Παίρνω εκδίκηση.
Μιχάλης: - Μου έβγαλε την πίστη ένα χρόνο ο Laurent, αλλά έτσι και τον πετύχω πουθενά θα πάρω το αίμα μου πίσω!
Παίρνω εκδίκηση.
Μιχάλης: - Μου έβγαλε την πίστη ένα χρόνο ο Laurent, αλλά έτσι και τον πετύχω πουθενά θα πάρω το αίμα μου πίσω!
Got a better definition? Add it!
Η ήττα.
- Χτες δεν ήταν ο τελικός; Πώς τα πήγατε; - Άσ' τα να πάνε, πήραμε τον πούλο. Δεν θέλω να το θυμάμαι.
Got a better definition? Add it!
Εννοούμε φοράω τα κέρατα. Το να απατάς/κερατώνεις τον/την σύντροφό σου.
Καλά δεν τα 'μαθες; Που έμαθε ο Γρηγόρης πως τόσο καιρό η Τούλα του τα φόραγε με τον κολλητό του τον Παναγιώτη και τους πήρε και τους δυο στο κυνήγι με το κουζινομάχαιρο μέσα στην ταβέρνα.
Got a better definition? Add it!
Πολύ γέλιο δε, έχει όταν χρησιμοποείται από κάποιους έλληνες στην Αγγλία ή άλλη χώρα στο τέλος μιας φράσης...
Can I have a pack of cigarettes ναούμ;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Tα αρχικά έχουν την σημασία: for the pouts ήτοι για τον πούτσο. Χρησιμοποιείται συνήθως ftp+oυσιαστικό.
Άσε μας ρε. Εσύ είσαι ftp οδηγός.
Got a better definition? Add it!
Συνώνυμο του μένω μαλάκας, μένω ξερός, μένω κόκκαλο. Συνήθως χρησιμοποιείται όταν παθαίνουμε κάτι που δεν το περιμέναμε.
Άσε πήγα να την πέσω σε ένα τρελό χθες, και προέκυψε λεσβία! Τρελή ήττα ο δικός σου...
Βλ. και μένω καρότο, μένω πίπα, καγκελώνω, μένω κάγκελο. Ακόμη: ρίχνω, τρώω, πέφτω.
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει, συνήθως μεταφορικά, ότι είτε κάποιος έχει κουραστεί πολύ, είτε έχει φάει πολύ ξύλο, είτε ότι όντως του / της έχουν γαμήσει τα βάρδουλα.
- Τι έγινε, πήγες προπόνηση σήμερα;
- Άσε... πήγα και μας γάμησε τα βάρδουλα ο προπονητής.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Τη λέω, κάνω παρατήρηση σε κάποιον.
- Αφού είσαι βλακάκος...
- Μη μου την μπαίνεις έτσι τώρα ρε μαλάκα!
Got a better definition? Add it!
Βούλωσ' το, μη μιλάς, κάνε τουμπεκιστάν.
- Ρε σου λέω έχει δίκιο! - Κάνε μόκο και άσε τις παπαριές.
Got a better definition? Add it!
Δεν συμβαίνει τίποτα, δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας.
Δεν τρέχει μία αν δε βρούμε ταξί, θα πάρουμε λεωφορείο.
Got a better definition? Add it!