Selected tags

Further tags

Σύντμηση του μαλάκας για την χρήση του ως φιλική προσφώνηση, ή για να αποσπάσει την προσοχή, έτσι ώστε να ξεκινήσει μία συζήτηση. Χρησιμοποιείται επίσης ως επιφώνημα θαυμασμού ή και έκπληξης.

- Ε μαλά, τι ώρα είναι;

- Μαλά, τι έκανε ρε το παλληκάρι;

- Μαλά, έχασες χθες που δεν ήρθες, περάσαμε γαμάτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Λιακόπουλος. Μεταφορικά, αυτός που βλέπει παντού φαντάσματα, εξωγήινους και συνομωσίες.

- Ρε, το είδες αυτό εκεί ψηλά;
- Χαλάρωσε ρε Λιακό!

(από xaxac, 30/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λεσβία στα καλιαρντά από το γκουνιότα. Είναι επίσης εμβληματική περιοδική έκδοση.

Μαντάμ Γκου. Λεσβιακή περιοδική έκδοση (Δες εδώ).

Πολύ αργότερα, το 1995, μια παρέα γυναικών χωρίς να είναι ενταγμένη σε κάποια συγκεκριμένη ομάδα αλλά με ευρύτερες συνδέσεις, αναφορές και ενδιαφέρον για το λεσβιακό χώρο και χωρίς προγενέστερη εκδοτική εμπειρία αποφασίζει να βγάλει τη Μαντάμ Γκου. Λεσβιακή Περιοδική Έκδοση. Μαντάμ Γκου σημαίνει «λεσβία» στα καλιαρντά.

«Ψάχναμε για κάποιο όνομα που να μην έχει ξαναχρησιμοποιηθεί» θα μου πει η κύρια εμπνεύστρια του εγχειρήματος. «Είχαμε περάσει από διάφορα «πέτρα», «σχισμή». Τα βρίσκαμε πολύ χρησιμοποιημένα και αρχίσαμε να ψάχνουμε στο λεξικό, στα καλιαρντά βέβαια. Γιατί στο άλλο λεξικό, τι να βρεις; Ή λεσβία θα βρεις ή ομοφυλόφιλη θα βρεις, τι άλλο να βρεις. Και βρίσκουμε το Μαντάμ Γκου. Και μας άρεσε. Μας πήγαινε λίγο ξέρεις και στο Μαντάμ Φιγκαρό που είναι γυναίκες που προσέχουν, ετεροφυλόφιλες. [Επιδιώξαμε] μια αντίθετη, δηλαδή, σχέση με τα πρότυπα που προσφέρουν αυτά τα περιοδικά».

Στην πρώτη σελίδα του πρώτου τεύχους παρουσιάζεται το προφίλ της έκδοσης:

Η Μαντάμ Γκου είναι το αποτέλεσμα της προσπάθειας μιας παρέας λεσβιών να εκφραστεί και να δημιουργήσει ένα αμφίδρομο κανάλι επικοινωνίας. Μετά από χρόνια εκδοτικής απουσίας της λεσβιακής κοινότητας, νιώσαμε περισσότερο ευαισθητοποιημένες απέναντι στο συνεχιζόμενο ρατσισμό που δεχόμαστε και θελήσαμε να κάνουμε κάποια βήματα σε σχέση με την ανεύρεση μιας ταυτότητας και την αίσθηση περηφάνιας που οφείλουμε στο άτομό μας».

Η Μαντάμ Γκου είναι ένα περιοδικό που δεν ανήκει σε κάποια πολιτικοποιημένη ομάδα αλλά δημιουργήθηκε από μια μικρή ομάδα επτά συνολικά γυναικών που θέλησε να καλύψει το εκδοτικό κενό της δεκαετίας του ’90. Η ομάδα παρέμεινε κλειστή ως προς τη σύστασή της, αλλά ανοιχτή απέναντι στην ανταλλαγή ιδεών, κειμένων και τη δημιουργία επαφών. Από το φθινόπωρο του 1995 ως τον Νοέμβριο του 1997 η Μαντάμ Γκου θα εκδόσει πέντε συνολικά τεύχη καλύπτοντας ένα ευρύ φάσμα θεμάτων, όπως πρωτότυπα θεωρητικά κείμενα, μεταφράσεις, αλληλογραφία, νέα, κόμικ, χρηματιστήριο λεσβιακών αξιών.

Στα «κλειστά» χρόνια όμως της δεκαετίας του ’90 η ανταπόκριση από τις αναγνώστριες όσον αφορά την αποστολή κειμένων, την έκφραση απόψεων, την ανταλλαγή ιδεών υπήρξε περιορισμένη. Δύο ακριβώς χρόνια μετά την έκδοση του πρώτου τεύχους, τον Νοέμβριο του 1997, η Μαντάμ Γκου αποχαιρετά τις αναγνώστριες της: [Τ.5.σ.1.]

«Για σας με αγάπη. Να ‘μαστε πάλι εδώ για τελευταία ίσως φορά. Τα θέματα με τα οποία πρέπει να ασχοληθούμε δεν τελείωσαν, ούτε ίσως η ζωή των λεσβιών στην Ελλάδα άλλαξε μετά το πέρασμα την Μ.Γ., αν και θέλουμε να πιστεύουμε ότι βάλαμε και εμείς ένα ακόμη λιθαράκι, όμως η δική μας αντοχή εξαντλήθηκε. Οι ισορροπίες σε μια ομάδα είναι λεπτές και η ενέργεια χρειάζεται διαρκή επαναφόρτιση, που δυστυχώς δεν ήταν δυνατή ούτε από μέσα ούτε απ’ έξω. Ελπίζουμε, αν δεν βρούμε αργότερα το κουράγιο να συνεχίσουμε, κάποιες άλλες να το κάνουν για μας. Αυτό το τεύχος το αφιερώνουμε στις γυναίκες που μας έδειξαν την υποστήριξή τους στέλνοντάς μας τα κείμενα, τα ποιήματα και τα γράμματά τους».

Got a better definition? Add it!

Published

Ο παραδοσιακός και συντηρητικός εκ του αγγλικού traditional. Χρησιμοποιείται πολύ στα διαδικτυακά μιμίδια ως αντίθετο αυτών που ανήκουν στη woke κουλτούρα.

Οι τραντ αντεπιτίθενται.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο ετεροφυλόφιλος στα κομμέ.

Στα επόμενα τεύχη, κυρίως στη στήλη «Χρηματιστήριο λεσβιακών αξιών, Δείκτης Dyke Jones», γίνεται πιο σαφές τι σημαίνουν οι στερεότυπες συμπεριφορές και πρότυπα. Στα κάτω του δείκτη, του 1ου τεύχους, εμφανίζονται τα μπαρ που «μπάζουν ετερό και μουστακαλήδες». Οι μουσικές τους επιλογές και τα «μερακλώματα με ετεροσεξιστικά τραγούδια». (Άννη Σιμάτη, Οι νταλίκες και τα γυναικάκια τους. Θηλυκοί ανδρισμοί και πολιτικές της γυναικείας ομοερωτικής επιθυμίας, Futura, Αθήνα 2022, σ. 100).

Got a better definition? Add it!

Published

Αλλιώς το Ντελούλου από το αγγλικό delusional, σημαίνει αυτόν που έχει παραισθήσεις.

Είναι τελείως ντελού, νομίζει ότι τα έχει με τον Ρουβά.

Got a better definition? Add it!

Published

«Πιτσιρικά» στα ποδανά.

Σε ανοιχτό γήπεδο μπάσκετ που μαζεύονται όλοι οι πιστεμένοι άρηδες για πρωταθληματάκι:
- Ρε φίλε... μου 'χουν σπάσει τα νεύρα με τον τσιρικαπί με την αερόμπαλα μέσ' στα πόδια μας.
- Ρε μικρέ, εδώ παίζουν μπάσκετ, πήγαινε δίπλα στη παιδική χαρά, θα χτυπήσεις.
- Να πας εσύ ρε καράφλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ψέμα, το ψεύτικο στα καλιαρντά, εκ του μουσαντό.

Πέντε-έξι χρόνια αργότερα, όταν πια το αίσθημά μου είχε σβήσει, τότε ξανάμαθα γι’ αυτόν. Για την τύχη του την κουλή. Από πού; Απ’ τις εφημερίδες. Τον παρουσιάζανε σαν τέρας της φύσεως. Ότι έκλεψε, βίασε και έσφαξε. Α, μπα, μπα, μπουτ σαντά. Άλλος φταίει, κι άλλος πληρώνει. Τσακίστηκα. Δεν πίστεψα τίποτα. Τον είχα ζήσει τον άνθρωπο. Ένα τρακαρισμένο παιδί ήταν, ένα φοβισμένο ζωάκι. (Από το μυθιστόρημα του Θωμά Κοροβίνη Ο Γύρος του Θανάτου).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ντάνα είναι η πουτάνα στα καλιαρντά, βασικά είναι ας πούμε κομμέ με ηχηροποίηση ένα πράμα (ή που είμαι επιστήμονας ή που είμαι παπαρολόγος). Ντανιά είναι η πουτανιά με την καλή έννοια, δηλαδή το νάζι και το σκέρτσο. Όπως ίσως έχετε ήδη καταλάβει, ντανιάρης είναι ο πουτανιάρης. Ο Ηλίας Πετρόπουλος το έχει στα Καλιαρντά (Αθήνα, 1971) με τη σημασία ναζιάρης εκ του ντανιά. Πιθανόν, όμως, να διατηρεί και τη σημασία του πουτανιάρη ως κομμέ και να είναι ευρύτερο από τα καλιαρντά. Τέσπα, ας πούμε ότι είναι ο ναζιάρης πουτανιάρης να τελειώνει η ιστορία.

Να μην τα πολυλέω βλέπω μπροστά μου ένα παιδί 1,80 μελαχροινό με γκρίζα σχιστά μεγάλα μάτια και κορμί φίδι να μου ζητάει να αναλάβει το σπίτι (καθαριότητα, πλύσιμο ρούχων, σίδερο κλπ) Στο 3-4 ρανεβού μας (ερχόταν 1 φορά την εβδομάδα) και ενώ της έχω δώσει κλειδιά γιατί έμενα μόνος και επέστρεφα σπίτι μεά τις 8 κάθε βράδυ την πετυχαίνω σπίτι να είναι στην κουζίνα και να με περιμένει. - Ενοιωθα μοναξιά μου λέει και ήθελα κάποιον να μιλήσω
- Ενα λεπτό λέω να κάνω ένα ντους και εντω μεταξυ δεν βάζεις και δύο ποτάκια να τα πούμε πιο χαλαρά. - Με το που βγαίνω μου κάνει πρόταση να μου κάνει μασάζ για να χαλαρώσω και έτσι πέφτουμε στο κρεβάτι. Λίγο το ποτό λίγο η μουσική ,λίγο το μασάζ ,ε δεν θέλει και πολύ ο άνθρωπος (καθότι και εργένης τότε και μέγας ντανιάρης). Μου κάνει ρε παιδιά ένα κρεβάτι θεϊκό ενώ τα είχα δει όλα και με το σώμα και με το πρόσωπο της. Μετά από ένα μήνα και αφού είδε και απόειδε με εμένα που μόνο κρεβάτι της έκανα, ενώ εκείνη ήθελε και βόλτες και σχέση και δέσμευση και εξασφάλιση τελικά (είχε μυριστεί χρήμα φαίνεται) μου λέει παραιτούμαι γιατί βρήκα άλλη δουλειά. (Ιστοριούλα από το Μπου)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κομμέ χαρακτηρισμός του αντιχουντικού, είτε πρόκειται για την παλαιάς κοπής χούντα με το χαρακτηριστικό γυαλί είτε για νεόκοπες εκδοχές τ. χούντα του μνjημονίου και τα ρέστα παγωτά.

- Αντιχού, τ' είν' τούτο; ο εξολοθρευτής της κουκουβάγιας; θα γελάει ο κόσμος με την παπαριά που ανέβασες πάλι! Ο ορισμός είναι λάθος και θα πρέπει να κατέβει, αφού πρώτα απολογηθείς.
- Κι όμως compañero, κάπου είδα μια ολόκληρη αναφορά στο νέτι...μισό...μούμπλε μούμπλε...έλα, τσίμπα ένα παράδειγμα:

"πες μας με ποιον είσαι και άσε τις αόριστες μαλακίες και αν δεν στηρίζεις κανέναν, πρότεινε λύση για να καταλάβουμε. Γιατί πολλά γράφεις αλλά σε βλέπουμε να συχνάζει και σε αρκετά εκλογικά κέντρα, μεγάλε, μοναδικέ, αποκλειστικέ, αντάρτη, αντιφά, αντιχού κτλ" (εδώ)

Βλ. επίσης: αντιφά, αντικρά, κ.ο.κ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified