Further tags

  1. Γουτσιστική προσφώνηση, όπως λ.χ. το μωρουλίνι κ.τ.ό. Είναι όμως αρκετά πασέ, ενώ αντιθέτως το θηλυκό αγαπούλα διατηρεί εισέτι την ικμάδα και την ρώμη του.

  2. Οπότε, αγαπούλης, είναι κυρίως αυτός που από άλλους άντρες θα χαρακτηριστεί έτσι, κι όχι από την γυναίκα, υπονοώντας και εμμέσως και σαφώς ότι ο τοιούτος είναι μουνόδουλοςμουνοείλωτας αν έχει πέσει σε γυναίκα- Λεωνίδα που του κάνει το κρεβάτι this is Sparta).

  3. Η σημαντικότερη υποπερίπτωση του 2 είναι κττμγ η σημασία του αγαπούλη στην ιδιόλεκτο των μπουρδελιάρηδων. Συμβατικά θα ορίζαμε ότι ο αγαπούλης είναι ο ανιάτως πάσχων από πουτανοκαψούρα. Είναι όμως περισσότερα, είναι ένα δομικό σημαίνον. Είναι ο απόβλητος σε αντιπαράθεση προς τον οποίον η μπουρδελοκοινότητα ορίζει τον εαυτό της. Κάτι σαν τον αιρετικό για τους Χριστιανούς, τον ακροδεξιό για την δημοκρατική κοινωνία μας, ή τον Μπάμπη για το σλανγκεπώνυμο πλήρωμα. (Και όπως ο χριστιανός θα κληθεί να κάνει αυτοκριτική για τον αιρετικό μέσα του, ή ο Σλάνγκος για τον εντός ημών Μπάμπη, έτσι ο μπουρδελιάρης θα κληθεί να αποτάξει τον αγαπούλη ως αποδιοπομπαίο μέρος του εαυτού του).

Ο αγαπούλης είναι αυτός που θέλει να συνδυάσει την εξασφάλιση του εκτονωτικού πληρωμένου σεξ (αναγκαιότητα) με ερωτικό αίσθημα (ενδεχομενικότητα). Αποτελεί την ζώσα απόδειξη μεταεγελιανών θεωρήσεων όπως λ.χ. του Slavoj Zizek ότι η επιθυμία συνίσταται από το μάταιο κυνήγι της σύμπτωσης των αντιθέτων (coincidentia oppositorum στην δυτική μεταφυσική) που πυροδοτεί μια ατέρμονη όσο και μάταιη (πλέον στον μεταμοντέρνο κόσμο μας) διαλεκτική, εν προκειμένω εννοώ την σύνθεση ανάμεσα στο ότι ο αγαπούλης πλερώ για να μπορέσει να ρίξει έναν κρύο χωρίς περιπλοκές, αλλά επιμένει να θέλει να παρεισφρήσει και τη ζεστασιά ενός αισθήματος.

Οι παρενέργειες είναι πολλές για την υπόλοιπη μπουρδελοκοινότητα. Κατ' αρχήν, δουλεύει άσχημα ο νόμος της προσφοράς και της ζήτησης, καθώς με το να ζητάει λίγα και να προσφέρει πολλά ο αγαπούλης εθίζει τις κορασίδες να ζητάνε πολλά και να προσφέρουν λίγα.

Δεύτερον, ως προς την διαδικτυακή οργάνωση της μπουρδελοκοινότητας, ως κριτικός μπορντέλου ο αγαπούλης γράφει αναξιόπιστες κριτικές, αποπροσανατολίζει τις μπουρδελικές μάζες και εντέλει γίνεται νεροκουβαλητής στον μύλο του κάθε νταβά και του κάθε προμοτεράκου. Ή, αντιστρόφως, ο πικραμένος αγαπούλης μπορεί να επιτίθεται άδικα σε μια κορασίδα, επειδή δεν ανταπέδωσε τα ερωτικά του αισθήματα (όπως και έπρεπε να κάνει) και γράφει κριτικές που την καίνε υπονομεύοντας και πάλι το κοινωνικό λειτούργημα του μπουρδελοκριτικού.

Τρίτον και πιο επίκαιρο, ο αγαπούλης αποτελεί την επιτομή του κλασικού του μαλάκα του Έλληνα. Ενώ δηλαδή άλλοι λαοί γαμάνε καλά, είτε γιατί ξέρουν τι θέλουν, όπως στις προηγμένες καπιταλιστικές κοινωνίες της Εσπερίας, που αφήνουν τον μπουρδελικό νόμο προσφοράς και ζήτησης να δουλέψει υγιώς, είτε γιατί γαμάνε τζάμπα και δέρνουν κιόλας, όπως οι εραστές των κορασίδων στις χώρες καταγωγής τους, ο κλασικός ο μαλάκας ο Έλληνας δημιουργεί αγαπουλοδίαιτες κορασίδες, που κατ΄ αντιστοιχία των κρατικοδίαιτων επιχειρήσεων λειτουργούν μη υγιώς και υπονομεύουν την ανταγωνιστικότητα. Σε περίοδο οικονομικής κρίσης, ο αγαπούλης είναι η αυτοκριτική που κάνουν οι Έλληνες στον εαυτό τους, στο ερώτημα Τίς πταίει, όπως αντίστοιχα στην οικονομία μιλάμε για το υπερτροφικό κράτος, το δημοσιοϋπαλληλίκι, την φοροδιαφυγή κ.τ.ό.

Για όλους τους παραπάνω λόγους, στα μπουρδελοσάη γίνονται ενίοτε κυνήγια αγαπούληδων, και προτείνονται παραδειγματικές τιμωρίες τους, λ.χ. να κρεμαστούν στην Πλατεία Συντάγματος, προς συμμόρφωση και των μελλοντικών γενιών μπουρδελιάρηδων, τα οποία όμως έχουν πολύ λιγότερη ή μηδενική επιτυχία σε σύγκριση με άλλα κυνήγια αποβλήτων στο παρελθόν.

Για να μην βάζουμε, όμως, όλους τους αγαπούληδες στο ίδιο καλάθι, υπάρχουν πολλά είδη. Ο μαλακάκος, ο μεγάλος μαλάκας, ο κύριλλος, ο πουρέιντζερ ή αντιστρόφως το νινί που πάει να μαμήσει την μιλφού, ο αγαπούλης από άποψη ή ο αγαπούλης από έλλειψη αναστοχασμού και άλλα.

Θα διακρίνω τους αγαπούληδες μόνο ως προς το αντικείμενο του πόθου τους:

α) Ο κλασικός αγαπούλης που πάσχει από απλή πουτανοκαψούρα, και θα καψουρευτεί την κυρίως ειπείν πόρνη, λ.χ. σπιτικιά, καλντεριμιτζού, κωλ-γκερλ παλαιάς κοπής ή ό,τι. Οι δυνατότητες να κάνει κάτι πιο ενδεχομενικό είναι σχετικά περιορισμένες, θα αφήσει ένα παχυλό τιπ, θα ζητήσει το γκουφουέ, θα αναζητήσει την Ζωή Λάσκαρη στην κορασίδα, θα γράψει μετά μια αναξιόπιστη ευμενή κριτική σε μπουρδελο-σάη όπου θα τα πρήζει στους υπόλοιπους ότι δεν θα αναφερθεί στις ιδιωτικές προσωπικές στιγμές που πέρασε με την αγαπημένη του. Αν θελήσει να την συνταξιοδοτήσει θα πρέπει να έλθει αντιμέτωπος με όλο το κύκλωμα που την εκμεταλλεύεται, οπότε δεν έχει πολλές δυνατότητες.

β) Επειδή ο παραπάνω ανθρωπότυπος δεν είναι ελληνική πατέντα, αλλά καθολικό, ο Αμερικλάνος, που είναι γάτα κι αλεπού και τον παίρνει πού και πού, εφηύρε μία έσκορτ (συνοδό) νέας κοπής, το Girl Friend Experience, ελληνιστί γκομενοφάση, και είπε στον τοιούτο: Έτσι, αγαπούλη, κανονικά και με το νόμο! Ήτοι κατηγοριοποίησε ειδική εκδοχή κορασίδος που θα έχει α πριόρι ως target group τους αγαπούληδες. Στις προηγμένες κοινωνίες της Εσπερίας, σε έναν όμορφο κόσμο ηθικό, αγγελικά πλασμένο, που βλέπουμε λ.χ. σε μυθιστορήματα του Houellebecq και σε ταινίες του Woody Allen, το τοιούτο εσκορτίδιο μπορεί να κάνει διδακτορικό στην Ιστορία της Τέχνης και να χρησιμοποιεί το εσκορτιλίκι ως υποτροφία, εβέντουαλjυ δε συνταξιοδοτείται από τον πιο επίμονο αγαπούλη που είναι σαραντάρης μεγαλοδικηγόρος εργένης και της κάνει τρία παιδιά.

Αυτά βέβαια δεν παίζουν και πολύ στην Ελλάδα όπου η κάθε πορνεία είναι σκλαβιά κατά το μάλλον ή μπήχτον (όπως άλλωστε και παντού). Το ενδιαφέρον με αυτά τα γκουφουέ ή σούπερ-γκουφουέ είναι ότι σε οριακές περιπτώσεις ενδέχεται και να μην προσφέρουν καθόλου σεξ, αλλά μόνο ψυχολογική υποστήριξη. Το κρίσιμο εν προκειμένω δεν είναι να πέσει πούτσος, αλλά να επανεκδραματίσει ο αγαπούλης πάνω στο εσκορτίδιο όλες τις κακές σχέσεις που είχε με προηγούμενες μπίτσι γυναίκες της ζωής του, με την μάνα του σημαιοφόρο. Αυτό όμως δεν παίρνει απλώς την μορφή ενός σκληρού γαμησιού (η παραδοσιακή μορφή επανεκδραμάτισης), όπου ο μπουρδελιάρης παίρνει εκδίκηση για τις ρήαλ λάιφ γυναίκες του μεταξύ εκστατικού σφυροκοπήματος και ηδυπαθούς ρευστοποίησης. Μπορεί να συμβεί και με μια μορφή ψυχανάλας, όπου το γκουφουέ εσκορτίδιο ως θέσει γιαλόμα δεν είναι ακριβώς η tabula rasa (λευκός πίνακας) της ψυχαναλυτικής μεταβίβασης, αλλά πάντως αποτελεί μια ουδέτερη οθόνη που οφείλει να κολακεύει τον αγαπούλη, να ενισχύει εντέχνως την αυτοπεποίθησή του, αλλά ούτε τόσο κραυγαλέα ώστε να καταρρεύσει η ψευδαίσθηση αυτού του μπουρζουάδικου θεάτρου (δίκην μπρεχτικής αποστασιοποίησης), ούτε όμως και πιο θερμά από ό,τι επιτρέπει ο ρόλος της ουδέτερης ψυχανάλας. Η διαφορική διάγνωση του γκουφουέ νέας κοπής είναι ότι ο αγαπούλης πληρώνει λιγότερο για το σεξ και περισσότερο για να λάβει κομπλιμέντα σχετικά με τον ανδρισμό του, τα οποία είναι απολύτως απαραίτητα ιδίως μέσα στην αμερικανική κουλτούρα της αυτοπεποίθησης και της καπιταλιστικής λογικής ότι ο καπιταληστής οφείλει να είναι γαμαωδέρνουλας, αλλιώς να πάει να γίνει κομμουνιστής. Η απόδειξη είναι ότι, όπως αναφέρουν κοινωνιολογικές μελέτες, ενίοτε δεν πέφτει καν πούτσος με τα έσκορτ νεάς κοπής, ούτε για δείγμα, βλ. την ανάλυση εδώ.

Παίζουν τα παραπάνω στην Ελλάδα; Η εντύπωσή μου είναι ότι ο Έλληνας είναι στην ζιζεκιανή λογική της επιθυμίας ως αλυσιτελούς θήρας της σύμπτωσης των ασυμπτώτων, οπότε δεν ικανοποιείται με το αμερικανικό στυλ, τύπου ξέρω τι ζητάω, σήμερα πληρώνω για να μου αυξήσουν την αυτοπεποίθηση, αύριο πληρώνω για σεχ, μεθαύριο πληρώνω το κατιτίς παραπάνω για ένα ούμπερ GFE- PSE που θα μου προσφέρει όλο το πακέτο των ποικίλων μετουσιώσεων της λιβιδούς. Ο Έλληνας, α) οπωσδήποτε θα γαμήσει, και β) μπορεί άμα λάχει να κάνει και μια ψυχ-ανάλα με το ούμπερ-εσκορτίδιο, αλλά με την έμφαση στο δεύτερο συνθετικό. Άλλωστε το πληρωμένο σεχ παραμένει βρώμικο και το όποιο γκουφουέ, συνήθως με τουρίστριες δεν ξεφεύγει από την βρωμιά και την σκλαβιά. Εξάλλου, ίσως και η αμερικάνικη λογική πληρώνω για να σου ξεφορτώσω τα προβλήματά μου κι εσύ να κολακέψεις τον ανδρισμό μου να είναι πιο απάνθρωπη ως γαμήσι της ψυχολογίας από το συμβατικό γαμήσι.

γ. Μια ιδιάζουσα μορφή αγαπούλη εντοπίζεται μεταξύ στριπτιτζόφιλων. Εκεί υπάρχει ο δυισμός πουτό-χουρός με τρίτη μεταβλητή το άγνωστο φραπέ. Οπότε ο αγαπούλης είναι αυτός που πλειοδοτεί στο πουτό με μόνιμη κορασίδα, μειοδοτεί στις πιο κίνκι ενδεχομενικότητες, (το φραπέ γίνεται μόνο σ' αυτόν κατ΄ εξαίρεση από και καλά ντεφραπεϊνέ τρύπερ), και επιζητεί πιο ενδεχομενικά είδη φιλούρων, τ. γλωσσόφιλα, γλωσσίδια κ.τ.ό. Στο διάτρητο περιβάλλον του φραπενέ το όλο παιχνίδι του αγαπούλη γίνεται υπό το βλέμμα των γκαρσονιών και της μάρκας (που καλείται να υπολογίσει στο περίπου το ποσό αισθήματος που επιδαψιλεύει η κορασίς στον αγαπούλη και αν είναι προς το συμφέρον του μαγαζιού ή προς ζημίαν του) και προσλαμβάνει στοιχεία θεάτρου του παραλόγου με λίγο από μπρεχτική αποστασιοποίηση (= διάρρηξη της θεατρικής σύμβασης), όταν λ.χ. τα γκαρσόνια θα χειροκροτήσουν τον αγαπούλη που έδειξε υπερβάλλοντα ζήλο κ.ο.κ. Οι Έλληνες αγαπούληδες στρηπτιζόφιλοι είναι μάλλον κάπου σε μια νεφελώδη μέση μεταξύ εκστατικού σφυροκοπήματος (σε παρακμιακά ευαγή ίδρυμα του κώλου σε άλλες χώρες) και ηδυπαθούς ρευστοποίησης (στα κυριλάδικα αφραπάζ της Εσπερίας).

Τέλος, είναι συχνό και το celebrating & undermining, όπου ένας μπουρδελιάρης αναλαμβάνει περήφανα τον χαρακτήρα του αγαπούλη για να αποδομήσει την υποτιθέμενη διαφορά μεταξύ αγαπούλη και σκληρού μπουρδελιάρη. Άγνωστο αν πρόκειται για πραγματικούς αγαπούληδες ή για τρολεατζήδες που θέλουν να επισύρουν πάνω τους την κατακραυγή.

Disclaimer το γνωστό, να μην επαναλαμβάνομαι, τα παραπάνω είναι προϊόν γλωσσολογικής έρευνας στο Διαδίκτυο και τα ρέστα παγωτά, βλ. και παραδείγματα.

  1. - Αχ, μωρουλίνι μου, δεν θα ήταν πιο ωραίο να μου πάρεις το μονόπετρο για τους αρραβώνες μας;
    (σ.ς.: Θα παρατηρήσατε ότι το μεναγκό δεν χρησιμοποίησε τον όρο αγαπούλης, καθώς ο τελευταίος χρησιμοποιείται σπάνια από γυναίκες).

  2. - Τον μαλακάκο τον Μήτσο δεν τον έχουμε ξαναδεί από όταν τα έφτιαξε με τη Δώρα, γαμώ τον αγαπούλη μου γαμώ.
    - Προτείνω να τον ανεβάσουμε λήμμα στο σλανγκρ στην κατηγορία Σιχαμερά, να τον κάνουμε ρόμπα.
    - Μπράβο, καλή ιδέα, πώς δεν το είχαμε σκεφτεί πρωτύτερα; Θα έχει τίτλο Μήτσος, ο, και ορισμό: Ο μαλάκας αγαπούλης.
    Κλαπ κλαπ κλαπ, χειροκροτήματα.
    (Λάιβ ανταπόκριση από τρελό παρεάκι από αυτά που χαλάνε το σάη μας).

  1. Αποσπάσματα από μπουρδελοσάη με αλλαγμένα τα ονόματα:

α. Γενικά περί αγαπούλη.

i. - Όλες τους vομίζουν ότι με τη μία θα βρούνε 10 αγαπούληδες, και θα λύσουν τα οικονομικά τους προβλήματα . Κατά την άποψη μου, ανάλογα βέβαια και με τη ηλικία του καθενός, τις περ/ρες από αυτές τις κρυφές, σε ένα bar, ούτε που θα γύρναγες να την κοιτάξεις.
- αγαπουληδες ολοι ειμαστε απλα ο καθενας με τον τροπο του μαλακοκαυλης αγαπουλης, φινετσατος αγαπουλης, σοβαρος αγαπουλης κοκ

β. Αγαπούλης κοκοράκι.

Παντως θεωρω καλυτερο να εχει κανεις αντοχες παρα να ειναι αγαπουλης και να χυνει με το που την βλεπει...

γ. Αγαπούλης περίεργος

- Δεν καταλαβαινω γιατι θα πρεπει να ξερουμε, και στο κατω κατω γιατι να μας ενδιαφρει, ποιος ειναι το «αφεντικο» σε καθε μαγαζι και πως εγινε η αγοραπωλησια. Αυτο που πρεπι να μας ενδιαφερει, ΝΟΜΙΖΩ, ειναι το ποιες κοπελες δουλευουν και ενα κανουν καλά την δουλειά τους.
- σωστος.μην δινεις σημασια, αγαπουλης ειναι που δεν του καθεται η τζέσικα και εχει λησαξει.1000%.

δ. Αγαπούλης ή προμοτερακος;

i. - Τελικα τι ειμαι, νταβατζακος, κλωνος ή η Τζέσικα αυτοπροσωπως;
- τιποτα.....απλα ενας μαλακακος αγαπουλης.....

ii. - αλλα η νταβατζακος εισαι και στην θιξαμε η μεγαλος αγαπουλης που εχεις σκασει μια περουσια στο κωμοδινο...
- νταβατζης ειμαι τυπε τα παιρνω απο κατεστραμενους

iii. Συμπολεμιστες να ρωτησω τους πιο εμπειρους,αυτος ο μήτσος 72 ειναι προμοτορας/αγαπουλης/«πουλημενος»;;;

iv. επειδη ή νταβας εισαι ή αγαπουλης εισαι ή απλώς προμοτερακος, σε καθε περιπτωση εισαι αναξιοπιστος..Γενικα στο θαψιμο εδω μεσα πρεπει να ειναι κανεις πολυ επιφυλακτικος και να φιλτραρει με προσοχη τα οσα λεγονται γιατι ποτε
κανεις δεν ξερει ποιος πικραμενος,αγαπουλης,ανταγωνιστης νταβατζης,.. μπορει να κρυβεται ιδιαιτερα πισω απο κακες κριτικες.

ε) Αγαπούλης που κάνει πανηγυρισμό και υπονόμευση.

i. Θελω να γινω «αγαπουλης» της Ζετας, να γραφω κριτικες για αυτην και να πεφτει κραξιμο!!!

ii. απο που να αρχισω;;;
που δεν εχω γαμησει την τζέσικα;;;
που θα μου φαει αλλα 30 αειγαμησουποντ μεχρι να την γαμησω;;;
που δεν θα την γαμησω ποτε γιατι ειμαι αγαπουλης;;;
(σ.ς.: agapulius autoklapsomounius)

iii. Εμενα με εκφραζει το «οχι μονο δεν μου κανουν εκπτωση, αλλα δινω και 20 ευρω τιπ επειδη ειμαι αγαπουλης».

στ) Αγαπούλης κλασικός μαλάκας Έλληνας.

Επίσης [ενν. οι Ρώσοι] έχουν την μουνάρα σύντροφό τους γραμμένη στα αρχίδια τους από την πρώτη στιγμή και ποτέ δεν θα υπάρξουν αγαπούληδες όπως εμείς.
δεν εχεις ιδεα τι εστι ρωσος αγαπουλης. απλα ειναι αλλη κατηγορια αγαπουλης. αγαπη που ποναει παϊδια

ζ) Αγαπούλης μουναχο φαγάς.

Υπεργαλαξιακα βυζομπαλα Ποιος αγαπουλης σπονσορας μας τα στερει;;; ...

η) Στρηπτιτζόφιλος.

Οσον αφορα περι Στριπ Κλαμπ ,φαινεται πως εισαι αμετανοητος αγαπουλης .Ψαχνεις και συ για...Αγαπη(!) στο στριπ κλαμπ !
Το θεμα ειναι οτι οι τυποι σαν και σενα χαλανε την πιατσα.Κακομαθαινουν τις στριπτηζουδες ,που θεωρουν τους ελληνες θυματα.Κανονικα θα πρεπει να απαγορευεται οι τυποι σαν εσενα ,οι αγαπουληδες ,να μπαινουν στα στριπ κλαμπ.

"γεια σας, αγαπούλεεεες...Προσέχτε για θα σας ράψω κουστούμιαα..." (από ΠΡΩΤΕΥΣ, 16/12/10)"γεια σας, αγαπούλεεεες...Προσέχτε για θα σας ράψω κουστούμιαα..." (από ΠΡΩΤΕΥΣ, 16/12/10)Οι αγαπούληδες θάλλουν μεταξύ του συμπαθούς σιναφιού των ηλεκτρολόγων. (από Khan, 05/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκική ασθένεια που προκαλείται από την υπερβολική αγάπη.

Λέγεται ειρωνικά σε διάφορες περιπτώσεις. Λ.χ. σε μια σεξιστική εκδοχή χρήσης, μπορεί να χρησιμοποιηθεί από άντρακλες, που θεωρούν ότι μια γκόμενα έχει περιπέσει σε υπερβολή γουτσισμού και μιλάει καθ' υπερβολή με εκφράσεις όπως μωρουλίνι, φρεντουλίνι, αγαπουλίνι κ.τ.ό. Όμως άντρας είναι αυτός που έπαθε αγαπουλίαση και δεν του άρεσε, δηλαδή εντάξει θα περάσει μια φάση ο άντρας που θα του αρέσει η αγάπη μιας γυναίκας, αλλά άμα μείνει υπερβολικά κολλημένος σε αυτήν την αγάπη και στα γουτσιστικά παραφερνάλια θα γίνει μουνοείλωτας, οπότε λέμε ναι στην αγάπη, αλλά όχι στην αγαπουλίαση άκα στηρίζουμε την αγάπη, ελέγχουμε την αγαπουλίαση. Η τελευταία θα σημαίνει ότι θα παρατάς τις αντρικές παρέες σου για να κάνεις παρέα μόνο με τη γυναίκα σου, θα τα βλέπεις όλα καρδούλες όπως κι αυτή κ.τ.λ. Κι αν μια γυναίκα είναι σε κάποιο βαθμό συγγνωστό να πάσχει από αγαπουλίαση, για έναν άντρα από κάποιο σημείο και πέρα είναι φλωριά. Βεβαίως, η αγαπουλίαση μπορεί να είναι κάααπως πιο συγγνωστή σε έναν άντρα αν δεν είναι πάγια στάση ζωής, αλλά τακτική επιλογή έως την επίτευξη στρατηγικού στόχου.

Πέρα από αυτή την κάπως σεξιστική τζέντερ τοποθέτηση, υπάρχουν πολλές συμπεριφορές και πεδία όπου μπορεί να κολλήσει κανείς τον ιό της αγαπουλίασης. Λ.χ. ακούγοντας έντεχνο τραγούδι, (ή αραπησιάρικα), δραστηριοποιούμενος σε Κοινωνικά Μέσα Δικτύωσης, με το να βάζεις υπερβολικά πολλές καρδούλες <3 ή να κάνεις λάϊκ και κοινοποιήσεις σε ποστ ανθρωπιστικού περιεχομένου, να ποστάρεις στίχους του Τάσου Λειβαδίτη,

να ευλογείς κάθε μέρα με λάικ τα γένια του Γέροντος Κορτώσιου στα αγαπησιάρικα ποστ του στο Φέισμπουκ

Εσύ! Έκανες το λάικ σου στον Κορτώ σήμερα;

να κανδαυλίζεις την αγάπη σου για την/ τον γιαβουκλού σου επιδεικτικά κτλ. Μια μορφή αγαπουλίασης είναι και η καλίτιδα που μας πιάνει ορισμένες βρωμιάρες μέρες, όπως γύρω από την Μπέρθα του Μους-Τζουσή, όπου υπάρχει ένα ψυχαναγκαστικό Christmass Spirit να αγαπάμε ντε και καλά όλοι όλους.

Η λύση για την αγαπουλίαση, ειδικά αυτή που παρατηρείται σε κοινωνικά μέσα δικτύωσης, είναι τα αγάπη, αγάπη μόνο (ή αγάπη μόνο και ανθρωπίλα σε μια πιο ψαγμένη εκδοχή)

να συμπληρώνονται από ανάλογη καύλα που δρα αντισταθμιστικά προς την αγαπουλίαση. Λ.χ. σε φεϊσμπουκάτες εκφράσεις όπως αγάπη μόνο και λίγη καύλα κ.τ.ό.

  1. Υπάρχουν δύο μεγάλες κατηγορίες χρηστών του ελληνικού Φέισμπουκ: εκείνοι που παίρνουν κάθε μέρα μεγαδόσεις αγαπουλίασης από τον Κορτώ και γεμίζουν γέλια, σοκολάτες, αυτοσαρκασμούς, τρυφεράδες, ενίοτε δάκρυα συγκίνησης, αλλά βασικά καλή διάθεση, τόσο πολύ καλή διάθεση, που όλος ο κόσμος γίνεται μια τεράστια αγκαλιά που μας χωράει όλους. Kι εκείνοι που βρίσκονται στον αντίθετο πόλο των συναισθημάτων, εκείνοι που συφιλιάζουν με την Κωνσταντοπούλου, εκείνοι που τη θεωρούν διαβόλισσα, καριόλισσα, δαιμονισμένη, λυσσασμένη, βελζεβουλιασμένη, υστερική, ψυχωτική, ψυχικά ανάπηρη, ψυχικά φρικτή, αισθητικά φρικτή, πολιτικά φρικτή, σταλίνα. Και κάπως έτσι, μεταξύ πραλίνας και σταλίνας, μεταξύ κάλλους και ακαλαισθησίας, μεταξύ του ΝΑΙ σε ό,τι μας φέρνει όλους πιο κοντά και του ΟΧΙ σε ό,τι δεν είναι σύγκρουση και αντιπαλότητα, ισορροπούμε και στανιάρουμε. (Από το Φέισμπουκ).
  2. Η ανεξαρτησία δεν αποκλείει την αγαπουλίαση κι οι γάτοι είναι πολύ τρυφεροί, σαν αγοράκια που είναι. (Τουίτερ).
  3. Αλλά αυτό που δεν μου αρέσει στα ελληνικά τραγούδια, ροκ, έντεχνα και ο,τι άλλο να'ναι , είναι η καψούρα και η αγαπουλίαση που βγάζουν! (Εδώ).

Τέλος, να σημειώσουμε ότι στο ιδίωμα των μπουρδελιάρηδων η πάθηση της αγαπουλίασης έχει ένα κάπως πιο συγκεκριμένο σύμπτωμα. Πρόκειται για την πουτανοκαψούρα, ήτοι για τους μπουρδελιάρηδες ή άλλους χύστες που ερωτεύονται επί χρήμασι εκδιδόμενες και νομίζουν ότι μπορούν να τις ψήσουν να ανταποδώσουν τον έρωτά τους. Το μόνο σίγουρο αποτέλεσμα είναι ότι θα χάσουν πολλά λεφτά και θα εισπράξουν τη μήνη των συναγωνιστών που η κατηγορία της αγαπουλίασης ή του αγαπούλη θα είναι η πιο σεμνή βρισιά που θα τους απευθύνουν. Γενικότερα, η αγαπουλίαση προς τάνες θεωρείται ενδημική πάθηση στην Ελλάδα, όπως και η αντίστοιχη πυρφορίαση.

  1. εγω εχω εμπειρια στην αγαπουλιαση, στην πυρφοριαση , στην αγαπουλιαση με Ελεεινιδες, αρα μπορω ποιο ευκολα απο εσας να καταλαβω ποιος ειναι πιρφορος και ποιος οχι. Σχόλιο: εσυ επειδη εχεις εμπειρια στην αγαπουλιαση εισαι πιο επιρρεπης να ξαναγινεις αγαπουλης. μια στο μινσκ να σε παω και ξανακυλισες.
  2. αγαπουλίαση (κατά κάποιους) = σεβασμός στις κοπέλες που μας κάνουν να περνάμε καλά (κατα άλλους και εμένα). (Από μπουρδελοσάη. Στο δεύτερο παράδειγμα ο ομιλών υπερασπίζεται μια μετριοπαθή μορφή αγαπουλίασης).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ξεπεσμένη πουτάνα, πρώην καλή και τώρα γρια-μάπα... Όταν κάποια ξεπεσμένη παριστάνει την όμορφη. Έκφραση λιμανιού Πειραιά του 50' και πιο πριν.

Ίσα μωρή βακέτα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιά αργκό, στα πρόθυρα της εξαφάνισης.

Αντιγράφω τον ορισμό από Το Λεξικό της Πιάτσας του Βρασίδα Καπετανάκη, πρώτη έκδοση 1950.

Βακέττα, ἡ = Τὀ έκ μὀσχου δέρμα. Μ.τ.φ.ρ. Ἡ ὑπερὠριμος γυνἠ. Ἠ δι' αλοιφὢν καί ψιμμυθἰων προσπαθοὓσα νά παρουσιάσῃ φρέσκον, τό γεγηρασμένον καί ρυτιδωμένον πρόσωπόν της.

Κάπως μου κάνει εμένα ότι ο Καπετανάκης έχει στο νου του ειδικά κάποιες αδύνατες που το πετσί τους, στα μπράτσα ας πούμε, έχει κρεμάσει και έχει ζάρες - ειδικά κι αν είναι στον ήλιο, μαυρισμένες και να γυαλίζουν από τις κρέμες, βακέττα είναι η σωστή λέξη και μακάρι να μη χαθεί.

Και το παράδειγμα είναι του Καπετανάκη.

«... Τὴν εἶδες νύχτα καί σοὒ φἀνηκε νἐα· ἄμα θὰ τὴν δῂς μἐρα, τὀτε θὰ καταλἀβῃς τὶ βακἐττα εἶναι...»

Σκίτσο από το Λεξικό της Πιάτσας (από poniroskylo, 12/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βούρλο ονομάζονταν παλαιότερα πριν το Β'ΠΠ και η γυναίκα ιερόδουλος η οποία θεωρούνταν πολύ χαζή. Η ονομασία συνδέονταν με το Μέγα-Πορνείο των Βούρλων που υπήρχε στον Πειραιά (Δραπετσώνα). Πιθανόν επίσης βούρλο να ονομάζονταν κόρες αυστηρών οικογενειών οι οποίες έχασαν την τιμή τους εκτός γάμου και οι "γονείς" τους τις έστειλαν να δουλέψουν στα Βούρλα. Υπάρχουν υποψίες ότι αυτό πράγματι είχε συμβεί αρκετές φορές.

.

Η έκφραση "άντε ρε βούρλο" είναι υποτιμητική και προέρχεται από τα πιοπάνω λήμματα ή ειδικότερα την τραγική κατάσταση μιας ιερόδουλης στο πορνείο των Βούρλων.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ξεπεσμένο κωλόμπαρο, όπου μαζεύονται άντρες τύπου Ζαχόπουλου -με μπάκα ως το Σύνταγμα- και χαμουρεύουν τις γκόμενες στους καναπέδες, δείχνοντας και καλά ότι η γκόμενα είναι μόνο για αυτούς. Συναντάται κυρίως στις ακριτικές περιοχές της χώρας.

- Πού να πάμε ρε μαλάκα καθημερινή. Δεν θα έχει πουθενά κόσμο.
- Πάμε σε κανά ζαχοπουλάδικο να γελάσουμε;

Ταιριάζει κι εδώ... (από Khan, 06/10/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πάλι με γριές τραβιέται ο Γιαννάκης. Όλοι τον φάγανε ότι σιγά σιγά γίνεται ζιγκολάκιας.

Ο μικρός σε ηλικία ζιγκολό. Ο άνθρωπος που κάνει τα πρώτα του βήματα στο να αποσπάει χρηματικά ποσά από μεγαλύτερες ηλικιακά γυναίκες ως αμοιβή για σεξουαλικές πράξεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι λένε κάποιοι μπουρδελιάρηδες τις πουτάνες, και καλά για να μην τους καταλάβουν οι άλλοι. Βέβαια η λέξη χρησιμοποιείται κυριολεκτικά αλλά ο τρόπος είναι λίγο slang.

- Έχω κάβλες σήμερα, πάμε μετά μια βόλτα και από τα κορίτσια;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανακεφαλαιώνοντας, συγκεντρώνοντας και συμπληρώνοντας:

Η όρνιθα, η πουλάδα το μη πετάμενο πουλί κάποτε γενικευμένα οικόσιτο και νυν βιομηχανικά εκτρεφόμενο για τα αυγά και το κρέας του. Προέρχεται απ’ το θηλυκό του κοττός, κόττος που είναι ο κόκορας.

1α) (Όπως αναφέρεται και σε άλλο ορισμό) Υποτιμητικά σημαίνει τη γυναίκα την ανόητη/ελαφρόμυαλη, τη φλύαρη, την κουτσομπόλα, αυτήν που κακαρίζει διαρκώς με τις παρόμοιές της, που έχει γνώμη κι άποψη για όσα αφορούν τους άλλους γύρω της (ένα ακούει, δέκα καταλαβαίνει, εκατό διαδίδει), που χώνει τη μύτη της παντού. Σπάει νεύρα και πρήζει αρχίδια με την αδιακρισία και την σπανίως συγκαλυμμένη αγένειά της που τις εξασκεί δημόσια εκμεταλλευόμενη την ειδική μεταχείριση που απαιτεί λόγω της γυναικείας φύσης της.

Οι χώροι που συχνάζει (κομμωτήρια, στούντιο ομορφιάς, γυναικεία τμήματα γυμναστηρίων κτλ) αποκαλούνται απ’ τους άντρες - που τους αποφεύγουν όπως ο διάολος το λιβάνι - κοτάδικα, κοτέτσια, κοτοπουλάδικα.

Επιπλέον, ακούγεται και το κοτοκαυγάς. Αν και πρόκειται για γυναικοκαυγά, η φάση δεν ξεφεύγει από το λεκτικό επίπεδο που όμως αφήνει άναυδους τους παρευρισκομένους άντρες για το ευφάνταστο των χαρακτηρισμών και το δριμύ των εκατέρωθεν επιθέσεων.

1β) Ως προς την περιγραφή: είναι η γυναίκα με την αναλογικά μακριά μύτη, μάτια μικρά με μικρή απόσταση μεταξύ τους, αραιά βλέφαρα και πόδια τσάκνα.

  1. Το δειλό άτομο, αυτός που κωλώνει. Είναι χειρότερο για έναν άντρα απ’ ότι για μια γυναίκα. Από αυτήν τη δειλία βγαίνουν και τα:

2α) κάθησε σαν κότα να..., που σημαίνει πως ο εν λόγω δεν αντέδρασε σε ό,τι κακό υπέστη. Κοινώς (νοηματικά): «Του την έφεραν από πίσω» για ό,τι κι αν έπαθε αν και μπορούσε να το είχε αποφύγει.

2β) οδηγεί/πηγαίνει σαν κότα (που αναφέρεται και σε άλλο ορισμό), που σημαίνει πως κάποιος οδηγεί υπερβολικά αργά και συνήθως στη μέση του δρόμου πρήζοντας τ’ αρχίδια όσων τον ακολουθούν χωρίς να μπορούν να προσπεράσουν (συνήθως, αλλά όχι μόνο, απευθύνεται σε γυναίκες οδηγούς – οπότε γίνονται αντιληπτές κι από τον ουραγό).

Αν μιλάμε για το περπάτημα κάποιας, τότε αυτή συνήθως έχει ευτραφή πισινό που τον λικνίζει κοτίσια, (μέχρις εδώ τίποτε το ιδιαίτερα σλαγκικό κατά την ταπεινή μου γνώμη).

γ) κι ο υπερθετικά μειωτικός κότα λειράτη/ με λειρί, για το χέστη άντρα (όπως αναφέρεται και σε άλλον ορισμό).

  1. Κατά Πετρόπουλο:

3α) η πουτάνα (σχετικό 2α) και

3β) ο επί χρήμασιν εκδιδόμενος κρατούμενος, που όμως σχεδόν ποτέ δεν ταυτίζεται με τον κίναιδο.

  1. Σκωπτικά δικέφαλη κότα του Βορρά είναι ο ΠΑΟΚ ενώ δικέφαλη κότα του Νότου αποκαλείται η ΑΕΚ λόγω των εμβλημάτων τους (δικέφαλοι αετοί) όπως βεβαιώνει κι από ‘δω ο Khan.

Για την πληρότητα του λήμματος και μόνον (εξού και παραθέτω επιλεκτικά παραδείγματα), αναφέρω τις γνωστότατες εκφράσεις θεωρώντας σαν πλέον πρέπον να ξεκινήσω απ’ το:

  1. Το ξέρουν κι οι κότες: Το ξέρουν οι πάντες όλοι, το ξέρει κι η κουτσή Μαρίκα.

  2. Να φαν κι οι κότες: Για κάτι που είναι μπόλικο/περισσεύει/αφθονεί.

  3. Κοιμάται με τις κότες: Για κάποιον που κοιμάται πολύ νωρίς, που δεν ξέρει να γλεντάει, που ‘ναι ξενέρωτος (σε βουκολικά περιβάλλοντα έπαιζε και το κοιμάται με τα ‘ρνίθια).

  4. Δεν ξέρει πούθε κατουράει η κότα: Για κάποιον που είναι παντελώς άπειρος/αδαής/άβγαλτος/βλάκας, που δεν ξέρει τι του γίνεται.

  5. Όποιος ανακατεύεται με τα πίτουρα τον τρων οι κότες: Παροιμία που αναφέρεται σε όσους φεσώνονται τις συνέπειες των παράνομων πράξεων ή των ύποπτων δοσοληψιών τους συναναστρεφόμενοι άτομα που δεν είναι και πολύ σόι. Πάνω-κάτω συνώνυμο των ό,τι σπείρεις, θα θερίσεις, πήγε για μαλλί και βγήκε κουρεμένος.

  6. (Τα περνώ) ζωή και κότα: Τα περνάω γαμάτα, άνετα, δίχως έννοιες κι οικονομικές σκοτούρες.

  7. Αλλού τα κακαρίσματα, κι αλλού γεννούν οι κότες: Που σημαίνει πως αναπάντεχα, από αλλού περιμέναμε κάτι (συνήθως καλό) κι απ’ αλλού μας ήρθε, οπότε αν κι οι ελπίδες μας διαψεύστηκαν, δεν μείναμε τελείως απογοητευμένοι αν και τα αισθήματα προς στιγμήν, δεν ήταν ξεκάθαρα.

  8. Η κότα έκανε τ’ αυγό, ή το αυγό την κότα;: Μοιάζει λούπα και λέγεται:

α) όταν δεν μπορούμε να βγάλουμε άκρη σε κάποιο δίλημμα,
β) πειρακτικά σε μπόμπιρες για να τους μπερδέψουμε, με τη μορφή «Ποιος γεννήθηκε πιο πρώτα; Το αυγό ή η κότα;»,
γ) επίσης αποτελεί και ένα είδος γείωσης με σκοπό το τέλος μιας συζήτησης μεταξύ ατόμων που λογομαχούν έντονα χωρίς να διαφωνούν ριζικά, περιγράφοντας μια σύνθετη κατάσταση που επηρεάζεται από αλληλεξαρτώμενους παράγοντες δίνοντας τους διαφορετικό βάρος ο καθένας ανάλογα από πια μεριά βλέπει τα πράγματα. (Παρεμπιπτόντως, η επιστήμη απεφάνθη πρόσφατα, υπέρ της κότας).

  1. Η παλιά/γριά κότα έχει το ζουμί: Υπονοούνται οι πεπειραμένες σεξουαλικά -το πολύ- πενηντάρες σε σχέση με τις ντεμέκ άπειρες, φρέσκιες εικοσάρες, λέγεται (από τις θιγμένες ή όσους δεν έχουν πέραση στις νεαρές ηλικίες) όταν κάποιος πιπινογάμης αμφισβητεί τις χάρες ή το αξιόγαμον των ωριμοτέρων και πιο πεπειραμένων γυναικών. Κατά μία έννοια είναι συνώνυμο του «ο παλιός είν’ αλλιώς. Γεγονός είναι πως άμα το πέρας της εμμηνόπαυσης, σε πολλές καλοστεκούμενες ανοίγει η όρεξη για κοκό και το διεκδικούν με σχετική λαιμαργία αναντίστοιχη του παρελθόντος τους.

  2. (Δεν σφάζουν την) κότα που κάνει τα χρυσά τ’ αυγά: Συνήθως αναφέρεται για τον εργατικό και παραγωγικό υπάλληλο και γενικά γι’ αυτόν που μας προσφέρει/τα φέρνει και πρέπει να τον φροντίζουμε για να μη μας φύγει. Κατά μια έννοια είναι συνώνυμο των: «Δεν χέζεις εκεί που τρως», «Δεν κατουράς εκεί που πίνεις», «Δε δαγκώνεις το χέρι που σου δίνει να φας».

  3. Η κότα σκαλίζοντας/σγκαρλίζοντας το μάτι της θα βγάλει: Λέγεται γι’ όσους μόνοι τους κάνουν κακό στον εαυτό τους, παρόμοιο με το «Με τα χεράκια μου, βγάζω τα ματάκια μου» και σαν φοβέρα με παρόμοια σημασία με το 9.

Εντελώς παραπεμπτικά:

  1. Αλανιάρα κότα: Η κότα ελευθέρας βοσκής, κλάσεις ανώτερη απ’ τις συνηθισμένες του εμπορίου αλλά κι η πουτάνα (σχετ. 3).

  2. Το (και γαμώ) πιθανώς ομόρριζο κοτάω: τολμώ, έχω θάρρος/κότσια (βλ το σχόλιο του Hank).

1α) - Θα ‘ρθεις να με πάρεις;
- Εγώ στο κοτέτσι δε σκάω μύτη να χτυπιέσαι από κάτω.
- Κοτέτσι το σπίτι της Κούλας;
- Μη με τσιγκλάς, γιατί της τα ‘χω μαζεμένα της κοτάρας της ξαδέρφης σου.
- Μα..
- Μαμούνια!! Κι αν κοτήσει να ξαναβάλει στο στόμα της τα καρντάσια μου και τη δουλειά τους θα ‘ρθώ να της ξηγήσω τ’ όνειρο αυτοπροσώπως να της πεις. Και για μένα μόκο. Γκέγκε;

1β) «Ας μην ήταν ταλεντάρα και σου ‘λεγα εγώ τι θα ‘τανε η Μέρυλ μ’ αυτήν την κοτίσια φάτσα που ‘χει».

2α). «Καλά μωρή, κάθισες σα κότα και σου χρέωσαν 200ευρώπουλα για μια σκιτζοδουλειά;»

2β). «Κάνε άκρη μωρή κότα που μου σέρνεσαι με 40 σα να ‘σαι μόνος σου στο δρόμο!! Νύχτα το πήρες ρε; Γαμώ τα διπλώματα σας, γαμώ!! Σιχτίρ!! Με γκάστρωσε ο πούστης τόση ώρα.»

2γ). «..Φωτογράφιζες άτομα χωρίς ν’ αναφέρεις ονόματα γιατί είσαι κότα λειράτη. Εάν ήσουν μάγκας μ’ αρχίδια θα ‘βαζες και τα’ όνομά σου από κάτω παλιοσουπιά!!..»

3β. ΑΣΠΡΑ ΜΟΥΡΑ, ΜΑΥΡΑ ΜΟΥΡΑ.
Μουρμούρικο - Ζεϊμπέκικο του τεκέ (1900-1910)

Bρε, άσπρα μούρα, μαύρα μούρα,
βρε, είσαι μια παλιοχαμούρα.

Bρε μαύρα σύκα, άσπρα σύκα,
βρε, είσαι μια παλιοχασίκλα.

Βρε, άσπρες κότες, μαύρες κότες,
βρε, όλοι άντρες γενίκανε κοκότες.

Bρε μαύρα σύκα, άσπρα σύκα,
βρε, είσαι μια παλιοκατσίκα.

Bρε, άσπρα μούρα, μαύρα μούρα,
βρε, μας την έσκασ’ η χαμούρα.

4α). «Ναι ιδρώσανε τα πιτσιρίκια από τις ακαδημίες του Αίαντα να λυγίσουν την δικέφαλη κότα του βορρά. Άντε και στα play off για το επόμενο σας πήδημα. Φέτος σας τελείωσαν τα λεφτά, βλέπω το Ζαγοράκη να κάνει πιάτσα για να πληρώσει τα συμβόλαια των παικτών…» (αγορασμένο)

4β) Η προϊστορία είναι με το μέρος του ΑΡΗ στις εντός έδρας αναμετρήσεις του με την δικέφαλη κότα του νότου (20 νίκες, 14, ισοπαλίες, 12 ήττες), όμως τελευταί εντός έδρας νίκη σημειώθηκε το 1999.

  1. «Βάλανε και το Γιωργάκη που δεν ξέρει πούθε κατουράει η κότα στα οικονομικά να κάνει κουμάντο την εταιρεία κι ύστερα κλαίγονται που πήγε άπατη».

12γ). - Πώς να πάμε μπροστά αν ο κάθε υπάλληλος τα ξύνει με μπλακεντέκερ και σταματά μόνο για να τ’ αρπάξει με το κουλό επειδή χτύπησε ένα εθνόσημο;
- Ο διεφθαρμένος πούθε ξεφύτρωσε; Απλά, βρίσκει και κάνει. Κι ο προϊστάμενός του τι; Της ψωλής του το χαβά;
- Κι οι δυο τους είναι κομματόσκυλα που τους έχωσαν απ’ το παράθυρο οι γαμημένοι πολιτικοί για ν’ αρπάξουν ψήφους και μαύρο χρήμα.
- Ας μη τους ψήφιζαν τότε!
- Πας καλά; Ποιοι; Ο προϊστάμενος, ο υπάλληλος, τα σόγια τους και τα λοιπά λαμόγια; Μα όλοι είναι διαπλεκόμενοι, γι’ αυτό τους έβγαλαν!!
- Τελικά θ’ αποφασίσεις; Η κότα έκανε τ’ αυγό, ή το αυγό την κότα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η προέλευση του ορισμού είναι ενδιαφέρουσα και κατά τη γνώμη μου έχει τις ρίζες της στο εξής:

Τα παλαιότερα χρόνια, όταν ο πελάτης ζητούσε το αντίστοιχο είδος sex με κορίτσι εργαζόμενο σε σχετικό ευαγές κατάστημα, και το κορίτσι διαπίστωνε ότι ο οργανικός εξοπλισμός του πελάτη ήταν μεγαλύτερου μεγέθους από τον μέσο όρο, τότε τον υποχρέωνε να φορέσει γύρω από τον «εξοπλισμό» μαξιλαράκι σε σχήμα παχέος κουλουριού με οπή, ώστε η διείσδυση να είναι όσο το δυνατόν πιο περιορισμένη και ανώδυνη για την εργαζόμενη.

Από εκεί επικράτησε ο δακτύλιος του πρωκτού να ονομάζεται και κουλούρι. Μία τουλάχιστον παρόμοια αναφορά υπάρχει και στο bourdela.com.

Εξάλλου η πρωτότυπη έκφραση φαίνεται να ήταν: «κουλούρι σου έδωσε;» και αργότερα να έγινε «κουλούρι πήρες;».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified