Further tags

Γνωστό '80's είδωλο, πρωταγωνιστής μιας μεγάλης κολλεκτίβας ελληνικών ταινιών τύπου «Ρόδα, τσάντα και κοπάνα». Ο πιο γωστός ρόλος του είναι το «αλάνι», μηχανόβιος, σκληρός αλλά ευαίσθητος όταν γνωρίζει τον αληθινό έρωτα.

Ο όρος Γαρδέλης χρησιμοποιείται για μηχανόβιους που κάνουν συνήθως επίδειξη της «ρόδας» τους σε ανυποψίαστες κοπέλες τύπου Σοφίας Αλιμπέρτη (αυτός που μόλις σε έχει πάρει ο ύπνος και κάνει γύρους το τετράγωνο με ταχύτητα λες και παίρνει μέρος σε ράλλυ).

Έρχεται ένας φίλος σου όλο χαρά, να σου δείξει την καινούργια του ρόδα που μπορεί να είναι κι ένα απλό παπί και γκαζώνει με ύφος «Καβαλάω Harley, μάγκες».

Εκεί εσύ γυρνάς και λες: «Καλώς τον Γαρδέλη!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρόλος στην ταινία Carlito's Way, ενσαρκωμένος από τον ηθοποιό Luis Guzmán. Χρησιμοποιείται υποτιμητικά για την πολύ άσχημη γυναίκα, ή αλλιώς το μπάζο.

- Τι είναι αυτή που μας έφερες βρε παιδί μου! Σκέτος Πατσάνγκα!

Ο ηθοποιός Luis Guzmán ως Pachanga. (από patsis, 27/05/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δείχνει το άτομο που περνά πιο πολύ χρόνο στο γυμναστήριο παρά στο σπίτι του προκειμένου να φτιάξει το ιδανικό σώμα για λόγους υγείας, για να πάρει μέρος σε κάποιο διαγωνισμό (σπανιότερα), ή για να το εκθέτει σε κοινή θέα στη παραλία το καλοκαίρι με ανάλογες αξιώσεις (συχνότερα).
Το όνομα προέρχεται απο τον Arnold Schwarzenegger
διάσημο bodybuilder-ηθοποιό και νυν κυβερνήτη της California των Η.Π.Α.

- Θα έρθει απόψε μαζί μας για ποτάκι ο Δημήτρης;
- Αποκλείεται, πάλι στο γυμναστήριο θα πάει. Θέλει λεει μέχρι το καλοκαίρι να έχει φτιάξει σώμα! - Α, την έχει δει και πολύ σβάρτσος!

Βλ. και σφίχτης, σφίχτερμαν, μπονταίος, πρησμένος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κοντοστούπης, ή αυτός που έχει μαλλί αφάνα σαν αράπης της δεκαετίας του '70.

  1. Άντε κουρέψου ρε, σα χόμπιτ έγινες.

  2. Σιγά μη βγω με αυτήν, το χόμπιτ... Με τακούνι φτάνει το ένα μέτρο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράου Μπλούχερ (frau Bluecher) ήταν η γκόμενα του παππού του Φρανκενστάιν. Από την ταινία «Young Frankenstein» του Gene Wilder.

Φαντάσου τώρα αγαπητέ αναγνώστη τι έκπαγλου καλλονής και ψυχικής αρμονίας ήταν η γκόμενα αυτή.

Χρησιμοποιείται λοιπόν για θήλυ ανώτερο στέλεχος εταιρίας που ούτε όμορφο είναι, ούτε και σφύζει από τα καλύτερα συναισθήματα για τους άλλους.

- Τι μαλακίες γράφει πάλι η φράου μπλούχερ;
- Ξέρω 'γω; Πάλι θα θάβει κάποιον φουκαρά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από τον μπάτσο-ρομπότ των αμερικάνικων ταινιών «Robocop»:
ο ματατζής με χακί στολή και ποικίλο εξοπλισμό, όπως ασπίδα, γκλομπ, κράνος, περικνημίδες, επιγονατίδες, αντιασφυξιογόνα μάσκα, δακρυγόνα, χειροβομβίδες κρότου/λάμψης και/η ψεκαστήρα χημικών για επιτόπια εξόντωση των διαδηλωτών σαν κατσαρίδες. Αποτελεί αναβαθμισμένη έκδοση των μπλε ματατζήδων (στρουμφάκια).

- Τι γίνεται ρε πούστη μου, έχει γεμίσει μπάτσους το κέντρο της Αθήνας... Παντού βλέπω αραγμένες κλούβες με ρόμποκοπ...
- Τι διάολο, στη Λωρίδα της Γάζας βρισκόμαστε;
- Και πού 'σαι ακόμα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ταξιτζής, από παράφραση του ονόματος, του γνωστού Αιγύπτιου ηθοποιού Ομάρ Σαρίφ. Πέραν της εύκολα κατανοητής παράφρασης, η φράση προσφέρει και το επιπλέον εφέ της ανάδειξης οπτικών συνειρμών με μεγάλο μέρος της ευγενούς τάξεως των ταριφέων, δηλαδή μαυριδερός, μουστάκι, ανατολίτικο στυλ (ειδικά για τουρίστριες Βορείων χωρών).

Δυστυχώς για τον πραγματικό Ομάρ (γενηθείς ως Michel Demitri Chalhoub), οι δικοί μας ταρίφες συνήθως δεν διαθέτουν τα προσόντα του, δηλαδή κοσμοπολίτικο αέρα, γνώση ξένων γλωσσών (μιλάει εξαιρετικά Αραβικά, Αγγλικά, Ελληνικά και Γαλλικά, ενώ λιγότερο καλά Ιταλικά και Τουρκικά) και εξαιρετικό ταλέντο στο χαρτοπαίγνιο μπριτζ.

Συγνώμη Ομάρ, οι δικοί μας είναι αμφίβολο αν μιλάνε ακόμα και Ελληνικά, αλλά σαν και εσένα, από υποκριτικό ταλέντο οι περισσότεροι σκίζουν!

- Τι ώρα πετάμε αύριο;
- Στις 10. Θα περάσει ο Ομάρ Ταρίφ να μας μαζέψει στις 8.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξεκινάω με τις από καρδιάς ευχαριστίες στο φίλο Gizaha για το πολύ καλό λήμμα. Thanks.

O Καπετανάκης του τραγουδιού «Δεν ξανακάνω φυλακή με τον Καπετανάκη» (Παράρτημα/χώρος παραδειγμάτων) ήταν διευθυντής των φυλακών της Παλιάς Στρατώνας, κατά τη δεκαετία του '30 . Οι φυλακές αυτές βρίσκονταν στο Μοναστηράκι και, μαζί με τις φυλακές του Ναυπλίου και του Γεντί Κουλέ, ήταν οι γνωστότερες της εποχής. Με αυτόν τον Καπετανάκη φαίνεται να «τα μίλησε/συμφώνησε» ο ήρωας του τραγουδιού, για να μην ξαναμπεί στη φυλακή.

Στο τραγούδι αυτό εκφράζεται το παράπονό του ήρωα για την ύβρη του διευθυντή προς τη μάνα του (την «πότισες φαρμάκι»), της οποίας το ήθος προφανώς θα αμφισβήτησε ο διευθυντής σε κάποιο επισκεπτήριο, εξ ου και η εξήγηση για το υπονοούμενο περί «μελιτζανιών» (εσωρούχων που φορούσαν οι πόρνες). Στις αρχές του 20ου αιώνα, οι πόρνες χρησιμοποιούσαν, για αντισηπτικό, διάλυμα υπερμαγγανικού καλίου, το οποίο έχει χρώμα μοβ. Για να μη φαίνονται οι λεκέδες στα εσώρουχα, χρησιμοποιούσαν υφάσματα σε χρώμα μελιτζανί. Έτσι η φράση «τα μελιτζανιά να μην τα βάλεις πια» σημαίνει «δε θα είσαι πια πόρνη και δεν θα φοράς μελιτζανιά εσώρουχα».

Και πάμε τώρα στην αρχική σημασία της λέξης ντούγκλα. Παρόλο που η λέξη φέρνει λεκτικά στη λέξη μπούκλα, εντούτοις δεν παίζουν έτσι τα πράγματα.

Αρχικά ο στίχος ήταν «που 'χει Ντούγκλας το μουστάκι» και εννοούσε ότι έχει μουστάκι σαν το μουστάκι του ηθοποιού Douglas Fairbanks. (Αυτός γεννήθηκε το 1883 στο Ντένβερ του Κολοράντο και μεσουρανούσε όταν γράφτηκε το τραγούδι. Πέθανε το 1939. Η φωτογραφία στο λινκ είναι προσφορά στους τριχοφοβικούς φίλους.) Το μουστάκι α λα Fairbanks Douglas είναι λεπτότριχο και μακρύ (βλ. φωτογραφίες).

Η γνώση των αγγλικών εκείνη την εποχή ήταν μηδαμινή κι έτσι το Ντάγκλας έγινε εύκολα Ντούγκλας. Αργότερα το Ντούγκλας έγινε Ντούγκλα.

Κατά μια λιγότερο ισχυρή εκδοχή, γίνεται αναφορά στην αλοιφή «Douglas» που χρησιμοποιούσαν οι τότε ρεμπέτες ως ζελέ για τα μαλλιά και το μουστάκι. Πιθανά να παντρεύτηκαν οι δυο παραπάνω περιπτώσεις και επ' ευκαιρία να βρήκε τρόπο να διαφημιστεί κι η κρέμα αυτή.

Η σημαντικότερη λοιπόν εκδοχή αυτής της πρωταρχικής σημασίας ήταν: μουστάκι α λα Fairbanks Douglas. Ωστόσο όμως, με την πάροδο του χρόνου, ο ζωντανός χαρακτήρας της γλώσσας έχει προσδώσει στη λέξη επιπρόσθετες σημασίες, ώστε η γλωσσική χρήση του όρου να μπορεί να εξυπηρετεί και πρόσθετες γλωσσικές χρηστικές ανάγκες.

Έτσι κάποιοι που αγνοούν την προέλευση της, λόγω της παρεμφερούς λεκτικής μορφής της με τη λέξη μπούκλα, τη χρησιμοποιούν για φουντωτά μπουκλοειδή μουστάκια (καθ' όλο το μήκος τους/στα άκρα τους, βλ. παράδειγμα 1).

Κάποιοι άλλοι μπορούν να συνδέσουν την αγριότητα του Καπετανάκη με το τσιγκελωτό μουστάκι, ή με το μουστάκι που έχει γυριστές τις άκρες του.

Πολλές φορές ακόμα, δε χρησιμοποιείται η λέξη για να περιγράψει τον τύπο ενός μουστακιού, αλλά μέσω των λέξεων-κλειδιών του τραγουδιού (φυλακή, Καπετανάκης, κλπ) και του κλίματος της εποχής (στο οποίο δημιουργήθηκε το τραγούδι), μπορεί να παραπέμψει εμφατικά στα παρακάτω χαρακτηριστικά που μπορεί ενδεχομένως να χαρακτηρίζουν κάποιον μουστακοφόρο. Μπορεί λοιπόν να παραπέμψει:

α) Στην αγριόφατσα, ή/και στο σκληρό-αγριωπό και αρρενωπό χαρακτήρα ενός μουστακοφόρου. (Ωστόσο πολλές φορές ένα τέτοιο λουκ μπορεί να λειτουργεί ως φερετζές του πούστη, βλ. παράδειγμα 2).

β) Σε μαγκιά (πραγματική ή τεχνητή, δες εδώ αλλά και στο παράδειγμα 3).

γ) σε κάποιον μουστακοφόρο που το στυλ του μας κάνει εντύπωση. (Το μουστάκι του για παράδειγμα μπορεί να παραπέμπει στην εποχή που δημιουργήθηκε το τραγούδι, συμβάλλοντας τα μέγιστα στο σχηματισμό της εντύπωσης αυτής, βλ. παράδειγμα 4.)

Θα μπορούσαμε τέλος να αναφερθούμε σε γυναίκες που έχουν έντονη τριχοφυΐα μεταξύ μύτης και στόματος (μουστάκι λάιτ, βλ. παράδειγμα 5), στοιχείο που αντιτίθεται στη θηλυκότητα μιας γυναίκας.

Κλείνοντας, ζητώ συγνώμη από την Μαρία την όμορφη, που μπορεί να διαβάσει για άλλη μια φορά ένα θέμα που αφορά τριχοφυΐα.

Από φόρουμς
1. [...] από σήμερα υιοθετούμε το στυλ «με τον Καπετανάκη που 'χει ντούγκλα το μουστάκι, ή μπούκλα στο μουστάκι».
Δες

  1. Μην ανησυχείτε, υπάρχουν άντρες που έχουν ντούγκλα το μουστάκι και έχουν τα μπράτσα πέτρες κι όμως την αρμέγουν την σαύρα...
    Δες

  2. Εξετάστηκε από το ΚΥΣΕΑ (Κυβέρνηση Σεσημασμένων Αμερικανοτσολιάδων σύμφωνα με παλαιότερη ρήση του Τζιμάκου) η πρόταση του υπουργού Εθνικής Αυτοϊκανοποίησης Βαγγέλα Μεϊμαράκη που 'χει ντούγκλα το μουστάκι για την αντιμετώπιση της «λειψανδρίας» στα ελληνικά στρατά. Ο υπουργός καταχειροκροτούμενος από νεολαίους της ΟΝΝΕΔ και τους ΛΑΟΣ που είχαν προσκληθεί στα πλαίσια του διαλόγου με την νέα γενιά για το εν λόγω ζήτημα, πρότεινε το παιδομάζωμα όλων των αγοριών ηλικίας 13–18 ετών.
    Δες

  3. Α ωραία... Ξέρω μια καλή καφετέρια (ή καφετερία, όπως έλεγε η προγιαγιά μου) Σολωμού και Γ' Σεπτεμβρίου, δίπλα στον Ερυθρό Σταυρό, δυο βήματα από τον ΟΚΑΝΑ. Ό,τι πρέπει για συνάντηση! Εκεί θα δούμε και τον Καπετανάκη, που 'χει ντούγκλα στο μουστάκι. Ειδάλλως, θα αναγκαστούμε να πάμε στο Μοναστηράκι. Κλαψ!
    Δες

  4. Αλλά... ούτε μια κουβέντα για τα φιλιά στις θείες με τη ντούγκλα στο μουστάκι.
    Δες

Παράρτημα

Δεν ξανακάνω φυλακή με τον Καπετανάκη

Δεν ξανακάνω φυλακή
με τον Καπετανάκη που 'χει ντούγκλα στο μουστάκι
τα μιλήσαμε, τα συμφωνήσαμε

Τη δόλια τη μανούλα μου
την πότισες φαρμάκι
αχ εσύ Καπετανάκη τα μελιτζανιά να μη τα βάλεις πια

Ξυπνώ και βλέπω σίδερα
στη γη στερεωμένα
τα παιδάκια τα καημένα
τα μιλήσαμε, τα συμφωνήσαμε

Στίχοι: Πάνος Μιχαλόπουλος
Μουσική: Λεονάρδος Μπουρνέλλης
Πρώτη εκτέλεση: Πάνος Μιχαλόπουλος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτό που θα λέγαμε ελληνιστί τσοντόφατσα. Χρησιμοποιείται κυρίως για άντρες, και εκτός από τη μακρυά μαλαπέρδα, είναι από τα βασικότερα προσόντα που πρέπει να έχει ένας πορνοστάρ αν θέλει να κάνει διαχρονική καριέρα στο χώρο.

Είναι η φάτσα που έχει κάτι το διεστραμμένο, το παρακμιακό αλλά και το διαχρονικό μαζί. Βέβαια τσόντα-face μπορεί να είναι και κάποιος που δεν είναι πορνοστάρ, αλλά «το 'χει», θα μπορούσε να είναι π.χ. Γεωργίτσης (ή μήπως έχει παίξει σε τσόντα αυτός;)

Νομίζω ότι τα μύδια θα βοηθήσουν στην κατανόηση του λήμματος, είναι τα απόλυτα τσόντα-faces, για όσους βλέπουνε καμιά τσοντούλα. Ειδικά της γενιάς μου (βλέπε νοικιασμένο VHS από το βιντεοκλαμπάδικο της γειτονιάς.)

(Μεταξύ αντροπαρέας που βλέπει τσόντα)

- Πάλι αυτός ο τύπος;
- Καλά σε πόσες τσόντες τον έχουμε πετύχει;;;;
- Απίστευτο τσόντα-face!!!!!!

Δες και -φατσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στυλ μαθητών, που μοιάζουν με Γαρδέλη. Κοπάνα από σχολείο, η τσάντα στον ώμο και μηχανάκι.

Πάλι ρόδα, τσάντα και κοπάνα ο Σταμάτης σήμερα. Αλλά με ένα γκομενίδι στην πλάτη του μούρλια!

Ρόδα, ντόπα και κοπάνα για Κεντέρη και Θάνου! (από Hank, 19/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified