Γκομενομάνι ονομάζεται η συγκέντρωση πολλών κοριτσιών - γκόμενων (θηλ. γένους) με επίβουλες ιδέες προς το ισχυρό φύλον με σκοπό την αποκόμιση χρημάτων. Συνήθως ένα γκομενομάνι συναντάται σε πολυσύχναστους χώρους όπως μια καφετερια, ένα εκπαιδευτικό ίδρυμα ή στο γνωστό Ευαγές Ίδρυμα.

Οι παρέες που απαρτίζουν το γκομενομάνι είναι απαραίτητο να αποτελούνται από τρείς η περισσότερες γκόμενες για να θεωρείται δίκαια η κατάληξη -μάνι, η οποία προσδίδει την ιδέα του πλήθους, στην έννοια γκομενομάνι.

Οι γκόμενες απαντώνται σε διάφορα είδη-μορφές ανάλογα με τον απώτερο σκοπό τους. Υπάρχουν οι ηδονικές , οι φεμινιστικές, οι εισοδηματικές και άλλες πολλές μορφές γύναιων που προσπαθούν για να πετύχουν το πλήρες φαλήρισμα του αντρικού πληθυσμού και γι'αυτό χαρακτηρίζονται από πανεπιστήμονες ως άκρως επικίνδυνες προς τα αρσενικά.

"Ρε φίλε, εγώ θα πέθαινα για να αφήσω τις πουτσοσταλίδες μου στην μουνίδα της καθε κοπελιάς που ανήκει σε αυτό το γκομενομάνι.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο χαλιάς, του χαλιά, οι χαλιάδες / τα χαλιάδια Επιφάνεια πλαγιάς με συνήθως μεγάλη κλίση, γεμάτη χαλίκια και μικρές κατά κανόνα πέτρες που είναι περισσότερο ή λιγότερο ασταθής για να βαδίσει κανείς επάνω της. Αν αυτή η επιφάνεια εκτείνεται σε μεγάλο ύψος και εύρος, τότε μιλάμε για σάρα. Η σάρα, της σάρας.

Τσοπάνικο αίνιγμα από τα "Ποιμενικά τής Ρούμελης", του Δ. Λουκόπουλου: "Μια πρατίνα [προβατίνα] ρούντα ρούντα, το χαλιά - χαλιά πααίνει και χαλίκι δε γκρεμίζει. Τι είναι;"

Είναι, βεβαίως, η αντάρα η οποία 'περπατάει' επάνω στον χαλιά χωρίς να γκρεμίζει ούτε ένα χαλικάκι.

Got a better definition? Add it!

Published

Μπορεί να ακουστεί και ως "σαντουίτς".

Κοπελιά, πιάνεις δυο σαντουίτς και μια κοακόλα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

λείξουρος ή λειξούρης, λειξουριά

Από το ρήμα λείχω=γλείφω. Χρησιμοποιείται στην Αναστασιά Σερρών. Σημαίνει άνθρωπος που του αρέσουν τα γλυκά και γενικά τά νόστιμα εδέσματα.

Μόνο με λειξουριές την έβγαλες σήμερα !!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξάι το, πληθ. ξάγια: μέτρο χωρητικότητας δημητριακών που χρησιμοποιούσαν στην Κύθνο (όπως και αλλού). Απ' ό,τι θυμάμαι ήταν ένα κυλινδρικό μεταλλικό δοχείο με χερούλι (αλλά και ξύλινο, όπως μου έχουν πει οι παλιότεροι) χωρητικότητας 7 οκάδων κριθαριού, που ήταν το κύριο αγροτικό προϊόν του νησιού μέχρι τη δεκαετία του '60.

Στο Βικιλεξικό βρίσκουμε:

ξάι (ουδέτερο):

  1. αλευροκόσκινο του μυλωνά που αποτελούσε μέτρο υπολογισμού της αμοιβής του (στη ναξιακή και ευρύτερη κυκλαδική διάλεκτο καθώς και σε περιοχές Ηπείρου).

  2. το αλεστικό δικαίωμα του μυλωνά, αλεστικά.

  3. μονάδα μέτρησης χωρητικότητας: δημητριακών (μισό κιλό), μεταξόσπορου (το 1/6 της ουγγιάς), μπαρουτιού, πυρίτιδας.

Ετυμολογία: ξάι < μεσαιωνική ελληνική ξάι < ελληνιστική κοινή ἐξάγιον < λατινικά exagium

Πέντε ζευγαριές χωράφι, πέντε ξάγια γέννημα! Τσάμπα ο κόπος και τσάμπα ο σπόρος!
(ζευγαριά: επιφάνεια χωραφιού που μπορεί να οργωθεί από έναν άνθρωπο μ' ένα ζευγάρι ζώων σε μια μέρα / γέννημα: τα σιτηρά -στο παράδειγμα: κριθάρι).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified