Ανάλογο του «δεν (μ)παλεύομαι». Σημαίνει είτε πως είναι αδύνατο να με αντέξει κανείς, είτε πως είναι αδύνατο για τον οποιονδήποτε να με ανταγωνιστεί.
Ανάλογο του «δεν (μ)παλεύομαι». Σημαίνει είτε πως είναι αδύνατο να με αντέξει κανείς, είτε πως είναι αδύνατο για τον οποιονδήποτε να με ανταγωνιστεί.
Got a better definition? Add it!
πσκ, πουσουκού
Το τριήμερο από Παρασκευή έως Κυριακή. Το λένε κυρίως οι φαντάροι για τυχόν τέτοια άδεια.
Βλ. και σκ.
- Θα ζητήσω πσκ έξω, αλλά σιγά μη μου την δώσουν τα καθίκια.
Got a better definition? Add it!
Ο αυνανισμός, η μαλακία.
Το πολύ το τίκι τάκα κάνει το παιδί μαλάκα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Μέγιστο παράδειγμα ηλίθιας έκφρασης που, μερικές φορές, σημαίνει «αποκλείεται» με έντονα ειρωνικό τόνο, αλλά συνήθως δεν σημαίνει απολύτως τίποτα. Το άτομο στο οποίο απευθύνεται η έκφραση οφείλει να συμπεράνει:
Τι θες, βόλτα;;; Τσίμπα ένα αρχίδι!
Got a better definition? Add it!
Αποκλείεται. Με τίποτα, σε καμμιά περίπτωση (slang παλιάς φρουράς).
Παραλλαγές: με τίποτα, με καμιά κυβέρνηση, ούτε με χειροβομβίδες, ούτε με ενέσεις.
- Πάμε ρε μαλάκα γήπεδο!
- Ούτε με σφαίρες...
Got a better definition? Add it!
Μαλακίες, πίπες, αρλούμπες, ψέμματα (ενδεχομένως να υπάρχει κάποια διαστροφική σχέση με τα στρουμφάκια...).
Παραλλαγή: πούτσες μπλε κι αρχίδια κοτλέ.
— Μα μου 'πε πως τα φτιάξανε!
— Πούτσες μπλε.
Got a better definition? Add it!
Γαμιέμαι, έχω σεξουαλικές σχέσεις με κάποιο άτομο.
- Το πνίγεις το λαγουδάκι βλέπω...
Got a better definition? Add it!
Γαμιέμαι, έχω σεξουαλικές σχέσεις με κάποιο άτομο.
- Δε με λες κοπελιά, το πας το γράμμα;
- Α' να χαθείς ηλίθιε!
Got a better definition? Add it!
Εκνευρίζομαι, βγαίνω εκτός εαυτού. Παραλλαγές: τα παίρνω στο κράνος, ή απλά και μόνο... κρανίο!
- Και σηκώθηκες και έφυγες επιτόπου ρε;
- Τα πήρα στο κράνος σου λέω ρε!
Βλ. και ταπηροκρανίαση, ταπηροκρανιάζομαι, κράνα.
Got a better definition? Add it!
Με νευριάζεις. Ο όρος είναι των μέσων '80 και ακούγεται σε πολλές ελεεινές βιντεοταινίες της εποχής - ενδεχομένως (και με βάση την τότε κουλτούρα), να είναι αποκύημα μοτοσυκλετιστικής ορολογίας («λαμπάκια» = λαμπάκια λαδιού, θερμοκρασίας κτλ., οπότε ανάβω τα λαμπάκια = χτυπάω κόκκινο, έχω πρόβλημα με κάτι).
- Πάνε παιδί μου στην εκκλησία μέρα που είναι...
- Μη μ'ανάβεις ρε μάνα τα λαμπάκια πρωί-πρωί!...
Δες και ανάβουν τα λαμπούθκια μου στο cySlang.com.
Got a better definition? Add it!