Further tags

Το λέμε σαν απάντηση αμυντικού προσδιορισμού για να τη μπούμε σ' αυτόν που μας λέει μαλάκες. Θεωρούμε δηλαδή (υβριστικά πάντα και όχι κυριολεκτικά) ότι μαλάκες μας έκανε αυτός, από το πολύ γαμήσι που του έχουμε ρίξει.

- Αντώνη... Ξύπνα ρε μαλάκα δεν θα προλάβουμε τα γκομενάκια ρε... Καλά με ακούς ρε ή μ' έχεις συνδέσει με τ' αρχίδια σου ρε μαλάκα;
- Μαλάκα μ' έχει κάνει ο κώλος σου ρε Στάθη...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εμπνευσμένη έκφραση του γνωστού θρύλου της αθλητικής δημοσιογραφίας Γ. Γεωργίου. Στη συνηθέστερη μορφή της ακολουθεί την ανακοίνωση του ονόματος Σάββας. Γενικά, θεωρείται έκφραση απόλυτης απαξίωσης προς τον συνομιλητή ή αδιαφορίας για την έκβαση μίας συζήτησης, αφού το άτομο που την χρησιμοποιεί προτιμά να κάνει χαβαλέ με το όνομα του συνομιλητή, παρά με την ουσία της συζήτησης.

- Μεγάλη κουβέντα αυτή που άνοιξες! Θύμησέ μου το όνομά σου..
- Σάββας...
- Σάββα;...
- Τί;
- Τα παπάρια μου τράβα!!!
- Άντε ρε φίλε και εγώ μιλάω σοβαρά.

μπερδέψαμε τα παπάρια με τα κλάσματα... (από BuBis, 28/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εγώ το ξέρω ως «είπες τό 'να είπες τ' άλλο, κάτσε τώρα να στη βάλω».
Επίσης είναι και το «της θάλασσας τα κύματα χτυπάνε βράχο-βράχο, κι όλες τις μαλακίες σου στ' αρχίδια μου τις γράφω».

- Και που λες Μανούσο, ο Κοβάσεβιτς είναι παιχτρόνα μεγάλης κλάσης, απλά δεν έχει δέσει το γλυκό με τους συμπαίχτες του...
- Ε γαμώ και σένα και τον Ολυμπιακό σου πια... Δεν αντέχω άλλο ρε συ, είπες τό 'να είπες τ' άλλο, κάτσε τώρα να στη βάλω ρε αμπλιαούμπλια!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση με τουρκικές ρίζες. Χρησιμοποιείται στη Βόρεια Ελλάδα από μεγαλύτερους σε ηλικία ανθρώπους, πιθανώς με καταγωγή Κωνσταντινουπολίτικη ή Μικρασιάτικη. Στην σύγχρονη Τουρκία η έκφραση δεν συνηθίζεται αλλά είναι απολύτως κατανοητή. Συνεπώς, χρησιμοποιήστε την σε συνομιλία με Τούρκους μόνο αν πραγματικά την εννοείτε - είναι και παρεξηγιάρηδες αυτοί.

Η έκφραση αποτελείται από τα εξής συνθετικά μέρη:

αλ = παίρνω
σικιμέ = η ψωλή μου
βουρ = βαράω, κοπανάω
ντουβαρά = στον τοίχο

Το όλον, λοιπόν, σημαίνει:

Παίρνω την ψωλή μου και την κοπανάω στον τοίχο.

Η έκφραση δείχνει ότι έχω περιέλθει σε πλήρη απόγνωση από τις μαλακίες που ακούω ή βλέπω να γίνονται - ιδιαίτερα όταν γίνονται ή λέγονται πράγματα πολύ αντιφατικά και όταν ξέρω, παράλληλα, και ότι δεν μπορώ να αντιδράσω. Λέω, λοιπόν, στον συνομιλητή μου ότι, βασικά, έχει φτάσει σε τέτοιο όριο βλακείας και αλαλούμ που είναι σα να έχει βγάλει την πούτσα του και να την βαράει στον τοίχο. Κι εγώ, που δυστυχώς ξέρω ότι είναι μάταιο να προσπαθήσω ν' αντιδράσω, αναγκάζομαι να κάνω το ίδιο - μιλάμε για τέτοια απόγνωση.

- Ξέρετε, γιαγιά, δεν θα μπορέσω να έλθω στο Ωραιόκαστρο να σας πάρω από τη θεία Ευανθία απόψε.
- Καλά βρε παιδάκι μου, μου το υποσχέθηκες, βασίστηκα σε σένα, εγώ πώς θα φύγω τώρα απο κει μες τη νύχτα; - Ναι, συγνώμη, αλλά άλλαξαν τα σχέδια ... θα βγω με τη Μαιρούλα τελικά και θα πάμε Πανόραμα
- Με τη Μαιρούλα; Καλά, εσύ δεν είχες πει ότι αυτή είναι παρτσακλό τελείως και να σε πλήρώνανε δεν έβγαινες ξανά μαζί της;
- Ναι, ξέρετε, γιαγιά, αλλάζουν τα πράματα ...
- Αχ παιδάκι μου, άκρη δε βγάζει ο άνθρωπος με σένα ... αλ σικιμέ βουρ ντουβαρά ...
- Ε, γιαγιά, Τούρκικο είναι αυτό, ε; Τα θυμάστε ακόμα από την Πόλη; Τι σημαίνει; Παροιμία είναι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από την εκπληκτική τριλογία Amici Miei (Εντιμότατοι Φίλοι μου), προέρχεται η αυτονομημένη ατάκα «γουρδώνω το περπούτσι παράμοιρα», που αποτελεί ελέυθερη μετάφραση εκ του ιταλικού πρωτοτύπου από έναν προφανώς πεφωτισμένο επαγγελματία μεταφραστή. Η έκφραση χρησιμοποιήθηκε για να θολώσει τα νερά και να παρέχει μία αληθοφανή δικαιολογία για κάτι που περισσότερες λεπτομέρειες δε χρειάζεται/δεν πρέπει να δοθούν. Έτσι χρησιμοποιείται και στην αυτονομημένη της εκδοχή.

  1. - Λουκά μου, μπορείς να με πετάξεις μέχρι τη μαμά μου και μετά λίγο μέχρι το ΙΚΕΑ και αν έχουμε καιρό για πέντε λεπτάκια στο κομμωτήριο;
    - Θα ήθελα πάρα πολύ αλλά πρέπει να γουρδώσω το περπούτσι...
    - Ποιο; Τι λες Λουκά;
    - Ναι, παράμοιρα. Ασ' τα να παν. Έπρεπε να είχα ήδη φύγει.

  2. - Και πώς εξηγείς τότε το λεκέ στο πουκάμισο Αρχέλαε; Ε;
    - Έπρεπε να γουρδώσω το περπούτσι παράμοιρα και βιαζόμουν και όπως το έβαζα ακούμπησε στο ρουζ που ήταν ανοιχτό πάνω στον πάγκο, Πίτσα μου.

(από jesus, 13/10/10)

Βλ. και καλιμπιστίρι!.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρώτο τμήμα της στιχομυθίας που συνεχίζεται (με σκοπό να ξενερώσουμε τον συνομιλητή μας και να το βουλώσει, ή να τον μπερδέψουμε) με το «... έχω μια πούτσα τόση».

Λέγεται κει με το «εν πάση περιπτώσει».

– Και συ πώς νιώθεις;
– Τι να σου πω... Εν πάση περιπτώσει,...
– ... έχω μια πούτσα τόση...
Χέσε μας ρε μαλάκα, εσύ με ρώτησες. Δεν θες, μη μάθεις.
– Παρεξηγήθηξες;
– ...
Τσίμπα ένα αρχίδι!
– Ωφού, δεν παίζεσαι σήμερα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συμπλήρωμα της φράσης «Μια το ένα μια το άλλο...». Το λέμε για να εμποδίσουμε τον συνομιλητή μας να συνεχίσει αυτό που λέει.

- Αμάν πια, δεν μπορώ, βαρέθηκα... Μια το ένα, μια το άλλο...
- ... κάτσε τώρα να στη βάλω...

Δες και γειώσεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτολεξεί αντίδραση θιγομένου που κάποιος τον αποκάλεσε μπάρμπα, δηλαδή γέρο. Περί Αλγερίας και Τυνησίας πρόκειται νομίζω. Παρεμφερές με το «κυρ-Γιάννη», «κερί και λιβάνι».

- Ρε μπάρμπα;
- Μπαρμπαριά και Τούνεζι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπερρεαλιστικό τοπωνύμιο. Απαντά στην ερώτηση «πού πήγε;» όταν, βασικά, απάντηση δεν υπάρχει ή αγνοείται. Το Ταμτούμ βρίσκεται κάπου ανάμεσα στο Τιμπουκτού και του Διαόλου τη Μάνα, δηλαδή πολύ μακριά. Ελέγχεται βάσιμα κατά πόσον στο Ταμτούμ μπορεί κανείς όντως να προμηθευθεί αλεπουτόμαρα αλλά ακόμη και αν τα βρει τα αλεπουτόμαρα στις μέρες μας είναι μάλλον αμφιβόλου χρησιμότητος - δηλαδή, το όλο ταξίδι μάλλον θα αποβεί μάταιο και μεγάλη ταλαιπωρία.

Ως κάπως πιο προσγειωμένη εκδοχή λέγεται και το στο ΤαμΤούμ για μαϊμούδες.

- Καλά, πού χάθηκε πάλι ο Δημητράκης; Εδώ ήταν πριν ένα λεπτό. Πού πήγε;
- Στο Ταμτούμ γι' αλεπουτόμαρα ... Πού θες να ξέρω και τι με νοιάζει κιόλας; Άει παράτα μας ...

Στα 4.00 η ατάκα. (από Hank, 15/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται όταν βλέπουμε κάποιον στο δρόμο και δεν έχουμε κατι πρωτότυπο να του πούμε για να τον χαιρετήσουμε. Αυτός ο κάποιος είναι σίγουρα φίλος μας, οπότε έχουμε οικειότητα μαζί του και ρωτώντας τον αν έχει κλάσει, κατευθείαν τον αποστομώνουμε και τον φέρνουμε σε δύσκολη θέση.

Καλύτερη περίπτωση είναι ειδικά όταν έχουμε γυναίκες στην παρέα και ο φίλος εκπλήσσεται εντελώς.

- Πού είσαι ρε, τι κάνεις;
- Έκλασες;
- ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified