Selected tags

Further tags

μιά χαράδρα προέρχεται από αλλοίωση της έκφρασης 《μιά χαρά》. Χρησιμοποιείται ως απάντηση σε ερωτήματα όπως 《τι κάνεις;》 ή 《πώς είσαι》. Μέσω της έκφρασης αυτής δηλώνει κανείς πως τα νέα του είναι τα ίδια σκατά, τα οποία ο συνομιλητής ήδη γνωρίζει, περνώντας έτσι το νόημα πως τίποτα δεν έχει αλλάξει και πως δεν χρειάζεται να μπει σε λεπτομέρειες. Παρομοιάζεται μέσω της έκφρασης αυτής το βάθος μίας χαράδρας, με το βάθος της 《λακκούβας με σκατά》ή απλούστερα με το βάθος των προβλημάτων στα οποία βρίσκεται ο χρήστης της έκφρασης, εννοώντας έτσι πως η κατάσταση αυτή δεν είναι τωρινή αλλά χρόνια. Συχνά μπορεί να ειπωθεί με το τόνο και το ύφος που λέει κανείς 《μιά χαρά》, μόνο και μόνο για να προσθέθει στο τέλος το 《δρα》, με σκοπό να πιάστει ο συνομιλητής απροετοίμαστος.

-Τι γίνεται ρε μαλάκα, τι κάνεις; - Μιά χαράδρα...

Got a better definition? Add it!

Published

το εξής λήμμα σημαίνει ότι το ατμό που το λεει είναι απασχολημένο ή έχει επιβαρυμμένο πρόγραμμα και του ζητάται να κάνει κατι επιπλέον το οποίο ο ίδιος όμως δεν θεωρεί σημαντικό Δηλαδή το λήμμα εχει την σημαία ότι το άτομο δεν ενδιαφέρεται ή δεν θέλει να κάνει κατι καθώς το θεωρεί ασήμαντο η δεν εχει τον χρόνο για να το κάνει

-Γιώργο να πας σούπερ μάρκετ μόλις τελειώσεις με την δουλειά

-Άσε μας ρε Έλη δεν είχα άλλο παπά στα αρχίδια μου (να πάω)/(θα πάω) και σούπερ τωρα

Got a better definition? Add it!

Published

Η ιδιαίτερα ευτραφής γυναίκα.

Πήγα να ανέβω με το ασανσέρ αλλά ήταν μια χερσοφάλαινα μέσα και δεν χωρούσε κανείς άλλος. Ανέβηκα με τις σκάλες τελικά.

Got a better definition? Add it!

Published

Ή αχαμνοξύστης. Ότι προτιμάτε :)

Ξύνω χαμηλά (κοινώς στα άχαμνα). Είμαι δηλαδή ξυσαρχίδας. Φυσικά, δεν χρειάζεται να είμαι ΔΥ για να τα ξύνω.

Είναι η πιο ευγενική εκδοχή, καθώς δεν περιλαμβάνει το "πρόθεμα" αρχιδ-

Οι φοροχωροφύλακες χρειάζονται ζεστό αίμα (ευρώ) για να πληρώσουν τα δανεικά στα αφεντικά τους, τα χιλιάδες ρουσφέτια, τους δεκάδες χιλιάδες αχαμνοξύστες και τις προεκλογικές σπατάλες της κάθε κυβέρνησης, αλλά μένουν με τα ντουβάρια στο χέρι (βλ. κτήρια Γαβαλά σε Κολωνάκι και Κορωπί (*))

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν είσαι τύφλα μετά από κατανάλωση αλκοόλ και χρειάζεσαι σκύλο - οδηγό (ενδεικτικά λαμπραντόρ) για να γυρίσεις σπίτι.

- Φίλε πως περάσατε χθες; έφυγα σχετικά νωρίς.

- Άστα. Τι τις ήθελα τις τεκίλες; Έφυγα με λαμπραντόρ.

Got a better definition? Add it!

Published

Όταν δε σε ενδιαφέρει κάτι που κάνεις, το κάνεις σαν αγκαρία.

Σου πέφτει συνέχεια το στυλό κάτω, ενώ έχεις πολύ διάβασμα. Από την πολλή αγάπη που σου χα άντρα μου, ξέχασα και το όνομά σου!

Got a better definition? Add it!

Published

Χαρακτηρισμός για μεγάλους σε ηλικία ανθρώπους που επιδιώκουν να αποκτήσουν καινούργιες γνώσεις οι οποίες όμως συνήθως σχετίζονται με δραστηριότητες μικρότερων σε ηλικία.

Συνήθως αφορά ηλικιωμένους ή μεσήλικες που ξεκίνησαν να διαβάζουν για νέες θεματολογίες και να πειραματίζονται με νέες γνώσεις. Ωστόσο θα έπρεπε να ασχοληθούν με όλα αυτά πολλά χρόνια πριν. Κάλλιο αργά παρά πουρέ.

- Ο πατέρας μου ξεκίνησε να διαβάζει για Πανελλήνιες. Αύριο πατάει τα 57. Τώρα στα γεράματα μάθε γέρο γράμματα!

Got a better definition? Add it!

Published

έκφραση Λύπη, στενοχώρια, απογοήτευση (κοροϊδευτικά)

- Πω δουλεύω αύριο 11 με 7, θα χάσω την Παλας -Μου μωρέ μου, θα χάσει την Παλας ο κριντζακος.

Got a better definition? Add it!

Published

ή και "χασάπη κάρβουνο". Η προτροπή-προσταγή απευθύνονταν από αρκετούς θεατές παλαιών κινηματογραφικών αιθουσών προς τον μηχανικό προβολής του σινεμά, όταν σκοτείνιαζε η εικόνα στην οθόνη προβολής, ελλείψει ισχυρού φωτισμού και αποτελούσε κυριολεξία. Η μηχανή προβολής της κινηματογραφικής ταινίας λειτουργούσε με ισχυρό φως που παράγονταν από το ηλεκτρικό τόξο δύο ηλεκτροδίων άνθρακα μαζί με έντονη θερμότητα, που συχνά προκαλούσε εμφανές λιώσιμο και διακοπή της ταινίας και που ο μηχανικός έπρεπε να αποκαταστήσει με ειδικό εξοπλισμό που διέθετε. Προϊούσης της προβολής τα ηλεκτρόδια φθείρονταν και ο μηχανικός έπρεπε να φροντίζει για την σωστή απόσταση τους η την αντικατάστασή τους. Συχνά όμως δεν το αντιλαμβάνονταν και του το υπενθύμιζαν οι θεατές με σκαιό τρόπο. Είναι βέβαιο ότι ελάχιστοι θεατές είχαν γνώση του τρόπου λειτουργίας της μηχανής προβολής, μολονότι χρησιμοποιούσαν την έκφραση. Η προσφώνηση "χασάπη" προήλθε κυρίως από κινηματογράφους β' προβολής, με φθηνότερο εισιτήριο και πιο λαϊκό κοινό, όπου οι celluloid ταινίες ήταν ήδη "ταλαιπωρημένες" από τα πολλά κοψίματα (εξ ου και χασάπης) και κολλήματα λόγω του ήδη μεγάλου αριθμού προβολών, ενώ συχνά απουσίαζαν μεγάλα τμήματα της ταινίας και η ασυνέχεια της σεκάνς ήταν πολύ εμφανής και ενοχλητική.

στο σινεμά οι θεατές όταν σκοτείνιαζε η προβολή: -χασάπη βάλε κάρβουνοοοο!!!

Got a better definition? Add it!

Published

Έκφραση που συνήθως λέγεται για κάποιον που τον ζορίζει μια συγκεκριμένη κατάσταση,για κάποιον που είναι κολλημένος με κάτι,η για μια τελείως εξοργιστική κατάσταση.Άμα θέλουμε να δώσουμε έμφαση:(Να τραβάς τα αρχίδια σου με μέγιστη δύναμη)

Μαλάκα ο λουκάς τώρα που πήγε η βενζίνη 2.20 το λίτρο σίγουρα τραβάει τα αρχίδια του με τέτοια κατανάλωση που έχει το αμάξι του.

Ο αηδόνης τι κάνει ρε συ; Καιρό εχω να ακούσω νεα του.Αυτός; Ακόμα τραβάει τα αρχίδια του με εκείνη την τύπισσα που δεν τον γουστάρει.

Να σε έχει πιάσει επιτόπιο βάρβαρο χέσιμο και να αργεί και το ΚΤΕΛ 20 λεπτά.Να τραβάς τα αρχίδια σου με μέγιστη δύναμη η φάση...

Got a better definition? Add it!

Published