Ο γύφτος σε λίγο ακόμη-πιο-σλανγκ εκφορά. Υπάρχει πληθώρα βιβλιογραφίας για τους γύφτους στο σάιτ, οπότε τα περισσότερα περιττεύουν.

Ήρθε ντυμένος σαν γιούφτος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περπατώ καμαρωτός και κορδωτός, όλο περηφάνια και αυταρέσκεια. Στις παλαιότερες εποχές, πριν την έλευση των μεταναστών, οι τσιγγάνοι ήταν αυτοί που πολύ συχνά δούλευαν στα χωράφια. Η εικόνα των εργατών που περπατούσαν με το σκεπάρνι στον ώμο πηγαίνοντας στη δουλειά είναι η ρίζα της έκφρασης, αφού το σκεπάρνι ήταν υπερυψωμένο και ξεχώριζε από μακριά.

Για δες παιδί... Από τότε που κέρδισε στο Κίνο περπατάει στο δρόμο καμαρώνοντας σα γύφτικο σκεπάρνι.

Για να μαθαίνουν οι νέοι και να θυμούνται οι Γύφτοι (από MXΣ, 26/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που το παίζει κιμπάρης αλλά κατά βάθος είναι γύφτος.

- Ρε τον Βαλάντη χαλάει δυόμισι χιλιάρικα στα μπουζούκια και κάνει μανούρες στον σουβλατζή γιατί λέει είναι ακριβός 2 ευρώ ο γύρος!
- Μεγάλος κιμπαρόγυφτος...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει ότι κάναμε κάτι ωραίο, πρωτότυπο, και οι άλλοι ζήλεψαν και μας αντέγραψαν κάνοντας το ίδιο.

- Ρε, και ο Κώστας με τον Θανάση κάνανε κοπάνα στη γυμναστική!
- Μάθαν ότι γαμιόμαστε, πλακώσανε κι οι γύφτοι.

(από Khan, 21/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τσιγκούνης, ο σπάγκος.

- Μάγκες δεν έρχομαι στην συναυλία. Δεν έχω χρήμα.
- Τι δεν έχεις χρήμα ρε τσιγκανόπουστα; 5 ευρώ στοιχίζει το εισιτήριο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γύφτους αποκαλούν τους Παοκτζήδες οι οπαδοί του Άρη για να δείξουν ότι τους θεωρούν κοινωνικά κατώτερους και άξεστους. Ιστορικά στη Θεσσαλονίκη ο ΠΑΟΚ ήταν η ομάδα των προσφύγων και των λαϊκών στρωμάτων ενώ τον Άρη υποστήριζαν ντόπιοι και, σε γενικές γραμμές, η αστική τάξη της πόλης.

Απαντάται και ο τύπος «ο γύφτος» - πάντα με άρθρο. Σημαίνει το σωματείο και την ομάδα του ΠΑΟΚ, π.χ. Πάλι με τον γύφτο κληρωθήκαμε στο κύπελλο. Χρησιμοποιείται όπως τα ανάλογα «ο γαύρος» και «ο βάζελος».

Ένα από τα συνθήματα που φωνάζουν οι Αρειανοί είναι:

Είναι πουτάνα, είναι μεγάλη πουτάνα
του κάθε γύφτου η μάνα.

Και οι Παοκτζήδες συχνά απαντούν:

Έρχεται, έρχεται όλη η γυφτιά,
τις μάνες σας γαμάει οθωμανικά.

Η αναφορά στο οθωμανικό γαμήσι λαμβάνει υπόψη ότι οι Αρειανοί επίσης αποκαλούν τους Παοκτζήδες «τούρκους» και «μωαμεθανούς».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη γλώσσα των στρατιωτών το κοτόπουλο με πατάτες, όπου πούστης φυσικά το κοτόπουλο και όπου γύφτος οι πατάτες.

- Τι έχει σήμερα το μενού ρε σειρά;
- Τι θες να έχει ρε ψαρά; Παρασκευή είναι, πούστη με γύφτο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που ντύνεται με γραβάτα-κοστούμι αλλά είναι ή εντελώς άσχετα και παράταιρα το παντελόνι με το σακάκι ή τη γραβάτα ή το πουκάμισο, ή είναι πολύ παλιάς μόδας, και γενικά τον φοράει το ρούχο και δεν το φοράει. Είναι ο τύπος που φοράει κουστούμι για να πάει στο σκυλάδικο και να το παίξει κάποιος ενώ στην καθημερινότητα ντύνεται με ό,τι βρει. Αυτός που προσπαθεί να το παίξει κυριλέ.

Ο Χ είναι γυφτοκυριλές, πάει στα μπαράκια με κολλημμένο μαλλί, κουστουμιά και άσπρη καλτσούλα και νομίζει ότι κάποιος έγινε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ευρωπαίος αθίγγανος, ο γύφτος γενικά.

Κέρασε την παρέα μας ποτά και κάθισε μαζί μας. Όταν όμως άνοιξε το στόμα του καταλάβαμε ότι δεν ήταν έλληνας. Ήταν τσιγκανέιρος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο οπαδός του ΠΑΟΚ.

-Με ποιους παίζουμε το Σάββατο;
-Με τους Τουρκόγυφτους στην Τούμπα.

Βλ. και Βούλγαρος, γύφτοι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified