μετά έγινε καρεκλάς. Μετά έγινε κυρίζι (Σ.Σ. βλέπε σχόλια ΜΧΣ και Χότζα εδώ) , κυριλές, κυριλόβιος, ξενέρωτος, ξενέρι, φλώρος, ντισκάς, ντισκόβιος, γκίραπας ή γκιράπης, τυρί, φλούφλης, και τσινάρι (ειδικά στη Θεσσαλονίκη). Οι ντισκάδες λέγανε τους ροκάδες αλήτες, λεχάρια, φρικιά [...] Η λέξη αυτή (φρικιό) έχει [...] πέντε καταλήξεις: φρικιό, φρικιάρης, φρίκος, φρικάς, φρίκουλος.
[...]με τις καταλήξεις θα δημιουργούσαμε [...] φρικιά, χιπιά, πανκιά, φλώρια, τσόλια, φρικάς, ροκάς, ντισκάς, σοουλάς, μπλιτσάς, χεβυμεταλάς, σκυλάς [...] κλεφτρόνι, πρεζόνι, πουστρόνι, γυφτρόνι, παιχτρόνι. Ενώ κατά το παλιό καφενόβιος: μηχανόβιος, αλητόβιος, κυριλόβιος, λαϊκόβιος, ντισκόβιος, πανκόβιος, στρατόβιος, φυλακόβιος, μπλακσαβατόβιος...
(Σ.Σ. στη λέξη «τυρί» δίναμε την έννοια: πλαδαρός, αγύμναστος φλώρος. Ενδιαφέρουσα αντίστιξη με το ψωμί, που επίσης χρησιμοποιούσαμε).
........................................................................................................
Αυτά (ουφ!). Τι με κάνατε και θυμήθηκα ρε μπαγάσηδες... και πόσα λίνκια... (δ)ράκος έγινα... Αιτούμαι πενθαήμερος αγροτική άδεια για να μαζέψω τα κομμάτια μου. Όσο θα λείπω, εσείς δείτε εϊτίλα και ογδόνταζ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει την νεροποντή, την πολύ δυνατή βροχή. Η έκφραση έχει την εξήγησή της στην οφθαλμαπάτη που κάνει τις σταγόνες βροχές να εμφανίζονται ως μακριές κάθετες υδάτινες ράβδους, αντί του ορθού σχήματος πεπλατυσμένης σταγόνας. Η απάτη αυτή οφείλεται στο μετείκασμα, το οποίο είναι η ανικανότητα του ματιού να παρακολουθήσει άμεσα τις αλλαγές που συμβαίνουν στον αμφιβληστροειδή χιτώνα. Στην ίδια οφθαλμαπάτη οφείλουμε και την ύπαρξη του κινηματογράφου.

Επειδή, λοιπόν, η κάθε σταγόνα βροχής ακολουθεί κατακόρυφη πορεία και το μάτι δεν μπορεί να ακολουθήσει «κατά πόδας» την τροχιά της σταγόνας, εμφανίζεται μια ενιαία «εικόνα» κατά μήκος της τροχιάς αυτής δίνοντας την αίσθηση ότι η σταγόνα έχει ραβδοειδές κατακόρυφο σχήμα, ενώ αυτό δεν συμβαίνει, όπως είπαμε και παραπάνω.

Ανάλογα με την ένταση της καταιγίδας μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε και διαβαθμίσεις λέγοντας «ρίχνει καρέκλες», ή «ρίχνει μπουγαδοκόφινα» κλπ. Ειδικά για τις χιονονιφάδες συνηθίζεται και η έκφραση «ρίχνει πατσαβούρες».

  1. -Πάμε Όλυμπο το Σαββατοκύριακο;
    -Τι λες, ρε μαλάκα, δεν άκουσες τον Αρναούτογλου; Είπε ότι όλο το τριήμερο θα ρίχνει καρέκλες.

  2. Πω, ρε συ, τι γίνεται έξω; Καρεκλοπόδαρα ρίχνει!

  3. Ο BuBis μπαρκάρισε χθες, αλλά δεν μπορέσουμε να του κουνήσουμε το μαντήλι· έριχνε καρεκλοπόδαρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Πάτρα): Μεταφορικώς υποδηλώνει κοπιώδη προσπάθεια προς επίτευξιν δύσκολου ή και φαινομενικώς ακατορθώτου στόχου.

Προέρχεται από δοξασίαν τινά, προσφάτως καταρριφθείσα ένεκα σκανδάλων γνωστής Ιεράς Μονής (βλ. Chamonix - σαν το μονί της Γενεύης), κατά την οποίαν είναι αδύνατον να ιδεί τις τα οπίσθια ενός ιερωμένου, δεδομένης της εγκρατείας των.

Συνεπώς, θέλει κόπο-θέλει τρόπο ...

Ο κώλος δε, λέγεται παρά τοις σλάνγκεσιν, ότι είναι το σαν μονί του μέλλοντος (!)

Για τα μπροστινά, δεν λέγει τίποτε η δοξασία, αλλά έρχεται να συμπληρώσει η λαϊκή παράδοσις: «φυλάξου απ' τα πισινά του γαϊδάρου κι απ' τα μπροστινά του καλογέρου!»

Συνώνυμα: τραβάω ζόρι/κουπί (βλ. και κοπιώδης προσπάθεια).

Συναφές: Άμα δε βρεξει κώλο, ψάρι δεν πιάνει.
Αγγλιστί: Keep your nose to the grindstone = δούλευε σκληρά, you're in for it = θα φάς ζόρι κτλ.
Ισπανιστί: Te la comes /te comes los huevos = θα φας πούτσα/θα ζοριστείς κτλ.
Ιταλιστί: Succhi = τον ήπιες/θα φας καλά κτλ.

Μάνα:
-Τρεις η ώρα, τη βρήκες την πόρτα κανακάρη μου ;
Γιος: - Ντάξει ρε μα, νέο παιδί είμαι, τί δηλαδή να κοιμάμαι με τις κότες ;
Μάνα:
- Δίνεις μάθημα αύριο βρε συφοριασμένο, έτσι θα πάρεις πτυχίο; Αμ αγόρι μου, άμα δε δεις παπά κώλο, δε θα κάνεις χαΐρι στη ζωή σου !
Γιος: - Άμα σου πω ότι έχω δει ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη δεκαετία του 80, τότε που είχαν έρθει στην Ελλάδα τα προϊόντα Κάλβιν Κλάιν, επειδή ήταν ακριβά όποιος τα έπαιρνε θεωρούνταν ψώνιο, καγκούρι, γενικά ψιλο-χλεχλές. Αρχικά αναφερόταν ολόκληρο με τις καταλήξεις Μάιν, Ζάιν, Ντάιν κ.ά., αλλά με τον καιρό έμεινε μόνο το Κλάιν Μάιν...

- Τον είδες τον Άκη; Πήρε και Κάλβιν Κλάιν.
- Κάλβιν Κλάιν Μάιν Ζάιν Ντάιν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα τέτοια μου, δεν με νοιάζει, μη σε νοιάζει, δεν τρέχει τίποτα, μου είναι αδιάφορο.

- Ρε μεγάλε, με πήρε τηλέφωνο από τη σκοπιά η αλλαγή σου και είπε ότι έχεις ξεχάσει το κράνος σου. - Κλάιν μάιν ρε, θα το πάρω μετά το φαγητό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σιγά το πράγμα, δεν τρέχει και τίποτα.

- Έμαθες; Χώρισε ο Χρήστος με την δικιά του...
- Κλάιν μάιν ρε μαλάκα, αύριο θα έχει καινούργια γκόμενα...
(κάπως έτσι τέλος πάντων)

(από Vrastaman, 29/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γερμανόφωνο τρέχα γύρευε...

Κλάιν μάιν τώρα... Μην το πολυ-πιστεύεις...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified