Further tags

Κλασική έκφραση αδιαφορίας.

– Πέθανε ο γείτονας.
– Στ' αρχίδια μου.

Δες επίσης: x/m, στ' αρχίδια μας κι εμάς, Κωστής Παλαμάς, X/ΜΟΥ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κοιλιά. Μπακ είναι η κοιλιά στα αρβανίτικα.

Άμα τρως θα φτιάξεις μπάκα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανακεφαλαιώνοντας και συμπληρώνοντας:

Προέρχεται απ’ το βλάχικο čiona που σημαίνει σπουργίτι. (άσχετο: στ’ Αρβανίτικα τσόνι= βρίσκω -παθητική φωνή, τσόνεμ= βρίσκομαι)

Είναι το στρουθιόμορφο πουλί σπίνος - σπίζα η άγαμος - (επίσης πίπιζα και τσουνάς). Ακριβώς επειδή είναι στρουθιόμορφο και λόγω ετυμολογίας, πολλές φορές σημαίνει και το σπουργίτι και γενικότερα ένα οποιοδήποτε πουλάκι.

Καθότι μικρό, χαϊδευτικά «τσόνι μου»: μικρό μου / πουλάκι μου / παιδάκι μου.

Σημαίνει:

  1. Τον έξυπνο και συνετό άνθρωπο, που αποφεύγει τις παγίδες και ξέρει να επιβιώνει. Ειρωνικά, το ντεμέκ τζένιο που σ’ ό,τι μπλέκεται «τα χέζει» / «τα γαμάει τη μάνα» (βλ & 6).

  2. Σε κυνηγετικά σινάφια: μικρό θήραμα χωρίς αξία, που δεν γεμίζει το μάτι, ένα τίποτα.

  3. Η τσουτσούνα (της παιδικής slang) οπότε και το πέος.

  4. Στην Λαρισαίϊκη έκφραση – γείωση «Τρία π’λιά (πουλιά) κι ένα τσόν» σημαίνει ό,τι και τα: «Άσχετο», «άλλ’ αντί άλλων», «από την πόλη έρχομαι και στην κορφή κανέλα», «Τι κάνεις Γιάννη; Κουκιά σπέρνω» στην καλύτερη εκδοχή - και στη χειρότερη: «μιλούνε όλοι, μιλούν κι οι κώλοι» για κάποιον που πετάγεται σαν πούτσα / πορδή εκεί που δεν τον σπέρνουν.

  5. Στην έκφραση: «Μυαλό από τσόνι» σημαίνει ό,τι και το «μυαλό κουκούτσι» κι αναφέρεται σε βλάκες, ουγκ, στόκους δηλώνοντας κάτι που δεν υπάρχει και μοιάζει πολύ με το «Μαλλιά από τσόνια, και γάλα από χελώνες» (βλ σχόλιο του krepsinis στον έτερο ορισμό)

  6. Σε πιο slang χρήσεις μπορεί να σημαίνει (συνήθως υποτιμητικά):
    α) τον σφίχτερμαν / μπρατσαρά (απ’ το μπρατσόνι),
    β) τον μπάτσο (απ’ το μπατσόνι) των ΜΑΤ.

Αναφέρω παραδείγματα όπου γίνεται παιχνίδι με πολλές έννοιες ταυτόχρονα.

  1. - Εγώ λέω μπήκε ένα τσόνι κάτω απ’ τη σέλα ... λίγο πιο πάνω απ’ τη μπαταρία περίπου και κελαηδάει σε κάθε αλλαγή ταχύτητας γιατί γουστάρει τα γκάζια!!! πάντως ειλικρινά... δεν έχω καταλάβει τίποτα γι’ αυτό το θόρυβο... γι’ αυτό δεν μπορώ να δώσω σοβαρότερη απάντηση. Πάντως ψάξε και για το τσόνι, ποτέ δεν ξέρεις!
    - Τι είναι το τσόνι; Εδώ στο χωριό μου δεν τα ξέρουμε αυτά!
    - Χα χα χα!! Από πού είσαι;
    - Ανήκω στην φυλή των δρομιάρηδων. Εμείς δεν έχουμε τέτοια πράγματα. Μόνο γράσο, λάδι και καμένο λάστιχο!
    - Το ξέρεις το τσόνι! Σίγουρα! Είναι αυτό που κελαηδάει ανάμεσα απ’ τα πόδια σου όταν είσαι με κοπέλα! Εκτός αν είσαι απ’ το χωριό Συκιές. (αγορασμένο)

  2. - Κι αν είναι προβοκάτσια που λες, μη την ψάχνεις σε ξένες πρεσβείες! Αν ήταν τέτοια, θα την έστηνε μια χαρά ο Κ..κος, που ψάχνει εναγωνίως διάψευση ότι η ΝΔ του Σαμαρά, τον οποίον έτρεξαν να στηρίξουν τα πρώην τσόνια που τον είχαν προτιμήσει για τους λόγους που περιγράφονται, αρνείται την ανάγκη υπεράσπισης και τον ανένδοτο αγώνα για το όνομα!
    - Όχι ρε φίλε! Τσόνι είμαι! Πάω όπου μπορώ να σταθώ! Κοιτώντας αν μου παρέχουν ενδιαίτημα! Όχι Ξόβεργες! (από εφημερίδα)

  3. – Χτύπησες τίποτα;
    - Μπα!! Ούτε τσόνι, γαμώ την γκαντεμιά μου.

  4. «Μιλώντας ο υφυπουργός άκουσε τον Γ. Τ..κη να τον διακόπτει λέγοντας κάτι άσχετο με την ομιλία. Έτσι, λοιπόν, επιστράτευσε κάτι που λένε στην πατρίδα του για να του «κόψει τον αέρα». «Στη Λάρισα λέμε “τρία πλιά κι ένα τσόνι” κυνηγάνε τον Αντώνη»! (προσαρμοσμένο από το δίχτυ)

  5. – Μωρό μου; Γουστάρεις τις καινούργιες μου γόβες - στιλέτο;
    – Πού θα τις βάλεις μωρή;
    - Στην εκδρομή.
    - Στο Καϊμάκ για σκι; Ε!! ρε!! μυαλό από τσόνι.
    - Κλαψ! Λυγμ!. Κι εγώ που άκουσα ξεσκί.
    - Νταξ!! Μ’ αρέσει ο τρόπος που …ακούς.

  6. α. «…Ο C…la δεν είναι άγνωστος παίχτης αλλά είναι αστείο να αναφέρεται σαν λύση, επειδή είναι τσόνι και ντούκι! Ο τύπος είναι κοκάκιας και μπασκετικά δεν είναι και τίποτα σπουδαίο! Αλλά το μπάσκετ θέλει μυαλό και μετά μούσκουλα!...» (από μπλογκ)

ένα τσόνι  (από sstteffannoss, 07/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται ως απάντηση στην επιφώνηση «σκατά!» η οποία χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει σκατοκατάσταση.

Η ατάκα πρέπει να είναι άμεση και ευγενική· αν δεν προλάβετε να απαντήσετε άμεσα, μην το επιχειρείτε καθόλου, θα γελάσουν όλοι μαζί σας. Αφήστε το να περάσει και την επόμενη φορά να έχετε το νου σας!

  1. - Όχι, ρε πούστη μου, τρία λιμά σπαθιά σήκωσα. Σκατά!
    - Καλή όρεξη...

  2. - Πήγα να καθαρίσω το registry και μπερδεύτηκαν τα σώβρακα με τις φανέλες. Τα 'κανα σκατά!
    - Καλή όρεξη!

Καλή όρεξη! (από panos1962, 03/11/09)Γερμανικό λουκάνικο με αφρικανικό τυρί. (από panos1962, 21/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μπαμπαδίστικο αυτό λήμμα το χρησιμοποιούμε για να ταπώσουμε κάποιον στις παρακάτω τρεις (τουλάχιστον) περιπτώσεις που αυτός:

α) απάντησε σε μια ερώτησή μας με «Ε;» (με την ένοια του «Ορίστε;», «Πώς είπατε;»)
β) απευθύνθηκε στο άτομο μας με την κλητική αντωνυμία «Ε!»
γ) τα μασάει και αντί να μας εξηγήσει κάτι επαναλαμβάνει συνεχώς «εεε...εεε...»

Το λήμμα το έχει χρησιμοποιήσει (και απογειώσει) στην περίπτωση γ' ο μέγας Διονύσης Παπαγιαννόπουλος σε διάλογό του με την Αλίκη Βουγιουκλάκη στο «Το ξύλο βγήκε από τον Παράδεισο» (νομίζω).

(συνηθισμένο βρις-οφ σε δρόμο μεγάλης πόλης):
- Σου είπα να μη παρκάρεις εδώ! Δεν ακούς; Ε!
- Έξινος!
- Και ξερός!
- Και ξεράδια στο λαιμό σ'!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειρωνική ατάκα σε άτομο με το οποίο απολαμβάνουμε μια συνεννόηση τούρτα, καθώς μιλά σε στυλ άρτσι μπούρτσι και λουλάς (λουφάρει μυαλό, έχει κατεβάσει ασφάλειες κλπ).

Η έκφραση προέρχεται από την αντίδρασή μας όταν η τηλεφωνική συνδιάλεξη στην οποία συμμετέχουμε γίνεται με διακοπές και η συζήτηση καταντά αδύνατη, οπότε λέμε στον συνομιλητή μας να σταματήσει να μιλά και να περιμένει να του τηλεφωνήσουμε εμείς, από σταθερό τηλέφωνο ή όταν βρεθούμε και οι δύο σε περιοχή με καλύτερο σήμα.

Απόλυτα σχετιζόμενη έκφραση (με πληρέστερη εκεί ανάλυση): πάρε το μηδέν!

- Στην Θεσσαλονίκη για την Νατάσα πας;
- Για την Μαρία. Με την Νατάσα χώρισα πριν τρεις μήνες, remember;
- Και η τύπισσα με την γκαρσονιέρα στα Πατήσια ποια είναι;
- Ρε μαλάκα, εγώ μένω στα Πατήσια, δυο φορές έχεις έρθει σπίτι μου! Έλεος!
- Εννοούσα την άλλη την γκόμενα που παίζεις, την Αθηναία, την δημοσιογράφο. Την... εεεμμ... Μαρία;
- Είπαμε Μαρία είναι η σαλονικιά. Την Ελένη λες. Κανόνισε να βρεθούμε παρέα και να πεις άλλο όνομα.
- Να τις λέω όλες «μωρό μου»;
- Κλείσε, θα σε πάρω εγώ...

(από patsis, 29/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Φούφουτος είναι η εμφατικά προσωποποιημένη μορφή ενός ανύπαρκτου ή άγνωστου χαρακτήρα (= ο κανένας, κάποιος).

Χρησιμοποιείται για να δηλώσει τον: «Ο κανένας ή ο τάδε, ο δείνα, ο άγνωστος, ο οποιοσδήποτε», ο «δεν ξέρω 'γω». Συνήθως ειρωνικά ή περιπαιχτικά.

  1. (κύρια χρήση)
    - Τοκ τοκ
    - Ποιος είναι παρακαλώ;
    - Ο Φούφουτος... Τι ποιος είναι (εγώ είμαι!), ρε μαλάκα; Έφερα τα σουβλάκια...

2.- Αλήθεια σου λέω, δεν της το είπα εγώ!
- Ποιος τότε; Ο Φούφουτος; Εννοεί: «Ο κανένας της το είπε; Σίγουρα (κατ’ εμέ) εσύ το είπες!»

  1. - Και ποιος λες να τα έχει τώρα με την Τιτίκα;
    - Ο Φούφουτος... Πού θες να ξέρω; (= τα έχει με κάποιον ή κανέναν, δεν με ενδιαφέρει / δεν ασχολούμαι).

  2. Όταν κάποιος ακούει ήχο ή κουδούνισμα, αλλά και στις δύο περιπτώσεις δεν υπάρχει ανθρώπινη επαφή / επιβεβαίωση / επικοινωνία (ανεξαρτήτως αν ήταν ανθρωπογενής ή τυχαία η πηγή του ήχου), τότε:
    - Άκουσα θόρυβο στην πόρτα / χτύπησε το τηλέφωνο, πήγαινε να δεις ποιος είναι!
    Πάει ο άλλος και δεν βρίσκει άνθρωπο, ή στο τηλέφωνο δεν απαντήσανε. Τότε λέει: - Ο Φούφουτος ήταν (=κανένας).

  3. Όταν ένας άνθρωπος δεν επιθυμεί να λάβει μέρος σε κάτι, λέει:
    - Θωμά, θα έρθεις το βράδυ στη συγκέντρωση; - Θα έρθει ο Φούφουτος! (=δεν θα πάει ο Θωμάς, κάτι δεν του αρέσει...).

  4. Η ιστορία με τον Οδυσσέα και τον Πολύφημο, όπου ο Οδυσσέας ονοματίζει τον εαυτό του ως Κανένας, δείχνει πόσο μακριά πίσω στο χρόνο πάει ο Φούφουτος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θέμα που υπό κ.σ. ενδιαφέρει ανθυποσύνολο της επιστημονικής κοινότητας των λεπιδοπτερολόγων, γίνεται -αλίμονο- συνώνυμο της ασημαντότητας, της ακυρίλας και άξιο για κατευθείαν σύνδεση με Κάιρο.
Προσφέρεται ακόμη για να πετάς την μπάλα στην εξέδρα/ μνήματα ή να παθαίνεις αιφνίδια και κατά βούληση έκπτωση εγκεφαλικής λειτουργίας (άι κιου ραδικιού/ κατσικιού), κοινώς να κάνεις τη μπάμια, νομίζεις οτι σε συμφέρει γιατί.
Είναι κι η άχρηστη πληροφορία της ημέρας.
η μεταμόρφωση της πεταλούδας

  1. Προτιμώ να διαβάσω για την αναπαραγωγή της κάμπιας παρά κοέλιο ΕΔΩ
  2. αυτος ο μαραθωνιος εχει τοσο ενδιαφερον οσο και ενα ντοκιμαντερ για την αναπαραγωγη της καμπιας #dwts5 ΕΔΩ
  3. Δεν θέλει να μιλάμε για "λαθολογία" ο μπούρδας. Ε καλά να μιλήσουμε για την αναπαραγωγή της κάμπιας #ERTdebate2015 ΕΔΩ
  4. Όταν απέλυσαν τους χιλιάδες ιδ. υπαλλήλους κ έκλεισαν τα εκπαιδευτικά ιδρύματα η #ERT μετέδιδε ντοκιμαντέρ για την αναπαραγωγή της κάμπιας ΕΔΩ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση με την οποία ο χρήστης δηλώνει προς το συνομιλητή του τη βαθιά και μάλλον αγεφύρωτη διαφωνία του, που έχει να κάνει με ζητήματα κοσμοθεωρίας και αρχών. Σημαίνει, πιο κοντά στην κυριολεξία, ότι τα διαβάσματα με τα οποία ο χρήστης συγκρότησε τη σκέψη και κατάλαβε τον κόσμο είναι πολύ διαφορετικά ή και αντιθετικά με του συνομιλητή.

Μάλλον οι πιο συνηθισμένες εκδοχές της φράσης: εγώ ξέρω/έχω διαβάσει/είμαι (από) άλλα βιβλία, με επιτονισμό στο άλλα βιβλία.

Κουράζοντάς το λιγάκι περισσότερο, με τη φράση ο χρήστης δηλώνει ότι είναι "από άλλο ανέκδοτο", ώστε από ένα σημείο και μετά η συζήτηση είναι άσκοπη και η πρόθεση συνέχισής της από πλευράς του άλλου του φαίνεται σάπια στο βαθμό που μοιάζει να εκβιάζει το να βρεθεί κοινό έδαφος και άρα κάποια συναίνεση / νομιμοποίηση εκεί που δεν υπάρχει.

Ακούγεται, λοιπόν, και είναι αμυντικό, γιατί σηματοδοτεί μια διάθεση να την Κάνιγγος από το διάλογο, χωρίς όμως να παραχωρήσουμε καν στο συνομιλητή ένα πολιτισμένο συμφωνούμε ότι διαφωνούμε (σημαντική διαφορά) αν και ως έκφραση είναι σε χρήση ακριβώς ως γείωση ενάντια σε μεταμοντερνιάρικους ή μη αναθεωρητισμούς και, αν και λιγάκι - ως πολύ - μπαμπαδίστικη, ενάντια σε πατερναλιάρικους σχετικισμούς ακριβώς του στυλ διαφωνούμε ότι συμφωνούμε.

Όποιος, λοιπόν, λέει για "άλλα βιβλία" θέλει να φαίνεται ότι απεκδύεται ή αγνοεί την αστική ευγένεια, όχι, όμως, και την (αστική, με την έννοια του διαφωτισμού) παιδεία του, θέλει να δηλώσει ότι είναι από χωριό (εφόσον ούτε παραχωρεί ούτε αξιώνει ιδιαίτερα το σεβασμό με την έννοια της ανοχής) όπου χωριό, όμως, δεν είναι συνήθως κάποια πατροπαράδοτη αγράμματη μούχλα, αλλά μάλλον κάποια "μεγάλη αφήγηση", συνήθως προοδευτική - ριζοσπαστική, από αυτές που κάτι έχουν οι έρμες και ψοφάνε - ψοφάνε; μπροστά στη θολή νεοφιλελέρα.

(ψιλοαδύνατο να βρεθεί / ξεχωριστεί διαδιχτυακό παράδειγμα χρήσης της φράσης με το σλανγκικό νόημα)

- Άστο φιλαράκι, εγώ άλλα βιβλία ξέρω...
- Συμφωνούμε ότι διαφωνούμε, δηλαδή;
- Μπα, ούτε αυτό, άστο, γάμα το...
- ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε τηλεοπτικό καβγά στην εκπομπή «Ζούγκλα» του Μάκη, διαπληκτίστηκαν σε μάλλον ανοίκειο ύφος ο δημοσιοκάφρος Μάνος Αντώναρος και ο βετεράνος πολιτικός Κίμων Κουλούρης. Όταν οι τόνοι της αντιπαράθεσης ανέβηκαν, ο πρώτος χρησιμοποιούσε τη φράση-λήμμα μας κατ' επανάληψη, με κοφτή, σιγανή φωνή (sotto voce), κάθε φορά που ο δεύτερος πήγαινε να μιλήσει, παράγοντας ένα εξαιρετικό σλανγκικό αποτέλεσμα, που αποτυπώνεται και στον γέλωτα των παρισταμένων.

Χρειάζεται προσοχή στη χρήση του λήμματος, καθότι αυτό είναι τα μάλα εκνευριστικό γι' αυτόν που το δέχεται και υπάρχει κίνδυνος η αντιπαράθεση να περάσει από τα λόγια στα χέρια. Στον εν λόγω καβγά, ο Αντώναρος βρίσκεται στο στούντιο ενώ ο Κουλούρης παρεμβαίνει τηλεφωνικά.

Στο μήδι με τον σκυλοκαβγά που ακολουθεί, το λήμμα ακούγεται στα εξής δευτερόλεπτα: 1:58, 2:14, 3:26, 5:02 και ίσως και αλλαχού.

- Εγώ είχα πάει να δω το σπίτι με σκοπό να το νοικιάσω...
- (Σκάσε βλάκα)
- Συγνώμη, δεν άκουσα γιατί μιλούσα...
- (Σκάσε βλάκα)
- Μιλάμε ταυτόχρονα και δεν ακούω...
- (Σκάσε βλάκα)
κ.ο.κ.

(από allivegp, 12/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified