Στην διάλεκτο των μπουρδελιάρηδων, είναι το γλειφοκώλι. Βέβαια ο όρος χρησιμοποιείται καταχρηστικά για την πρωκτολειχία, γιατί το 6 θα έπρεπε να είναι ανεστραμμένο.

Ο κυριολεκτικός ορισμός είναι αυτός του Βράσταμαν. Όμως, με λίγη φαντασία, οι μπουρδελιάρηδες επιμένουν ότι μπορεί το γλειφοκώλι να χαρακτηριστεί «στάση 96» αντιστρόφως προς το «στάση 69».

Βλ. σχόλια Χάνκι.

Έκανε 69 και μετά 96. Μιλάμε για κοπέλα τελειωμένη!

Σταθμός 96: Από μπρος virgin, από πίσω... (από Hank, 06/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που μπαινοβγαίνει στα μπουρδέλα χωρίς τελικά να πηδάει.

Όλη τη Φυλής και το Μεταξουργείο πήραμε τσάρκα και ακόμα να γαμήσει ο μπουρδελοξεπόρτης!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τύπος που καθαρίζει τα χύσια με σφουγγαρίστρα ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο σε μπουρδέλα.

- Ρε χυσομάπα, μάζεψε τα χύσια από το πάτωμα, είπε ο νταβατζής.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τακτικός πελάτης των μπουρδέλων. Κατά τη μεταφορική σημασία είναι ο πονηρός/πρόστυχος. Πολλές φορές χρησιμοποιείται μέσα στα πλαίσια της φιλικής συζήτησης με εύθυμη και όχι προσβλητική διάθεση.

Βλέπε και το έχω ξεμπουρδελιάνει.

  1. - Αυτός ο Χρίστος από τότε που ξέμεινε από γκόμενα όλο στις πουτάνες πηγαίνει...
    - Μπουρδελιάρης έχει καταντήσει ο καημένος... Δεν του κάνουμε κονέ με καμιά φίλη σου;
    - Τώρα σώθηκες...

  2. - Άκου τον γέρο πώς μιλάει στις γκόμενες!
    - Μπουρδελιάρης ο γεροκαυλέας...

  3. - Πω ρε φίλε, έχω τρελαθεί με το γκομενάκι στο απέναντι τραπέζι... Τι μπουτάκια είναι αυτά; Για φάγωμα...
    - Μπουρδελιάρη...!

Δες και κερχανατζής.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Αυτός που κοιτάει πολλές, αλλά δεν παίρνει τελικά καμία. Χρησιμοποιείται κυρίως για ειρωνεία.

  2. Με κυριολεκτική σημασία είναι αυτός που πηγαίνει με πουτάνες ή πάει σε μπουρδέλα και στριπτιτζάδικα.

  1. - Ωχ μαλάκα, κοίτα αυτή την γκόμενα ρε. - Άντε, όρμα!!! - Μπα... Βαριέμαι! - Α ρε πουτανιάρη...

  2. - Μαλάκα, ο Γιώργος πάει συνέχεια σε μπουρδέλα. - Α, τον πουτανιάρη!

Βλέπε και μπουρδελιάρης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified