Further tags

Πάλι με γριές τραβιέται ο Γιαννάκης. Όλοι τον φάγανε ότι σιγά σιγά γίνεται ζιγκολάκιας.

Ο μικρός σε ηλικία ζιγκολό. Ο άνθρωπος που κάνει τα πρώτα του βήματα στο να αποσπάει χρηματικά ποσά από μεγαλύτερες ηλικιακά γυναίκες ως αμοιβή για σεξουαλικές πράξεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος μπορεί να χρησιμοποιηθεί ψιλοδοκίμως για να χαρακτηρίσει ένα ινστιτούτο όπου προσφέρεται μασάζ. Είναι, όμως, και ένας από τους σημαντικούς όρους του μπουρδελικού ιδιώματος για να δηλώσει το "μασατζίδικο" (wink wink nudge nudge), δηλαδή το ευαγές ίδρυμα που υπό το πρόσχημα ή την αφορμή του μασάζ προσφέρει εντέλει υπηρεσίες φραπενείου, τσιμπουκάδικου ή και μπριζολάδικου. Πρόκειται για τα λεγόμενα "μασατζίδικα που γαμάς" (ή έστω "μασατζίδικα που φραπάς"), γνωστά και ως λαδάδικα ή λαδομάγαζα.

  1. Happy endings υπάρχουν μόνο στα μασατζίδικα. (Από το Twitter).
  2. ΑΡΧΙΜΠΡΑΒΟΣ- ΠΡΟΑΓΩΓΟΣ ΤΗΣ ΑΛΒΑΝΙΚΗΣ ΜΑΦΙΑΣ- ΣΚΛΗΡΟΣ ΝΤΙΛΕΡ ΝΑΡΚΩΤΙΚΩΝ ΜΕ “ΑΙΣΘΗΜΑ” ΣΕ ΠΑΡΑΝΟΜΟ ΜΑΣΑΤΖΙΔΙΚΟ ΚΑΙ ΤΑΤΟΥ ΤΟΥ ΤΣΕ ΓΚΕΒΑΡΑ Ο ΜΑΝΙΑΚΟΣ 35ΧΡΟΝΟΣ ΠΟΥ ΜΑΚΕΛΕΨΕ 15 ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΣΤΟΝ ΠΕΙΡΑΙΑ. (Μακελειό).
  3. Για ξεκώλιασμα δεν ξέρω... Το κωλοδάχτυλο από μουνάρες σε συνδυασμό με πίπα όμως είναι ωραίο. Μου αρέσει να μου γλύφει τα αρχίδια και τον πούτσο και να έχει ΕΝΑ δαχτυλάκι στον κώλο μου απαλά. Το κάνουν και κάποιες μασατζούδες σε μασατζίδικα που γαμάς και μου αρέσει πολύ. (Από το Greek Foot).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκική ασθένεια που προκαλείται από την υπερβολική αγάπη.

Λέγεται ειρωνικά σε διάφορες περιπτώσεις. Λ.χ. σε μια σεξιστική εκδοχή χρήσης, μπορεί να χρησιμοποιηθεί από άντρακλες, που θεωρούν ότι μια γκόμενα έχει περιπέσει σε υπερβολή γουτσισμού και μιλάει καθ' υπερβολή με εκφράσεις όπως μωρουλίνι, φρεντουλίνι, αγαπουλίνι κ.τ.ό. Όμως άντρας είναι αυτός που έπαθε αγαπουλίαση και δεν του άρεσε, δηλαδή εντάξει θα περάσει μια φάση ο άντρας που θα του αρέσει η αγάπη μιας γυναίκας, αλλά άμα μείνει υπερβολικά κολλημένος σε αυτήν την αγάπη και στα γουτσιστικά παραφερνάλια θα γίνει μουνοείλωτας, οπότε λέμε ναι στην αγάπη, αλλά όχι στην αγαπουλίαση άκα στηρίζουμε την αγάπη, ελέγχουμε την αγαπουλίαση. Η τελευταία θα σημαίνει ότι θα παρατάς τις αντρικές παρέες σου για να κάνεις παρέα μόνο με τη γυναίκα σου, θα τα βλέπεις όλα καρδούλες όπως κι αυτή κ.τ.λ. Κι αν μια γυναίκα είναι σε κάποιο βαθμό συγγνωστό να πάσχει από αγαπουλίαση, για έναν άντρα από κάποιο σημείο και πέρα είναι φλωριά. Βεβαίως, η αγαπουλίαση μπορεί να είναι κάααπως πιο συγγνωστή σε έναν άντρα αν δεν είναι πάγια στάση ζωής, αλλά τακτική επιλογή έως την επίτευξη στρατηγικού στόχου.

Πέρα από αυτή την κάπως σεξιστική τζέντερ τοποθέτηση, υπάρχουν πολλές συμπεριφορές και πεδία όπου μπορεί να κολλήσει κανείς τον ιό της αγαπουλίασης. Λ.χ. ακούγοντας έντεχνο τραγούδι, (ή αραπησιάρικα), δραστηριοποιούμενος σε Κοινωνικά Μέσα Δικτύωσης, με το να βάζεις υπερβολικά πολλές καρδούλες <3 ή να κάνεις λάϊκ και κοινοποιήσεις σε ποστ ανθρωπιστικού περιεχομένου, να ποστάρεις στίχους του Τάσου Λειβαδίτη,

να ευλογείς κάθε μέρα με λάικ τα γένια του Γέροντος Κορτώσιου στα αγαπησιάρικα ποστ του στο Φέισμπουκ

Εσύ! Έκανες το λάικ σου στον Κορτώ σήμερα;

να κανδαυλίζεις την αγάπη σου για την/ τον γιαβουκλού σου επιδεικτικά κτλ. Μια μορφή αγαπουλίασης είναι και η καλίτιδα που μας πιάνει ορισμένες βρωμιάρες μέρες, όπως γύρω από την Μπέρθα του Μους-Τζουσή, όπου υπάρχει ένα ψυχαναγκαστικό Christmass Spirit να αγαπάμε ντε και καλά όλοι όλους.

Η λύση για την αγαπουλίαση, ειδικά αυτή που παρατηρείται σε κοινωνικά μέσα δικτύωσης, είναι τα αγάπη, αγάπη μόνο (ή αγάπη μόνο και ανθρωπίλα σε μια πιο ψαγμένη εκδοχή)

να συμπληρώνονται από ανάλογη καύλα που δρα αντισταθμιστικά προς την αγαπουλίαση. Λ.χ. σε φεϊσμπουκάτες εκφράσεις όπως αγάπη μόνο και λίγη καύλα κ.τ.ό.

  1. Υπάρχουν δύο μεγάλες κατηγορίες χρηστών του ελληνικού Φέισμπουκ: εκείνοι που παίρνουν κάθε μέρα μεγαδόσεις αγαπουλίασης από τον Κορτώ και γεμίζουν γέλια, σοκολάτες, αυτοσαρκασμούς, τρυφεράδες, ενίοτε δάκρυα συγκίνησης, αλλά βασικά καλή διάθεση, τόσο πολύ καλή διάθεση, που όλος ο κόσμος γίνεται μια τεράστια αγκαλιά που μας χωράει όλους. Kι εκείνοι που βρίσκονται στον αντίθετο πόλο των συναισθημάτων, εκείνοι που συφιλιάζουν με την Κωνσταντοπούλου, εκείνοι που τη θεωρούν διαβόλισσα, καριόλισσα, δαιμονισμένη, λυσσασμένη, βελζεβουλιασμένη, υστερική, ψυχωτική, ψυχικά ανάπηρη, ψυχικά φρικτή, αισθητικά φρικτή, πολιτικά φρικτή, σταλίνα. Και κάπως έτσι, μεταξύ πραλίνας και σταλίνας, μεταξύ κάλλους και ακαλαισθησίας, μεταξύ του ΝΑΙ σε ό,τι μας φέρνει όλους πιο κοντά και του ΟΧΙ σε ό,τι δεν είναι σύγκρουση και αντιπαλότητα, ισορροπούμε και στανιάρουμε. (Από το Φέισμπουκ).
  2. Η ανεξαρτησία δεν αποκλείει την αγαπουλίαση κι οι γάτοι είναι πολύ τρυφεροί, σαν αγοράκια που είναι. (Τουίτερ).
  3. Αλλά αυτό που δεν μου αρέσει στα ελληνικά τραγούδια, ροκ, έντεχνα και ο,τι άλλο να'ναι , είναι η καψούρα και η αγαπουλίαση που βγάζουν! (Εδώ).

Τέλος, να σημειώσουμε ότι στο ιδίωμα των μπουρδελιάρηδων η πάθηση της αγαπουλίασης έχει ένα κάπως πιο συγκεκριμένο σύμπτωμα. Πρόκειται για την πουτανοκαψούρα, ήτοι για τους μπουρδελιάρηδες ή άλλους χύστες που ερωτεύονται επί χρήμασι εκδιδόμενες και νομίζουν ότι μπορούν να τις ψήσουν να ανταποδώσουν τον έρωτά τους. Το μόνο σίγουρο αποτέλεσμα είναι ότι θα χάσουν πολλά λεφτά και θα εισπράξουν τη μήνη των συναγωνιστών που η κατηγορία της αγαπουλίασης ή του αγαπούλη θα είναι η πιο σεμνή βρισιά που θα τους απευθύνουν. Γενικότερα, η αγαπουλίαση προς τάνες θεωρείται ενδημική πάθηση στην Ελλάδα, όπως και η αντίστοιχη πυρφορίαση.

  1. εγω εχω εμπειρια στην αγαπουλιαση, στην πυρφοριαση , στην αγαπουλιαση με Ελεεινιδες, αρα μπορω ποιο ευκολα απο εσας να καταλαβω ποιος ειναι πιρφορος και ποιος οχι. Σχόλιο: εσυ επειδη εχεις εμπειρια στην αγαπουλιαση εισαι πιο επιρρεπης να ξαναγινεις αγαπουλης. μια στο μινσκ να σε παω και ξανακυλισες.
  2. αγαπουλίαση (κατά κάποιους) = σεβασμός στις κοπέλες που μας κάνουν να περνάμε καλά (κατα άλλους και εμένα). (Από μπουρδελοσάη. Στο δεύτερο παράδειγμα ο ομιλών υπερασπίζεται μια μετριοπαθή μορφή αγαπουλίασης).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

H στριπτιζέζ, η στρίπερ που κάνει αισθησιακό χορό στριπτίζ γύρω από σωλήνα σε σωληνάδικο. Συνώνυμα: λικνιτζού, τζου, τρύπερ, παιδί του σωλήνα, σωληνοκόριτσο. Η χρήση του β΄ συστατικού -κορη για να χαρακτηρίσει διαφορετικές εργάτριες του σεξ παρουσιάζει έναν ελαφρό σλανγιωτατισμό και ψιλοπαίζει και αλλού, βλ. λ.χ. και λαδοκόρη, ενώ συνηθέστερο είναι το -κόριτσο, όπως λ.χ. μπουρδελοκόριτσο, στουντιοκόριτσο.

  1. Η καινούρια chief prosecutor της Κριμαίας μου θυμίζει μια σωληνοκόρη στο Ράσπουτιν. (Από Τουίτερ).
  2. Αν ήμουν εγώ στο management θα έκανα το εξής απλό για να μην χρειάζονται ούτε κουρτίνες ούτε καμία άλλη περίσκεπτη ενέργεια που απαιτεί εγκεφαλικό κάψιμο... τι θα έκανα? θα έλεγα σε όλες τις κορίτσες ότι όποια φτάνει μέχρι ρόφημα θα κάνει ένα tatoo με έναν φραπέ ξεχειλισμένο στο αριστερό γαστροκνήμιο και για όποια σωληνοκόρη κάθε μέρα είναι Κυριακή του Πάσχα, μια μπριζόλα well done στο δεξί γαστροκνήμιο έτσι ώστε να μη δείχνει άσχημα και να καταλαβαίνει ο πελάτης τι γίνεται...να ξέρουμε δηλ. ποια πώς και τι για να τραβήξουμε ευρώ από το πορτοφόλι... (Επιχειρηματικές συμβουλές από χύστη σε μπουρδελοσάη για να είναι κάπως πιο εύκολα τα πράγματα και να μη μπερδεύονται οι στριπτιτζόφιλοι).
  3. Η σωληνοκόρη έμπειρη τον κατέχει τον χορό στον στύλο. (Αλλού στο μπου).

Οι κινήσεις μιας σωληνοκόρης

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βούρλο ονομάζονταν παλαιότερα πριν το Β'ΠΠ και η γυναίκα ιερόδουλος η οποία θεωρούνταν πολύ χαζή. Η ονομασία συνδέονταν με το Μέγα-Πορνείο των Βούρλων που υπήρχε στον Πειραιά (Δραπετσώνα). Πιθανόν επίσης βούρλο να ονομάζονταν κόρες αυστηρών οικογενειών οι οποίες έχασαν την τιμή τους εκτός γάμου και οι "γονείς" τους τις έστειλαν να δουλέψουν στα Βούρλα. Υπάρχουν υποψίες ότι αυτό πράγματι είχε συμβεί αρκετές φορές.

.

Η έκφραση "άντε ρε βούρλο" είναι υποτιμητική και προέρχεται από τα πιοπάνω λήμματα ή ειδικότερα την τραγική κατάσταση μιας ιερόδουλης στο πορνείο των Βούρλων.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόσεξε το φιλαράκι μου που το άφησα μόνο και το εκμεταλλεύεσαι παλιολουμπίνα!

Επικριτικός και υβριστικός χαρακτηρισμός, προερχόμενος από το ψευδώνυμο της ονομαστής ιερόδουλης του συνοικισμού Βούρλων (που το 1920-1930 βρισκόταν στα σύνορα Πειραιά–Δραπετσώνας, 80 μέτρα από τον Άγιο Διονύσιο) Κικής Λουμπίνα. Ο χαρακτηρισμός αναφέρεται στα χαρακτηριστικά της πονηριάς και της ικανότητας εξαπάτησης των άλλων για την επίτευξη ορισμένου στόχου με κάθε τρόπο και την εν γένει αναξιοπιστία, δηλ. συμπεριφορές που σύμφωνα με την αγοραία (υπο)κουλτούρα αποδίδονται σε εκδιδόμενες γυναίκες (ιερόδουλες).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκδοχή της κοινής πουτάνας.

Σλανγκιά του σλανγιωτάτου Ανδρέα του Εμπειρίκου εκ του λάτιν putidus (σάπιο, ρυπαρό και δύσοσμο).

Βλ. και πουτί.

Τότε, και ενώ η Υβόννη εψιθύριζε: « Καλά να πάθης, πούτα... », η Έθελ, µη δυναµένη να αναµείνη ούτε ένα λεπτόν, έθεσε τήν δεξιάν της χείρα εις τό αιδοίον της και, στηριζοµένη µόνον µε τήν αριστεράν επί τού πάγκου, ήρχισε να τό τρίβη γρήγορα, εις τήν θέσιν που ευρίσκετο, ώστε να προκαλέση τουλάχιστον µόνη της, διά τού αυνανισµού, τόν οργασµόν.
(εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η προέλευση του ορισμού είναι ενδιαφέρουσα και κατά τη γνώμη μου έχει τις ρίζες της στο εξής:

Τα παλαιότερα χρόνια, όταν ο πελάτης ζητούσε το αντίστοιχο είδος sex με κορίτσι εργαζόμενο σε σχετικό ευαγές κατάστημα, και το κορίτσι διαπίστωνε ότι ο οργανικός εξοπλισμός του πελάτη ήταν μεγαλύτερου μεγέθους από τον μέσο όρο, τότε τον υποχρέωνε να φορέσει γύρω από τον «εξοπλισμό» μαξιλαράκι σε σχήμα παχέος κουλουριού με οπή, ώστε η διείσδυση να είναι όσο το δυνατόν πιο περιορισμένη και ανώδυνη για την εργαζόμενη.

Από εκεί επικράτησε ο δακτύλιος του πρωκτού να ονομάζεται και κουλούρι. Μία τουλάχιστον παρόμοια αναφορά υπάρχει και στο bourdela.com.

Εξάλλου η πρωτότυπη έκφραση φαίνεται να ήταν: «κουλούρι σου έδωσε;» και αργότερα να έγινε «κουλούρι πήρες;».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφερόμεθα στους αληθινούς και ουχί εικονικούς οίκους ανοχής του κατεχόμενου από τον Αττίλα ψευδοκράτους. Εκεί κατεθέτουν το καρπό του μόχθου τους πολλοί Κύπριοι αδελφοί μας, ό,τι δηλαδή περισσέψει μετά την επίσκεψη στο γειτνιάζον ψευδοκαζίνο.

Μερικοί πιο άτυχοι, όπως πρώην Υπουργός Οικονομικών της μαρτυριάρικης μεγαλονήσου (βλ. δεύτερο παράδειγμα), συλλαμβάνονται από την τουρκοκυπριακή ψευδοαστυνομία και κρατούνται σε ψευδοφυλακές με την κατηγορία ότι ψευδοασέλγησαν σε βάρος ψευδοανηλίκων ψευδογιουσουφακίων. Πρόκειται φυσικά για ψευδοκατηγορίες!

Βλ. επίσης: γαμοσλανγκοτέτοια.

- Δες τους νεοκυπριους που ψηφισαν μαζικα οχι και γεμιζουν τα ψευδοκαζινο και ψευδομπουρδελα.
(δαμαί)

- Η ψευδοαστυνομία ζήτησε την ανανέωση κράτησης του (πρώην Υπουργού Οικονομικών) κ. Σαρρή, για το «αδίκημα» της διάπραξης κακουργήματος, καθώς στα κατεχόμενα, όπως φυσικά και στην Τουρκία, η ομοφυλοφιλία διώκεται ως κακούργημα (…) Εκτός από τους Τουρκοκύπριους δικηγόρους που εκπροσωπούν τον κ. Σαρρή ενώπιον του ψευδοδικαστηρίου, χθες βρίσκονταν και Ελληνοκύπριοι δικηγόροι στο πλευρό του (…) ομοφυλόφιλοι υπάρχουν και μεταξύ των μελών της ψευδοβουλής και μεταβαίνουν στις ελεύθερες περιοχές για να ικανοποιήσουν τις επιθυμίες τους...
(τζειαμαί)

- Την πλέον ανίκανη όλων των προηγουμένων, χαρακτήρισε ο Πρόεδρος του Ρεπουμπλικανικού Τουρκικού κόμματος, Οζκάν Γιοργκαντζίογλου, την ψευδοκυβέρνηση στα κατεχόμενα.
(δαχαμαί)

-Διαμαρτυρία: Ενάντια στην διοργάνωση σεμιναρίου στο ψευδοπανεπιστήμιο «Ανατολικής Μεσογείου» από την IEEE...
(τζειαχαμαί)

Ψευδοκαζίνο (ψευδο)Artemis σε στυλ τουρκομπαρόκ στο ψευδοκράτος. (από Vrastaman, 20/10/11)Εδώ τα καλά ψευδομπουρδέλα (από Vrastaman, 20/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανακεφαλαιώνοντας, συγκεντρώνοντας και συμπληρώνοντας:

Η όρνιθα, η πουλάδα το μη πετάμενο πουλί κάποτε γενικευμένα οικόσιτο και νυν βιομηχανικά εκτρεφόμενο για τα αυγά και το κρέας του. Προέρχεται απ’ το θηλυκό του κοττός, κόττος που είναι ο κόκορας.

1α) (Όπως αναφέρεται και σε άλλο ορισμό) Υποτιμητικά σημαίνει τη γυναίκα την ανόητη/ελαφρόμυαλη, τη φλύαρη, την κουτσομπόλα, αυτήν που κακαρίζει διαρκώς με τις παρόμοιές της, που έχει γνώμη κι άποψη για όσα αφορούν τους άλλους γύρω της (ένα ακούει, δέκα καταλαβαίνει, εκατό διαδίδει), που χώνει τη μύτη της παντού. Σπάει νεύρα και πρήζει αρχίδια με την αδιακρισία και την σπανίως συγκαλυμμένη αγένειά της που τις εξασκεί δημόσια εκμεταλλευόμενη την ειδική μεταχείριση που απαιτεί λόγω της γυναικείας φύσης της.

Οι χώροι που συχνάζει (κομμωτήρια, στούντιο ομορφιάς, γυναικεία τμήματα γυμναστηρίων κτλ) αποκαλούνται απ’ τους άντρες - που τους αποφεύγουν όπως ο διάολος το λιβάνι - κοτάδικα, κοτέτσια, κοτοπουλάδικα.

Επιπλέον, ακούγεται και το κοτοκαυγάς. Αν και πρόκειται για γυναικοκαυγά, η φάση δεν ξεφεύγει από το λεκτικό επίπεδο που όμως αφήνει άναυδους τους παρευρισκομένους άντρες για το ευφάνταστο των χαρακτηρισμών και το δριμύ των εκατέρωθεν επιθέσεων.

1β) Ως προς την περιγραφή: είναι η γυναίκα με την αναλογικά μακριά μύτη, μάτια μικρά με μικρή απόσταση μεταξύ τους, αραιά βλέφαρα και πόδια τσάκνα.

  1. Το δειλό άτομο, αυτός που κωλώνει. Είναι χειρότερο για έναν άντρα απ’ ότι για μια γυναίκα. Από αυτήν τη δειλία βγαίνουν και τα:

2α) κάθησε σαν κότα να..., που σημαίνει πως ο εν λόγω δεν αντέδρασε σε ό,τι κακό υπέστη. Κοινώς (νοηματικά): «Του την έφεραν από πίσω» για ό,τι κι αν έπαθε αν και μπορούσε να το είχε αποφύγει.

2β) οδηγεί/πηγαίνει σαν κότα (που αναφέρεται και σε άλλο ορισμό), που σημαίνει πως κάποιος οδηγεί υπερβολικά αργά και συνήθως στη μέση του δρόμου πρήζοντας τ’ αρχίδια όσων τον ακολουθούν χωρίς να μπορούν να προσπεράσουν (συνήθως, αλλά όχι μόνο, απευθύνεται σε γυναίκες οδηγούς – οπότε γίνονται αντιληπτές κι από τον ουραγό).

Αν μιλάμε για το περπάτημα κάποιας, τότε αυτή συνήθως έχει ευτραφή πισινό που τον λικνίζει κοτίσια, (μέχρις εδώ τίποτε το ιδιαίτερα σλαγκικό κατά την ταπεινή μου γνώμη).

γ) κι ο υπερθετικά μειωτικός κότα λειράτη/ με λειρί, για το χέστη άντρα (όπως αναφέρεται και σε άλλον ορισμό).

  1. Κατά Πετρόπουλο:

3α) η πουτάνα (σχετικό 2α) και

3β) ο επί χρήμασιν εκδιδόμενος κρατούμενος, που όμως σχεδόν ποτέ δεν ταυτίζεται με τον κίναιδο.

  1. Σκωπτικά δικέφαλη κότα του Βορρά είναι ο ΠΑΟΚ ενώ δικέφαλη κότα του Νότου αποκαλείται η ΑΕΚ λόγω των εμβλημάτων τους (δικέφαλοι αετοί) όπως βεβαιώνει κι από ‘δω ο Khan.

Για την πληρότητα του λήμματος και μόνον (εξού και παραθέτω επιλεκτικά παραδείγματα), αναφέρω τις γνωστότατες εκφράσεις θεωρώντας σαν πλέον πρέπον να ξεκινήσω απ’ το:

  1. Το ξέρουν κι οι κότες: Το ξέρουν οι πάντες όλοι, το ξέρει κι η κουτσή Μαρίκα.

  2. Να φαν κι οι κότες: Για κάτι που είναι μπόλικο/περισσεύει/αφθονεί.

  3. Κοιμάται με τις κότες: Για κάποιον που κοιμάται πολύ νωρίς, που δεν ξέρει να γλεντάει, που ‘ναι ξενέρωτος (σε βουκολικά περιβάλλοντα έπαιζε και το κοιμάται με τα ‘ρνίθια).

  4. Δεν ξέρει πούθε κατουράει η κότα: Για κάποιον που είναι παντελώς άπειρος/αδαής/άβγαλτος/βλάκας, που δεν ξέρει τι του γίνεται.

  5. Όποιος ανακατεύεται με τα πίτουρα τον τρων οι κότες: Παροιμία που αναφέρεται σε όσους φεσώνονται τις συνέπειες των παράνομων πράξεων ή των ύποπτων δοσοληψιών τους συναναστρεφόμενοι άτομα που δεν είναι και πολύ σόι. Πάνω-κάτω συνώνυμο των ό,τι σπείρεις, θα θερίσεις, πήγε για μαλλί και βγήκε κουρεμένος.

  6. (Τα περνώ) ζωή και κότα: Τα περνάω γαμάτα, άνετα, δίχως έννοιες κι οικονομικές σκοτούρες.

  7. Αλλού τα κακαρίσματα, κι αλλού γεννούν οι κότες: Που σημαίνει πως αναπάντεχα, από αλλού περιμέναμε κάτι (συνήθως καλό) κι απ’ αλλού μας ήρθε, οπότε αν κι οι ελπίδες μας διαψεύστηκαν, δεν μείναμε τελείως απογοητευμένοι αν και τα αισθήματα προς στιγμήν, δεν ήταν ξεκάθαρα.

  8. Η κότα έκανε τ’ αυγό, ή το αυγό την κότα;: Μοιάζει λούπα και λέγεται:

α) όταν δεν μπορούμε να βγάλουμε άκρη σε κάποιο δίλημμα,
β) πειρακτικά σε μπόμπιρες για να τους μπερδέψουμε, με τη μορφή «Ποιος γεννήθηκε πιο πρώτα; Το αυγό ή η κότα;»,
γ) επίσης αποτελεί και ένα είδος γείωσης με σκοπό το τέλος μιας συζήτησης μεταξύ ατόμων που λογομαχούν έντονα χωρίς να διαφωνούν ριζικά, περιγράφοντας μια σύνθετη κατάσταση που επηρεάζεται από αλληλεξαρτώμενους παράγοντες δίνοντας τους διαφορετικό βάρος ο καθένας ανάλογα από πια μεριά βλέπει τα πράγματα. (Παρεμπιπτόντως, η επιστήμη απεφάνθη πρόσφατα, υπέρ της κότας).

  1. Η παλιά/γριά κότα έχει το ζουμί: Υπονοούνται οι πεπειραμένες σεξουαλικά -το πολύ- πενηντάρες σε σχέση με τις ντεμέκ άπειρες, φρέσκιες εικοσάρες, λέγεται (από τις θιγμένες ή όσους δεν έχουν πέραση στις νεαρές ηλικίες) όταν κάποιος πιπινογάμης αμφισβητεί τις χάρες ή το αξιόγαμον των ωριμοτέρων και πιο πεπειραμένων γυναικών. Κατά μία έννοια είναι συνώνυμο του «ο παλιός είν’ αλλιώς. Γεγονός είναι πως άμα το πέρας της εμμηνόπαυσης, σε πολλές καλοστεκούμενες ανοίγει η όρεξη για κοκό και το διεκδικούν με σχετική λαιμαργία αναντίστοιχη του παρελθόντος τους.

  2. (Δεν σφάζουν την) κότα που κάνει τα χρυσά τ’ αυγά: Συνήθως αναφέρεται για τον εργατικό και παραγωγικό υπάλληλο και γενικά γι’ αυτόν που μας προσφέρει/τα φέρνει και πρέπει να τον φροντίζουμε για να μη μας φύγει. Κατά μια έννοια είναι συνώνυμο των: «Δεν χέζεις εκεί που τρως», «Δεν κατουράς εκεί που πίνεις», «Δε δαγκώνεις το χέρι που σου δίνει να φας».

  3. Η κότα σκαλίζοντας/σγκαρλίζοντας το μάτι της θα βγάλει: Λέγεται γι’ όσους μόνοι τους κάνουν κακό στον εαυτό τους, παρόμοιο με το «Με τα χεράκια μου, βγάζω τα ματάκια μου» και σαν φοβέρα με παρόμοια σημασία με το 9.

Εντελώς παραπεμπτικά:

  1. Αλανιάρα κότα: Η κότα ελευθέρας βοσκής, κλάσεις ανώτερη απ’ τις συνηθισμένες του εμπορίου αλλά κι η πουτάνα (σχετ. 3).

  2. Το (και γαμώ) πιθανώς ομόρριζο κοτάω: τολμώ, έχω θάρρος/κότσια (βλ το σχόλιο του Hank).

1α) - Θα ‘ρθεις να με πάρεις;
- Εγώ στο κοτέτσι δε σκάω μύτη να χτυπιέσαι από κάτω.
- Κοτέτσι το σπίτι της Κούλας;
- Μη με τσιγκλάς, γιατί της τα ‘χω μαζεμένα της κοτάρας της ξαδέρφης σου.
- Μα..
- Μαμούνια!! Κι αν κοτήσει να ξαναβάλει στο στόμα της τα καρντάσια μου και τη δουλειά τους θα ‘ρθώ να της ξηγήσω τ’ όνειρο αυτοπροσώπως να της πεις. Και για μένα μόκο. Γκέγκε;

1β) «Ας μην ήταν ταλεντάρα και σου ‘λεγα εγώ τι θα ‘τανε η Μέρυλ μ’ αυτήν την κοτίσια φάτσα που ‘χει».

2α). «Καλά μωρή, κάθισες σα κότα και σου χρέωσαν 200ευρώπουλα για μια σκιτζοδουλειά;»

2β). «Κάνε άκρη μωρή κότα που μου σέρνεσαι με 40 σα να ‘σαι μόνος σου στο δρόμο!! Νύχτα το πήρες ρε; Γαμώ τα διπλώματα σας, γαμώ!! Σιχτίρ!! Με γκάστρωσε ο πούστης τόση ώρα.»

2γ). «..Φωτογράφιζες άτομα χωρίς ν’ αναφέρεις ονόματα γιατί είσαι κότα λειράτη. Εάν ήσουν μάγκας μ’ αρχίδια θα ‘βαζες και τα’ όνομά σου από κάτω παλιοσουπιά!!..»

3β. ΑΣΠΡΑ ΜΟΥΡΑ, ΜΑΥΡΑ ΜΟΥΡΑ.
Μουρμούρικο - Ζεϊμπέκικο του τεκέ (1900-1910)

Bρε, άσπρα μούρα, μαύρα μούρα,
βρε, είσαι μια παλιοχαμούρα.

Bρε μαύρα σύκα, άσπρα σύκα,
βρε, είσαι μια παλιοχασίκλα.

Βρε, άσπρες κότες, μαύρες κότες,
βρε, όλοι άντρες γενίκανε κοκότες.

Bρε μαύρα σύκα, άσπρα σύκα,
βρε, είσαι μια παλιοκατσίκα.

Bρε, άσπρα μούρα, μαύρα μούρα,
βρε, μας την έσκασ’ η χαμούρα.

4α). «Ναι ιδρώσανε τα πιτσιρίκια από τις ακαδημίες του Αίαντα να λυγίσουν την δικέφαλη κότα του βορρά. Άντε και στα play off για το επόμενο σας πήδημα. Φέτος σας τελείωσαν τα λεφτά, βλέπω το Ζαγοράκη να κάνει πιάτσα για να πληρώσει τα συμβόλαια των παικτών…» (αγορασμένο)

4β) Η προϊστορία είναι με το μέρος του ΑΡΗ στις εντός έδρας αναμετρήσεις του με την δικέφαλη κότα του νότου (20 νίκες, 14, ισοπαλίες, 12 ήττες), όμως τελευταί εντός έδρας νίκη σημειώθηκε το 1999.

  1. «Βάλανε και το Γιωργάκη που δεν ξέρει πούθε κατουράει η κότα στα οικονομικά να κάνει κουμάντο την εταιρεία κι ύστερα κλαίγονται που πήγε άπατη».

12γ). - Πώς να πάμε μπροστά αν ο κάθε υπάλληλος τα ξύνει με μπλακεντέκερ και σταματά μόνο για να τ’ αρπάξει με το κουλό επειδή χτύπησε ένα εθνόσημο;
- Ο διεφθαρμένος πούθε ξεφύτρωσε; Απλά, βρίσκει και κάνει. Κι ο προϊστάμενός του τι; Της ψωλής του το χαβά;
- Κι οι δυο τους είναι κομματόσκυλα που τους έχωσαν απ’ το παράθυρο οι γαμημένοι πολιτικοί για ν’ αρπάξουν ψήφους και μαύρο χρήμα.
- Ας μη τους ψήφιζαν τότε!
- Πας καλά; Ποιοι; Ο προϊστάμενος, ο υπάλληλος, τα σόγια τους και τα λοιπά λαμόγια; Μα όλοι είναι διαπλεκόμενοι, γι’ αυτό τους έβγαλαν!!
- Τελικά θ’ αποφασίσεις; Η κότα έκανε τ’ αυγό, ή το αυγό την κότα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified