Further tags

Αυτός που μπαινοβγαίνει στα μπουρδέλα χωρίς τελικά να πηδάει.

Όλη τη Φυλής και το Μεταξουργείο πήραμε τσάρκα και ακόμα να γαμήσει ο μπουρδελοξεπόρτης!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πάλαι ποτέ εργαζόμενος εις οίκον ανοχής, ο οποίος ήτο επιφορτισμένος με το καθήκον της πλύσης των γεννητικών οργάνων εκάστοτε πελάτου προ και ενίοτε μετά συνουσίας. Οι λεκανατζίδαι έφεραν την χαρακτηριστικήν μικρή λεκάνην, σαπων και μάκτρο (πετσέτα), και ήτο συνήθως ομοφυλόφιλοι της μεγαλυτέρας τάξεως, ήτοι Gay over. Σήμερον πλέον οι λεκανατζίδαι εκλείπουν, οπότε έτσι χαρακτηρίζεται ο εργαζόμενος βαρέος και ανιαρού επαγγέλματος.

Φαίδων: «Τρύφων, παρακαλείσαι όπως μεταβείς εις το δωμάτιο του λεκανατζή, διότι οι όρχεις σου οζούν!»
Τρύφων: «Το αυτό επιθυμεί η τσατσα και δι εσέ, οι όρχεις σου οζούν παρομοίως!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολύ φανατικός θαυμαστής μίας μάρκας ή χρήστης ενός προϊόντος ή υπηρεσίας.

Ο καινούργιος web browser του Google, το Chrome είναι τέλειος, τέλειος, τέλειος. Να, κάτι τέτοια κάνει το Google και έχουμε γίνει όλοι τελείως τα πουτανάκια του.

Α, είσαι μεγάλο πουτανάκι τελικά... (από Galadriel, 09/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τύπος που καθαρίζει τα χύσια με σφουγγαρίστρα ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο σε μπουρδέλα.

- Ρε χυσομάπα, μάζεψε τα χύσια από το πάτωμα, είπε ο νταβατζής.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μπουρδελόβιος και κατά συνυποδήλωση οποιοσδήποτε ανάξιος και ευτελής. Προέρχεται από την τουρκική λέξη kerhaneci με παρόμοια έννοια.

- Είδες πόσα λεφτά έφαγαν εκείνοι οι τύποι στον δήμο; - Ντιπ κερχανατζήδες είναι αφού, να κάνουμε κάτι να φύγουν.

Δες και μπουρδελιάρης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτιμος άνθρωπος, αχρείος, κάθαρμα. Παλαιάς κοπής βρισιά, απειλούμενη με εξαφάνιση. Κρίμα, διότι είναι από τις λέξεις που γεμίζουν το στόμα.

Κερχανατζής αρχικά σημαίνει το αφεντικό οίκου ανοχής, ο προαγωγός. Προέρχεται από το κερχανάς ή κιρχανάς και αυτό από το τούρκικο kerhane = μπουρδέλο.

  1. - Α, ρε κερχανατζή, κορνάρεις και κορνάρεις ... κόκκινο είναι ακόμα, ρε κερατά ...

  2. Σήμερα έστειλα τη γυναίκα μου να φτιάξει, μπάλωμα, ένα λάστιχο στο ΜΙΝΙ. Τελευταία φορά που επισκεύασα λάστιχο μου έβγαλαν πρόκα, βάλανε την «τσίχλα», 5 λεπτά, 5 ευρώ. Ο κερχανατζής αυτός για να μπαλώσει, έβγαλε το λάστιχο, μου σμπαράλιασε το χείλος της ζάντας γιατί το runflat βγαίνει δύσκολα, της είπε ότι θέλουν όλοι οι τροχοί ζυγοστάθμση και τη χρέωσε 45 ευρώ!!! (από www.bmw-motorsport.gr/forums)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στις κουβέντες των μπουρδελιάρηδων (βλ. εδώ), η πουτάνα η οποία το κάνει σαν αγγαρεία - δηλαδή, βιάζεται, δεν κουνιέται, δεν μιλάει, δείχνει ότι βαριέται κ.ο.κ. Με άλλα λόγια, δεν μπαίνει στον κόπο να το παίξει.

(Όλα τα παραδείγματα από το forum του bourdela.com)

  1. - Φωκαίας 25 η Αντέλλα. Μόνον βλέπομεν, δεν αγγίζομεν. - Τι θέλει να πει ο ποιητής;;; - πολυ απλα .. οτι ειναι ωραια εξωτερικα αλλα στο κρεββατι επιπλο... - Σαν κάτι να θυμάμαι (κομοδίνο;) - με σεμεδακι;

  2. Η πιο καυλιάρα πουτάνα της εποχής; Την Αντελα τι τη βαλατε ρε μαγκες; Επιπλο ειναι. Σιγα τη καυλιαρα.

  3. Καλύτερα να γάμαγα μια φουσκωτή κουκλά ή ακόμα καλύτερα να τον έπαιζα μόνος μου. Θα μου πεις με 15Ε τι περίμενες αλλά ούτε τη φωνή της δεν άκουσα καθ'όλη τη διάρκεια. Τίποτα,μηδέν κούκλα,κομοδίνο,ντουλάπα όπως θέλετε πείτε το. ΜΑΚΡΙΑ!!!!!!!!

  4. λοιπον πουστροτσατσε χεστηκα για το ξυνησμα σου..αλλα τετοιο θρασος θελει μαυρο. τα 30 γιουρια δεν τα πεταμε ετσι με επιπλα πουτανες.

(από Khan, 10/08/09)

Δες και αστερίας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τακτικός πελάτης των μπουρδέλων. Κατά τη μεταφορική σημασία είναι ο πονηρός/πρόστυχος. Πολλές φορές χρησιμοποιείται μέσα στα πλαίσια της φιλικής συζήτησης με εύθυμη και όχι προσβλητική διάθεση.

Βλέπε και το έχω ξεμπουρδελιάνει.

  1. - Αυτός ο Χρίστος από τότε που ξέμεινε από γκόμενα όλο στις πουτάνες πηγαίνει...
    - Μπουρδελιάρης έχει καταντήσει ο καημένος... Δεν του κάνουμε κονέ με καμιά φίλη σου;
    - Τώρα σώθηκες...

  2. - Άκου τον γέρο πώς μιλάει στις γκόμενες!
    - Μπουρδελιάρης ο γεροκαυλέας...

  3. - Πω ρε φίλε, έχω τρελαθεί με το γκομενάκι στο απέναντι τραπέζι... Τι μπουτάκια είναι αυτά; Για φάγωμα...
    - Μπουρδελιάρη...!

Δες και κερχανατζής.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο «επιχειρηματίας» στον χώρο του αγοραίου έρωτα, ο ιδιοκτήτης δηλαδή οίκων ανοχής και/ή στριπτιτζάδικων.

- Είδες ο Τάσος Μπουγάς; Πλανητάρχης!
- Μόνο πλανητάρχης; Εγώ άκουσα ότι είναι και μέγας μπουρδελάρχης! Λένε ότι έχει καμιά δεκαριά μπουρδέλα και στριπτιτζάδικα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Αυτός που κοιτάει πολλές, αλλά δεν παίρνει τελικά καμία. Χρησιμοποιείται κυρίως για ειρωνεία.

  2. Με κυριολεκτική σημασία είναι αυτός που πηγαίνει με πουτάνες ή πάει σε μπουρδέλα και στριπτιτζάδικα.

  1. - Ωχ μαλάκα, κοίτα αυτή την γκόμενα ρε. - Άντε, όρμα!!! - Μπα... Βαριέμαι! - Α ρε πουτανιάρη...

  2. - Μαλάκα, ο Γιώργος πάει συνέχεια σε μπουρδέλα. - Α, τον πουτανιάρη!

Βλέπε και μπουρδελιάρης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified