Πέρα από το ότι ορίζει έναν χαρακτήρα ανθρώπου, τον γύφτουλα (βλ. έτερο ορισμό) έχει και πιο ειδικές σημασίες:

  1. Στην στρατιωτική κωδικοποίηση των γευμάτων είναι οι πατάτες. Συνώνυμο: γερμανός. Βλ. και πούστης, κινέζος, ιταλός, σάκης ρουβάς, τούβλο. Προφανώς, επειδή οι αθίγγανοι πουλάνε πατάτες.

  2. Στην αθλητική αργκό είναι ο οπαδός του ΠΑΟΚ, βλ. κοινωνιολογική προσέγγιση στο γύφτοι.

  1. - Τι έχει σήμερα;
    - Πούστη με γύφτο.

  2. οι παοκτσηδες ειναι γυφτοι και τουρκοι. τα υπολοιπα ειναι γνωστα, ειπωθηκαν (Εδώ).

(από Khan, 11/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο δράσεις εκείνου του ατόμου που προσπαθεί να επιδεικνύεται με φθηνούς εντυπωσιασμούς αμφίβολης αισθητικής. Οι υπερμεγέθεις γούνες, τα ψεύτικα χρυσαφικά, η επιλογή λευκού χρώματος (π.χ στο αυτοκίνητο) είναι ενδείξεις μιας τέτοιας συμπεριφοράς. Συνήθως αυτά τα άτομα δανείζονται ή φοράνε χρησιμοποιημένα ρούχα και τα παρουσιάζουν ως δικά τους.

- Μα καλά, λευκή Mercedes πήγε και πήρε; - Αφού είναι αρχοντόγυφτος.

(από chrismegas, 28/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το μπουζούκι.

Λέγεται και ζητιανόξυλο.

Και οι δυο όροι, χρησιμοποιούνται από μεν τους χειριστές του αυτοσαρκαστικά, από δε τους επικριτές του, προσβλητικά.

- Από τότενες που πιασε στα χέρια του, ετούτο το ρημάδι το γυφτόξυλο, δε λέει να τ' αφήκει.

(από iwn, 05/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ανάρμοστη πράξη ή συμπεριφορά που δεν συνάδει με όσα επιτάσσει το σαβουάρ βιβρ. Προφ επειδή οι γύφτοι δεν δίνουν δυάρα για λεπτές συμπεριφορές όπως η καθαριότητα, οι καλοί τρόποι, η τάξη, κλπ. Όλος ο χρόνος κλασική γυφτιά, πχ, είναι οι ανασκαφές με το τσαπόνυχο μπροστά σε κόσμο.

Γυφτιά όμως μπορεί να είναι και μια κακόγουστη ή υπερχλιδάτη παρουσία στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Ως γνωστόν οι γύφτοι που κάναν καλά λεφτά δουλεύοντας σκληρά ή απλά κλέβοντας (πράμα για το οποίο είναι περήφανοι -και μάλιστα στη Ρουμανία, αν θυμάμαι καλά από ντοκ. του BBC, υπάρχει και Μουσείο Κλοπής, μέσα στη μέση μιας συνοικίας δισεκατομμυριούχων ρομ που έχτισαν κιτσοπάλατα εκεί όπου ήταν οι τρώγλες τους), οι αθίγγανοι λοιπόν που έκαναν καλά λεφτά, έχουν εμμονή στην επίδειξη πλούτου, χωρίς όμως να έχουν αυτό που λέμε «γούστο» (αν και έχει γούστο πάντως και αυτό, κατ' εμέ).

Συν.: σαβούρα-βίβρ, αρχοντοβλαχιά.
Αντ.: ζαμπουνιά.

Ωσεκτουτού υπάρχει και ο χαρακτηρισμός γύφτος.

  1. (Πρωινό σε μπουφέ ξενοδοχείου. Ανοίγει το βαζάκι με την μαρμελάδα, το βάζει σαν ποτήρι στο στόμα, πίνει την μαρμελάδα)
    - Ρε μαλάκα, κόφ' τις γυφτιές επιτέλους, σε βλέπει όλος ο κόσμος!

  2. βλ. εδώ και εδω και εδω και πάει λέγοντας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται ως απαντητικό-τελεσίδικο σε επαναλαμβανόμενες αγχωτικές ερωτήσεις τύπου «τι ώρα είναι» από ιδιαίτερα ψυχαναγκαστικούς τύπους, που δε βλέπουν την ώρα...

Χρησιμοποιείται δε και ως αποτροπιασμός προς τον ερωτώντα, εάν δεν είναι ευάρεστη (προς τον ερωτώμενο), η όψη του.

— Brain, τι ώρα είναι;
— Ώρα που γαμάν οι γύφτοι, Pinky...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο εξτρήμ γύφτος, με δυο έννοιες:

  • Ρατσιστική: προσβλητικός χαρακτηρισμός κατά των τσιγγάνων, στο ίδιο πνεύμα με τα καράγυφτος, γιούφτος, κ.α.,
  • Συμπεριφορική: o αγενής, άξεστος, μικροπρεπής και ατομιστής ξεφτίλας. Ανεξαρτήτως φυλής, θρησκείας, φύλου, κοινωνικής τάξης και χρώματος.

Εκ του γύφτος ( < αρχ. Aἰγύπτιος).

  1. - Ο σωστός Γύφτουλας κυκλοφορεί πάντα με έναν ολόκληρο στρατό μικρών νομισμάτων (όταν λέμε «μικρά», εννοούμε το πολύ 5λεπτα…). Έτσι, όταν φτάνει η σειρά του να πάρει εισιτήριο, αρχίζει να μετράει: «1 λεπτό, 2 λεπτά, 4 λεπτά, 6 λεπτά…», αναγκάζοντας τους υπόλοιπους δύσμοιρους που περιμένουν εισιτήριο να χάσουν τουλάχιστον κανά-δυο δρομολόγια…
    (από τον «Δωδεκάλογο του Γύφτουλα», εδώ)

  2. - « … Εις μνήμην (του τάδε) και αντί στεφάνου, ο κ. και η κ. Κωνσταντίνου Μητσοτάκη μάς απέστειλαν 200 ευρώ υπέρ της ACTION AID» (Εφημ. «Εστία»)
    (Και) πού στέλνει την δωρεά του (…) ο βρικόλακας Μητσοτάκης: Στην μη Κυβερνητική Οργάνωση «ACTION AID» της κορούλας του, Αλεξάνδρας! Γιάννης κερνάει και Γιάννης πίνει, δηλαδή ... Τόσο γύφτουλας είναι ο Μητσοτάκουλας: Ακόμη και τις δωρεές του εις μνήμην των φίλων του, τις στέλνει στην κορούλα του!
    (από βλόγιο μάλλον γύφτουλα, εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι αποκαλούνται συλλήβδην όλοι οι υπήκοοι του προς Βορρά κρατιδίου της Φυρομίας aka Βαρντάρσκα ή Ντράβσκα Μπανοβίνα, που προήλθε από τη διάλυση της πρώην Γιουγκοσλαβίας.

Ο πληθυσμός των Ρομά που εγκαταβιούν στο εν λόγω κρατίδιο ανέρχεται στο υπολογίσιμο 10% του συνολικού πληθυσμού, τρίτο ποσοστό μετά τους σλάβους και τους αλβανούς, ενώ και οι πολιτισμικές επιδράσεις του Ρομά στοιχείου είναι ιδιαίτερα έντονες στη χώρα αυτή.

Το λήμμα έχει μια σαφή μειωτική χροιά και χρησιμοποιείται από όσους δεν συμπαθούν τις ανιστόρητες, αλυτρωτικές διαθέσεις που εκφράζονται από την ηγεσία του κρατιδίου σε βάρος του Ελληνικού διαμερίσματος της Μακεδονίας.

  1. (από σισυφώνειο σχόλιο):
    Δεν είμαι μισάνθρωπος, αυτός είναι γυφτοσκοπιανός...αααααχαχαχαχα ααααααααα
    Και μ' αυτά που έγραψε, λίγα του ΄σουρα!!!

  2. (από εδώ):
    Ο Γυφτοσκοπιανός… πρόεδρος ήθελε να έρθει στην Αθήνα… με αεροπλάνο που θα έφερε τα σήματα της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ. Ο θρασύς… Για να μπορεί ο βλαξ να έχει τέτοια σήματα πρέπει να έχει την ελληνική έγκριση!... Τίποτε, ο γύφτος…δεν καταλαβαίνει… και φαντάσθηκε ότι μπορούσε … προκλητικά(!) να εισέλθει στην ελληνική επικράτεια… με τα πλαστά σήματά του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι λέγεται αλλιώς ο ξάδελφος, κυρίως σε χωριά και με περιφρονητική διάθεση, ιδίως όταν ο εξάδελφος δεν μας κάνει οικογενειακά υπερήφανους με τα καμώματά του και την εν γένει πρόοδό του στη ζωή.

- Με πήγε στο χωριό του, Σία μου, αλλά δεν με προειδοποίησε πόσους συγγενείς του θα γνώριζα και έδωσα χειραψία με το μισό χωριό.
- Ε, καλά τώρα Κία μου, σε τέτοια κουτσοχώρια, όλοι μεταξύ τους είναι συγγενείς και ξάγυφτοι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που αναφέρεται γλαφυρά και νοσταλγικά στο ένδοξο παρελθόν που παρήλθε ανεπιστρεπτί.

Παρόμοια γνωστή έκφραση από τον εθνικό μας ποιητή :«περασμένα μεγαλεία και διηγώντας τα να κλαις».

Αναφέρεται επίσης και για να χαρακτηρίσει πράξεις μειωμένου γοήτρου ή κύρους συγκρινόμενες με προηγούμενες καταστάσεις.

- Τον είδες τον καινούργιο προϊστάμενο;
- Άσε τον είδα, εκεί που κρεμούσαν οι καπεταναίοι τ άρματα, κρεμούν οι γύφτοι τα νταούλια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γαμησιάτικο μπινελίκι παλαιάς κοπής, της μοδός στα '70ς και '80ς, ίσως λόγω οριενταλιστικού ρομαντισμού. Σύγκρινε: Τουρκόγυφτος.

- Αχ, τι σου κάνω μάνα μου, μάνα μου Τουρκογύφτισσα!
- Να μού 'κανες και κάτι, αλλά πού;

Γαρύφαλλο στ\' αυτί, Άννα Μαρία Κάλφα (από poniroskylo, 19/04/09)ΟΚ, το βρήκαμε και το ορίτζιναλ (από poniroskylo, 19/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified