Ο στρατιωτικός κουρέας. Χρησιμοποιείται για πολύ κοντά κουρέματα και κουρέματα με ψαλιδιές («έπεσε νίντζα»), καθώς και για να περιγράψει κουρείς που έχουν μια τάση να κοντοκουρεύουν ανεξάρτητα του τι ζητήσεις.

  1. Φαντάρος Α: - Πού πας ρε;
    Φαντάρος Β: - Γάμησε... ο λόχας μ' έστειλε στο νίντζα για να κουρευτώ...

  2. (Ο Γιάννης εμφανίζεται στραβοκουρεμένος στην παρέα του)
    Οι άντρες της παρέας:
    - Έπεσε νίντζα βλέπω...

  3. Γιώργος: - Γιατί τα 'κοψες τόσο κοντά ρε;
    Τάσος:
    - Καλά μαλάκα, ο Μίλτος δεν είναι κομμωτής, νίντζα είναι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ακόμη μια προσφορά στην ιστορική σειρά των Φραπεδολημμάτων. Πρόκειται για σύνθεση της λέξης φραπέ και των αρχικών της Ελληνικής Αστυνομίας (Ε.Α.) και προφέρεται: Φραπέα.

Το λήμμα χαρακτηρίζει την μερίδα εκείνη των οργάνων της τάξεως, που ναι μεν βρίσκονται στον δρόμο (λέγε με μάχιμο), έχουν όμως εμφάνιση και συμπεριφορά χειρότερη κι από τον πιο τελειωμένο Ελληνάρα ελαμωρέ.

Το λήμμα οφείλει την ύπαρξη του στους Ολυμπιακούς Αγώνες και ειδικότερα κάποιους μήνες πριν την έναρξη, όταν στις Ολυμπιακές εγκαταστάσεις άρχισαν να σταθμεύουν περιπολικά για βάρδιες φύλαξης των χώρων.

Πιστοί στο κυρίαρχο πνεύμα του Ελλαδιστάν, ότι είναι υπεράνω του νόμου και φυσικά εκμεταλλευόμενοι πλήρως τους «θείους» που τους τοποθέτησαν εκεί, οι συγκεκριμένοι «επαγγελματίες», έμοιαζαν τραγικά με τον μικρό Πεπίτο στη Γουαδαλαχάρα την ώρα της σιέστα: Μισάνοιχτη πόρτα ή παράθυρο, κάθισμα ριγμένο πίσω, υπνάκι ή φονικός συνδυασμός φραπέ-τσιγάρο-κινητό (πολλές φορές ταυτόχρονα ακόμα κι αν οδηγάνε).

Εννοείται ότι και πυρηνική βόμβα να έσκαγε στα 5 μέτρα, απλώς θα άλλαζαν πλευρό ή θα παραπονιόσαντε ότι η υπηρεσία δεν τους έδωσε σκούρα γυαλιά για να αποφύγουν το ξύπνημα από την λάμψη της ατομικής έκρηξης.

Δυστυχώς, η «κληρονομιά του 2004», φαίνεται ότι ήταν μεγάλη στη συγκεκριμένη περίπτωση και σαν αποτέλεσμα, η ΦραπΕ.Α. ζει και βασιλεύει στις ημέρες μας.

Εκτός από τις φωλιές, δείγματα παρατηρούνται συχνά σε πληρώματα περιπολικών αλλά παραδόξως όχι μοτοσικλετιστών οι οποίοι (ως επί το πλείστον), διατηρούν μια πιο αξιοπρεπή εικόνα.

Για μεγαλύτερο εφέ (λες και δεν έφτανε το περιγραφόμενο), πολλοί οδηγοί περιπολικών συνδυάζουν γαντάκι οδήγησης (με κομμένα ακροδάχτυλα), χρυσή καδενίτσα, γυαλί Terminator και ύφος πολλά βαρύ (περίπτωση Φραπε-Μπάτσμαν).

Εννοείται ότι κανείς τους δεν φοράει ζώνη ασφαλείας και έχουν πλήρως γραμμένο τον Κ.Ο.Κ. (και ναι είναι οι ίδιοι που θα σου κόψουν κουστουμάκι για φανταστικές και μη παραβιάσεις του ίδιου Κ.Ο.Κ.).

Χαρακτηριστικό παράδειγμα της συγκεκριμένης κατηγορίας, είναι τα στάσιμα δήθεν-μπλόκα στις Εθνικές κατά τις εξόδους/εισόδους εκδρομέων, όταν δεν επιδίδονται στο προσφιλές σπορ της συγκέντρωσης εσόδων (ειδικά Σεπτέμβριο) με ραντάρ για «υπερβολική ταχύτητα». Το ότι περνάει ο μπάρμπα-Μπρίλιος φορτωμένος σαν Πακιστανικό ΚΤΕΛ και ο οποίος φυσικά δεν μπορεί να πάει πάνω από 40, αλλά αποτελεί θανάσιμο κίνδυνο στον δρόμο, τους αφήνει παγερά αδιάφορους.

Το είδος συναντάται επίσης και σε κάποιες μόνιμες «σκοπιές» (δημοσίων κτιρίων, κλπ), ακόμη και σε μέρη «βιτρίνα» όπως κάποιες πρεσβείες, υπουργεία, κλπ. Αυτό σε πλήρη αντίθεση, με τους αστυνομικούς που περιπολούσαν πεζή εντός των Ολυμπιακών εγκαταστάσεων (και μάλιστα με κονκάρδες-σημαιάκια χωρών, τις γλώσσες των οποίων μιλούσαν), οι οποίοι στη συντριπτική τους πλειοψηφία, ήταν ευγενέστατοι και εξυπηρετικότατοι.

Το φαινόμενο είναι διεθνές όπως αποδεικνύει και το μήδι #3.

Credit: Mour

  1. Σε απόλυτη αποτυχία εξελίσσεται η νεοσύστατη αστυνομική ομάδα ΔΕΛΤΑ, με τους αστυνομικούς να πίνουν φραπέ στο Κολωνάκι και λίγα μέτρα πιο πέρα η δημοτική αστυνομία να τους κόβει... κλήσεις, για παράνομο παρκάρισμα μοτοσικλέτας. (TVXS))

  2. Στην αντίπερα όχθη η αστυνομία, με την παντελή έλλειψη δομής, πειθαρχίας και αποτελεσματικότητας. Μόνο η στάση τους με ένα τσιγάρο στο χέρι, τον απαραίτητο φραπέ και το κινητό εν ώρα υπηρεσίας το βεβαιώνει αυτό. (Από το άρθρο «Καληνύχτα, Ελλάδα» του Χάρη Κοσμάτου στην Ελευθεροτυπία)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καρακλασικό πολιτικό μπινελίκι σε βάρος χουντόσκυλων, ναζών, σκινακίων, και πάσης φύσεως απολυταρχικών λαδοποντικαίων με αγκύλωση στο δεξί, μαύρη στρατόκαυλη περιβολή, χουντικό γυαλί, σιδερογροθιά και άφθονη πιτυρίδα.

Μετά το ξεφούσκωμα της υπαρκτής μεταπολίτευσης (περίπου το '88), το μπινελίκι εξαπολύεται πολύ πιο ελεύθερα και όχι αποκλειστικά προς ακροδεξιές μπατσόφατσες ή χουντάλες.

Εκ του φασισμού και του γαμοσλανγκοτέτοιου -μουτρο.

- Μάλλον υπό την επήρεια αυνανισμού βρισκόταν το φασιστόμουτρο (...) Άντερς Μπέρινγκ Μπρέιβικ όταν διέπραξε τις ειδεχθείς δολοφονίες 77 ανθρώπων, στις 22 Ιουλίου στο νησί Οτόγια και την επίθεση στο Όσλο σύμφωνα με τις αρχές της χώρας. (εδώ)

- Αιμοσταγές φασιστόμουτρο λιντσάρει αναρχό-ποδηλατό-διαδηλωτές.
(εκεί)

- Να την χαίρεστε την “απεργία” σας φασιστόμουτρα του Π.Α.ΜΕ., χαφιέδες του ψευτοκομουνισμού, όταν ξυλοφορτώνετε εργαζόμενους που δεν σας προσκυνούν…
(παραπέρα)

Απαραίτητη αναφορά στον γαλλικό κινηματόγραφο. (από Vrastaman, 15/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τυπάς που ο αχτύπητος συνδυασμός προσόντων και ικανοτήτων που διαθέτει (ζηλευτός από κάθε συνειδητό κι ευσυνείδητο στρατόκαυλο -κι όχι μόνον) δεν εξαντλείται στο να μη φορά βρακί και να ‘ναι φιτ.

Κάτι στο βλέμμα (δε μασώ τον μπούτσο μου), κάτι στον τόνο της φωνής (εγώ μια φορά μιλάω), στη στάση του σώματος (έτοιμος για όλα) φωνάζει πως το ‘χει το κομαντιλίκι στο αίμα του, ακόμη κι όταν χρόνια μετά, με άλλους σειράδες, θυμάται ιστορίες του στρατώνα χτυπώντας μπιρόνια που άνοιξε με το νύχι.

Προκαλεί αύξηση της σχετικής υγρασίας σε μουνώνες (αλλά και βιτσιόζους παντός είδους) μια και πείθει πως είναι ντούρασελ ακόμη και μετά από εξτρίμ καταστάσεις.

Ειρωνικά, συνώνυμο του πτωμάντο.

1.
Το λεπτό σημείο είναι ότι σε γενικές γραμμές ο ΣΞ έχει χαλαρώσει πολύ σε σχέση με το '80, π.χ., ενώ η ΠΑ ήταν από τότε καραπουτσαριό (λόγια ανθρώπων που υπηρέτησαν τότε), οπότε υπάρχει μια σχετική (και μόνο) σύγκλιση. Από εκεί και πέρα επειδή κανείς μας δεν είναι στρατόκαυλος και δεν έχει όρεξη να το παίζει κομαντερός και καλά, ας μην αρχίσουμε να συγκρίνουμε τις εκπαιδεύσεις (και κυρίως ως προς τον β' κύκλο εκπαίδευσης). Αλλά μην ακούω και παπαριές τώρα για ζόρια στην αεροπορία….

2.
-Ο Π. είναι στην πάνω φωτογραφία; Δεν τόξευρα ότι είχε υπερετήσει και ΟΥΚας! ΥΓ: Με ‘γειές το νέο στυλ! Ωραίον! -ΟΥΚας, ΟΥΦΟάς, αερομεταφερόμενος, αμφίβιος και τρελά κομαντερός καλέ μου Σ. (τρεις λιποθυμίες για κάθε μία ανάβαση λόφου).

(όλα απ’ το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο στρατιώτης που κυκλοφορεί ασκεπής, δεν φοράει δηλαδή το στρατιωτικό του πηλίκιο.

Κοίτα ρε το ποντίκι που κυκλοφορεί και ασκεπής! Μόλις φάει την πρώτη καμπάνα θα στρώσει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει τον πολύ γερό άνθρωπο, όχι τόσο τον μυώδη, όσο αυτόν που έχει πολύ μεγάλη αντοχή, υπερφυσικές δυνάμεις και φοβερή κράση.

Δεν γνωρίζουμε την ετυμολογία, αλλά εικάζω ότι είναι αρκτικόλεξο από το χώρο του αθλητισμού ή από το στρατό, π.χ. Π.ΣΩ.ΜΥ. ή κάτι τέτοιο.

  1. - Ρε συ, πήγαμε Λιτόχωρο και πέσαμε στον μαραθώνιο του Ολύμπου. Είχε κάτι ψωμιά... Ο ένας ανεβοκατέβηκε Μύτικα σε τέσσερις ώρες και δεν ίδρωσε η πούτσα του.

  2. - Πάμε να φύγουμε, όλοι ψωμιά είναι εδώ, θα μας τσακίσουν.

  3. - Στην παρέλαση οι Ρώσοι είχαν σημαιοφόρο τον Καρέλιν. Τι ψωμί είναι αυτός, ρε μαλάκα; Τη σημαία την κράταγε με το' να χέρι σαν σημαιάκι!

(από panos1962, 28/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το εντελώς χύμα παλικάρι, αυτός που δεν ασχολείται με τους τύπους και τα προβλεπόμενα, φοράει ό,τι νά 'ναι, κάνει τα δικά του και δεν πα να γ$%#@&* το σύμπαν. Ψιλορεμάλι βασικά, τα κίνητρά του έχουν μια ακαθόριστη σχέση με κάποια αντίδραση στο κατεστημένο, αλλά πιο πολύ η φάση είναι «άααααραξε μωρέ και δεν βαριέσαιιιι...» (ή αλλιώς: «ό,τι 'ναι νά 'ρθει θε να ρθει, κι αν δεν ερθεί, μαγκιά του!» [βλ. το σχετικό βίντεο])

Χρησιμοποιείται πάρα πολύ στον στρατό για τους φαντάρους (ή τους αξιωματικούς) που τα έχουνε όλα γραμμένα στ'@@ τους.

Από το γνωστό παρτάλι (κυριολεκτικά: το κουρέλι).

  1. (από εδώ)
    «ΥΕΑ στα τεθωρακισμένα είμαι [...] Βέβαια εκπαιδεύεσαι. Ο πιο πάρταλος δικός μας είναι καλύτερος από τον πιο τέντα φαντάρο (ή έστω από ένα καλό φαντάρο) αλλά τι να το κάνεις.»

  2. (από εδώ)
    «Τ/ΓΕΣ λόχο μεταφορών με κλειστά μάτια φίλε μου. Πολύ καλά στελέχη (άραγε ο Σίμος ο Λευτέρης και ο Πουπουνάκης είναι ακόμα στα πολιτικά οχήματα;) και αραλίκι. Βύσμα δεν χρειάχεται, απλά να έχεις κάμποσο καίρο δίπλωμα οδήγησης και να μην φαίνεσαι πάρταλος!!»

  3. (από εδώ)
    «Τώρα δηλαδή που ο μπυροθρεμμένος Μήτρο έβαλε 3 γκόλ τί ζόρι τραβάς πάλι; Μπόρεί το παιδί να είναι πάρταλος μεγάλος αλλά ρε γαμώτο όταν παίζει το κολλάει το παστέλι τι να κάνουμε;»

Απαράδεκτοι - "Ό,τι \'ναι νά \'ρθει θε να ρθει, κι αν δεν ερθεί, μαγκιά του!" (από Cunning Linguist, 07/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασικά, σημαίνει:

  1. Ανθρωπότυπος θηριωδώς μυώδης τ. σφίχτερμαν, σβάρτσος, μπονταίος κ.τ.ό., που να είναι όμως και ντουλάπας σε όγκο, ίσως και τριχωτός (όχι απαραίτητα), επίσης όμως και ανεγκέφαλος (λ.χ. ένα μπιλντέρι που θα διάβαζε Baudrillard δεν θα μπορούσε να ονομαστεί γορίλας).

  2. Ο σωματοφύλακας / μπράβος, κυρίως, αλλά και, λιγότερο, ο εκτελών χρέη πόρτας. Έχω την εντύπωση ότι χρησιμοποιείται σε προτάσεις αντιθετικά, για να πούμε ότι ένας φλώρος, αδύναμος, λουλούκος, ή υπερβολικά εγκεφαλικός τυπάς κυκλοφορεί με ζωώδεις γορίλες (μπράβους) μαζί του.

  3. Η αποκρουστική ζωώδης γκόμενα, βαθμολογίας 30 τεκιλών στην αντίστροφη πιτσιλισαμπίλιτυ. Σημειωτέον, ότι κατά Μπάμπη, η ονομασία του ζώου προήλθε από θρυλούμενη φυλή δήθεν τριχωτών γυναικών της Αφρικής, που ονομάστηκαν γορίλλαι.

Πολύ περισσότερα στοιχεία μας δίνει ο επιφανής συσλανγκιστής Σαραντάκος εδώ. Μην χάσετε την απίθανη ιστορία του Άννωνος τον 5ο αιώνα π.Χ., που δίνει και ένα χιντ γιατί η έννοια γορίλας έχει συσχετιστεί ειδικά με γυναίκες. Στο ίδιο κείμενο προκρίνεται η γραφή με ένα λάμδα, την οποία ακολούθησα, λόγω του ότι είναι σε τελική ανάλυση ξενικό δάνειο (είναι πολύ ενδιαφέρον ότι πιθανόν προέρχεται από αφρικανική ρίζα που σημαίνει άνθρωπος!).

Τέλος, πρβλ. και τα λήμματά μας πίσω γορίλα! και γωριλάς.

  1. Τριάντα «Γορίλλες» με τέσσερα αυτόματα περίστροφα στην τσέπη ο καθένας σχημάτισαν προστατευτικό ‘ανθρώπινο τείχος’ γύρω από τον στρατηγό Ντε Γκωλ.
    (δες Σαραντάκο)

  2. Κι αν είστε δικαστής με τήβεννο… προσοχή στον γορίλα!
    (Συμβουλή Σαραντάκου).

  3. Ακόμη οι φονιάδες-μπράβοι-γορίλλες-γίγαντες της ΟΝΝΕΔ κατεβαίνουν στην επέτειο του Πολυτεχνείου (τι δουλειά έχουν κάθε χρόνο αυτοί εκεί; ένας θεός ξέρει) και αφήνουν στεφάνι με στρατιωτικό βηματισμό και προκλητική συνθηματολογία (Από το indymedia)

  4. Δυστυχώς, όχι μόνο στη Μύκονο, αλλά και σε ολόκληρη την Ελλάδα, το επίπεδο των πορτιέρηδων είναι από μηδενικό έως ανύπαρκτο. Δεν είναι τελικά και τόσο άστοχος ο χαρακτηρισμός που τους έχει αποδοθεί: γορίλες... Κρίμα σε εκείνο το παιδί που έφυγε, κρίμα για την οικογένειά του και κρίμα για τα τόσα άλλα παιδιά που χτυπήθηκαν από τα κτήνη που μόνο να μουγκριζουν ξέρουν, ούτε καν να καλησπερίζουν.
    (Από το φατσοβιβλίο).

(από ΠΡΩΤΕΥΣ, 20/08/10)(από Khan, 20/08/10)(από Khan, 20/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο στρατιώτης που συλλαμβάνεται με τα κορδόνια των αρβυλών λυμένα ή τον φιόγκο των κορδονιών εκτός αρβύλας και όχι εντός, όπως προβλέπεται. Ο σωστός στρατιώτης είναι πάντα κορδιωμένος.

- Παπαδόπουλε είναι αυτή εμφάνιση στρατιώτη; Τέσσερις μέρες κράτηση γιατί είσαι αξύριστος, τέσσερις γιατί είσαι ακομβίωτος τέσσερις γιατί είσαι ακορδίωτος και αύριο το πρωί στην αναφορά του τάγματος...
- Μάλιστα κύριε Λοχαγέ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη λέξη αποτελούμενη από τα εξής δύο συνθετικά:

  • Βρόμο- (βρομερός),
  • Νουμπάς (εκ του αγγλικού newbie που σημαίνει νέος σε κάτι).

Χρησιμοποείται ως επί το πλείστον κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής μας θητείας για να μας χαρακτηρίσει ως νέους στο στράτευμα ή για να χαρακτηρίσουμε εμείς τους νεότερους από εμάς.

Συνώνυμα: ποντίκι, λαδοπόντικας, νιάτο, νεοκλής, Στραβόγιαννος, κωλόψαρο, σκουίζ, ψαροκασέλα, στραβάδι, γκαβάδι, γκάβακας, γκάου-μπίου, νιάτο, νέοπας / νέωψ, ποντικαράς και πολλά άλλα.

- Βρομόνουμπο κάτσε καλά γιατί θα πήξει το είναι σου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified