Further tags

Είναι η έννοια του «στ' αρχίδια μου», αλλά στην εξειδικευμένη περίπτωση του «δεν μου καίγεται καρφί εφόσον εγώ περνάω καλά τώρα».

Μπορεί να καταταχθεί και ως μία από τις αιτίες της τωρινής κατάστασής μας!

(Πρέπει, βεβαίως, να αναφέρω -για να τον τιμήσω έτσι- τον δάσκαλό μου στην οδήγηση Αρίστο, ο οποίος μου έμαθε την φράση και την σημασία της).

Στ' αρχίδια μου τα δυο που 'ναι σα καμπαναριό, και γαμάνε και χτυπάνε κι όλο τον κόσμο τον ξυπνάνε. (Τι με νοιάζει τί φασαρία κάνουν αφού εγώ γαμάω τώρα;)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση απόγνωσης που χρησιμοποιείται κυρίως όταν κάποιος πετάει μια μαλακία...

- Πού πήγε η μικρή Αννούλα μετά την έκρηξη; Παντού!
- Κόψε τα ναρκωτικά ρε μαλάκα, δεν φτάνουν για όλους...

(από xalikoutis, 16/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μόρτικη απάντηση-τάπωμα στην ενοχλητική ερώτηση «Τί γυρεύεις εδώ;»

Τα Ημισκούμπρια στον «Ταρίφα» έχουν την παραλλαγή «Πάω στη μανούλα σου ν' ακούσουμε Μητσιά» ως τάπωμα από τον ταξίστα στην παρατήρηση ενός άλλου οδηγού «Πού πα' ρε από δεξιά;»

Με τη φράση αυτή, αφήνουμε ένα σεξουαλικό υπονοούμενο άκρως προσβλητικό για τον παραλήπτη, αφού θίγει το ιερότερο πρόσωπο στη ζωή ενός ανθρώπου, τη μητέρα.

- Τί γυρεύεις στο εφημερείο τέτοια ώρα; Δεν βλέπεις πως κοιμάμαι;
- Με κάλεσε η μάνα σου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειρωνική απάντηση σε ερωτήσεις όπως: «τι (θα) κάνεις;» «έχεις δουλειά;»

Το λέμε όταν θέλουμε να κόψουμε το βήχα σε κάποιον, να μας αφήσει ήσυχους, να δώσουμε να καταλάβει ότι δεν έχουμε όρεξη για κουβέντα.

Εναλλακτικά, μπορούμε να το πούμε πειραχτικά, χαριτολογώντας.

Η φράση μάλλον είναι αρκετά παλιά, αφού αφήνει να εννοηθεί ότι οι γκαβοί ωσάν κοπάδι θα πρέπει να βγουν (και να καθοδηγηθούν) σε έναν υπαίθριο χώρο για να κάνουν την ανάγκη τους, οπότε και μάλλον υποθέτουμε ότι δεν υπάρχει αποχωρητήριο, πόσο μάλλον τουαλέτα.

  1. - Τι κάνεις αύριο ρε; - Βγάζω τους γκαβούς για χέσιμο...

  2. - Να περάσω το απόγεμα να το δούμε; - Όχι έχω δουλειά. - Τι δουλειά; - Να βγάλω τους γκαβούς για χέσιμο. - Λέγε ρε παπάρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ατημέλητα κεκαλυμμένο μπινελίκι.

Στην καλύτερη υπονοεί ότι κάποιος είναι βαθιά νυχτωμένος. Στην ακόμα καλύτερη, αντικαθιστά τα «σάλτα και γαμήσου» ή το «κακό ψόφο να' χεις!»

- Καληνύχτα σας κ. Μητσοτάκη.
(Γραφείο Τύπου ΝΔ, Οκτώβριος 2010)

- Καληνύχτα σας παραγοντίσκοι του αθλητικού, πολιτικού και εμπορικού βίου του τόπου.
(αναφερόμενο στον κ. Κουγια, εδώ)

- Αλλά εδώ ανεχόμαστε τους πολιτικούς και τα πέριξ αυτών λαμόγια να μας πηδάνε τη ζωή τόσα χρόνια. Για μερικούς κάφρους παράγοντες, οπαδούς και δημοσιογράφους που μας χαλάνε τη διασκέδαση θα σκάσουμε; Καληνύχτα σας κύριοι…
(εκεί)

- Μωραίνει Κύριος ον βούλεται απολέσαι ή το γνωστότερον, το γήρας ουκ έρχεται μόνον. Καταληκτικά θα σας συνιστούσα: Μέσα σας σκύψτε για να δείτε.Αυτά και… καληνύχτα σας, κ. πρόεδρε. (παραπέρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από τις πιο μαμαδίστικες γειώσεις. Λέγεται όμως απ' όλους.

Το λέμε τσαντισμένοι όταν δεν έχουμε (πια) απάντηση και θέλουμε να αποστομώσουμε τον άλλον και να τελειώνει η κουβέντα.

Συνώνυμο: γιατί κλάνει το γατί. Παρόμοιο: γιατί έτσι.

  1. - Γιατί μαμά;
    - Για να ρωτάς.

  2. - Μα γιατί δε μου λες τι έγινε;
    - Για να ρωτάς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσγειώνω κάποιον στην πεζή πραγματικότητα. Μπορεί ν’ αναφέρεται:

  • Σε ξενέρωτο άτομο που χαλάει το κέφι σε μια φτιαγμένη παρέα: κάποιος που δεν την πίνει σε παρέα χασικλήδων, ή κάποιος που ντε και καλά επιμένει να γκρινιάζει ή να κάνει σοβαρή συζήτηση σε παρέα που έχει έρθει στο τσακίρ κέφι με ποτό και γουστάρει χάχανα, τραγούδι και χορό. Ή σε ντι τζέι που κάνει αψυχολόγητο γύρισμα στο μουσικό πρόγραμμα και στέλνει όλο τον κόσμο να καθίσει.
  • Σε άτομο που μιλώντας τη γλώσσα της ψυχρής λογικής, χωρίς πολλή πολλή διπλωματία κι ευγένεια, λέει στον ανεβασμένο - ονειροπαρμένο - επηρμένο - ερωτευμένο - ενθουσιασμένο - καυλωμένο συνομιλητή του τα πράγματα όπως έχουν, με αποτέλεσμα να του κόψει τη φόρα.

- Πάνω που είχαμε αρχίσει να ψιλοφτιαχνόμαστε άρχισε η Αλέκα τα κομμουνιστικά της και μας ξενέρωσε χοντρά. Μια ώρα μας τα'πρηζε και δεν μπορούσαμε και να σηκωθούμε να φύγουμε.

- Τον ξενέρωσα το Μάκη. Μαλάκα του λέω τα καγιέν και τα φουσκωτά σε μάραναν. Με δανεικά λεφτά κάνεις ζωή και μας το παίζεις και επιχειρηματίας; Πρόσεξε μην καταλήξεις πίσω από τα σίδερα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ασφαλώς και είναι η «διακόσμηση» στα ελληνικά από το γαλλικό décor - όμως, παρέα με ρήματα όπως:

  1. κάνω: κάνω (κάποιον) ντεκόρ σημαίνει ό,τι και τα: τον γείωσα, του το βούλωσα, κι από 'κει και πέρα (το 'παιξε) γλάστρα, τον έσβησα (και έλαμψα) - κι όλα τα παρεμφερή κι ομοειδή.

  2. βγαίνω: βγαίνω απ΄το ντεκόρ σημαίνει παίρνω θέση (πάνω σε κάποιο ζήτημα), πήραν επιτέλους χαμπάρι πως υπάρχω, επανενεργοποιούμαι, κ.ο.κ.

  3. έχω: έχω για ντεκόρ σημαίνει έχω για μόστρα, έχω για γλάστρα κ.ο.κ.

  4. ... είμαι: δεν είμαι (για) ντεκόρ (εγώ), το γνωστό παράπονο παραμελημένης γκόμενας.

  1. - Μας πέθανε στην παρλαπίπα, μέχρι που ο Άρης του φρεσκάρισε τη μνήμη και τον έκανε ντεκόρ.

  2. - Γιαδέ ρε συ ποια κελαηδάει!!
    - Έχασες επεισόδια ε; Μετά την πλαστική βγήκε απ' το ντεκόρ.

  3. - Τι κάνει δω πέρα η μικρή;
    - Τίποτα, μόνο για ντεκόρ.

  4. - Ακούς; Τα μαζεύω και φεύγω. Δεν είμαι ντεκόρ εγώ. Ακούς βρε; Φεύγω σου λέω.
    - Α! ναι; Πού πας;
    - Όπου θέλω!!
    - Δώσε χαιρετισμούς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν τραβάς τα βυζιά σου λέω εγώ;

Χρησιμοποιείται ως απάντηση σε κάποιον (συνήθως κάποιος με τον οποίο έχουμε αναπτύξει φιλικές σχέσεις και σχέσεις οικειότητας), ο οποίος μας υποχρεώνει να πραγματοποιήσουμε μια αγγαρεία, εννοείται παρά τη θέλησή μας. Το αν τελικά θα πραγματοποιήσουμε την επιθυμία / προσταγή του υπόκειται στην ευγενική μας ευχέρεια.

- Μάκηηηη!!! Πάνε να πάρεις καλέ τα παιδιά από το σχολείο γιατί αρχίζουν τα «Μυστικά της Εδέμ»!
- Και θα αφήσω το ματς επειδή θες εσύ να δεις τα «Μυστικά της Εδέμ»;;; Βρε δεν τραβάς τα βυζιά σου λέω εγώ; Σήκω μη σε [...]

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από το βλάχικο «τζάτσι» που σημαίνει δέκα (10).

Ο μύθος λέει ότι όταν οι βλάχοι φτιάχνανε τη γλώσσα τους και ειδικά την αρίθμηση (1: ούνου, 2: ντόι, 3: τρέι... 9: νουάουα), δεν μπορούσαν να σκεφτούνε κάτι για να βαφτίσουνε το δέκα. Τότε ένας γάιδαρος πέρασε και πάτησε μια δυνατή κλανιά (ΖΑΤΣ!) και έτσι βγάλανε το δέκα τζάτσι!

Σήμερα λόγω ακριβώς της ομοιότητας με τον ήχο της κλανιάς, χρησιμοποιείται για να περιγράψει το «τάπωμα» λεκτικό ή φυσικό. Χρησιμοποιείται συνήθως στην αρχή ή στο τέλος περιπαικτικών προτάσεων.

Συνηθίζεται πιο πολύ στη Λάρισα και γενικά στη Θεσσαλία πλην Βόλου, όπως επίσης και στα ορεινά του νομού Γρεβενών.

1: Πειραγμένοι πενηντάρηδες (ένας ΠΑΣΟΚ και ένας ΝΔ) παρακολουθούν το ντιμπέιτ των πολιτικών αρχηγών.

(ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ): -Δε θα μας μιλήσετε εσείς για διαφάνεια κ. Καραμανλή!
Πασόκος στο ΝΔ φίλο του: ΖΑΤΣ! Του την είπε τώρα, την πάτησε ο δικός σας!

2: - …και του πάτησε ένα μπουκέτο ρε φίλε... ΖΑΤΣ! Παρ' τον κάτω.

Δες και ζαρτ, κλάσιμο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified