Selected tags

Further tags

Στα καλιαρντά, η πουτάνα με αποκοπή της αρχής, όπως και στο τάνα, και μετά με ηχηροποίηση. Βλ. και ντανιά= πουτανιά.

Και τώρα μαέστροι γίναν στο πιασμάν
της πούλης μας, στο πρεζαντέ επάνου
και το τσουρνό το σέρνει ρουλεμάν
ντάνες εκαταντήσαμε, Χαβάη Κατελάνου.
(Από καλιαρντοστιχούργημα).

Η άλλη η ντάνα, που λέει ο Αυτοχτό, ετυμολογείται από το ιταλικό andana < λατινικό indago- inis = στοιχισμός, στοίβαγμα. Είναι, επομένως, ο,τιδήποτε στοιβάζεται, μεταξύ άλλων και παράταξη πλοίων που έχουν ελλιμενισθεί με σειρά ώστε το πλευρό του ενός να βρίσκεται δίπλα στο πλευρό του άλλου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θα σου τηλεφωνήσω.

Δεν πρόκειται απλώς περί συντομογραφίας, αλλά λέγεται πλέον έτσι ακριβώς και προφορικά (παίζει 2-3 χρόνια τώρα σίγουρα, μπορεί και παραπάνω).

-Θα μου πεις όταν είναι η ώρα;
-Ναι ρε, κουλ. Θα σου τηλ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παπιέ ντε τουαλλέτ, κωλόχαρτο, εξευγενισμένο όμως, ώστε να το χρησιμοποιούμε κάθε μέρα.

Περιφρονητικό και αυτό για πτυχία κλπ...

  1. - Αγάπη μου, μην ξεχάσεις τυρί, ρύζι, γάλα και ένα πακέτο όχαρτα.
    - Εντάξει μωρό μου...

  2. - Πέντε χρόνια πανεπιστήμιο και τι πήρα; Αυτό το όχαρτο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συντόμευση του κουράδα. Αναφέρεται σε κατηγορία του ηλικιακού group 17-23. Ευμεγεθής περιφέρεια, υψηλό ανάστημα, ελληνική ψυχή, μπλουζάκι polo/nautica/ralph lauren, χειμαρρώδες ταμπεραμέντο και ευγενής ενασχόληση με καπιταλοδεξιές φοιτητικές παρατάξεις.

Ενδιαφέροντα: Βόλτα με την μπέμπα, barbecue, συνομωσιολογικές συζητήσεις κατά εβραίων, μασόνων και υπερυπολογιστή των Βρυξελλών. Ουίσκυ και Καρράς.

Θα τον βρείτε: Balux, Sky Roof Garden, Θύρα 13. Μηνιαίο προσκύνημα σε Αράχωβα και Μύκονο για κράξιμο τρέντιδων.

Αυτή η ράδα κάθε βδομάδα τα ίδια.. Γυρνάει με χίλια από Πανταζή , πάει για βρώμικο στον Ληγούρα και πάντα αρχίζει τσαμπουκάδες και μανούρες! Μωρη ράδα...

Δες και κομμέ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα κομμέ είναι μια διάλεκτος παρόμοια με τα ποδανά σε ό,τι αφορά τη χρήση της. H ίδια η λέξη είναι η κομμέ version της λέξης «κομμένα».

Και εδώ τα χρησιμοποιούμε για να μη μας πάρουν χαμπάρι, αλλά το θέμα παίζει αλλιώς εδώ. Παίρνουμε τη λέξη που θέλουμε και την κόβουμε στην πρώτη συλλαβή συνήθως, ή όπου αλλού βολεύει προς αποφυγή μπερδέματος. Άμα τα συνδυάσουμε με τα ποδανά στον προφορικό λόγο, τότε το αποτέλεσμα είναι απλά ούμπερ!

  1. Ο Τα(κης) είπε ότι θα φέρει το κο(κό –κόκα δηλαδή) το βρά(δυ) για να γίνει σκηνικό...

  2. — Παίζει ο σφαγμέ(νος) ο ά(σσος);;
    — Μόνο ο διπλός ο νόζις.

  3. Και μου λε(ει) η μεναγκό δε γουστά(ρω) και τέτοια... Ε, α γαμή και λε πουλέ της λέω. Λασκύ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ζαριά πέντε δύο στο τάβλι, με σλανγκική αποκοπή.

Το poniroskylo είχε αναφέρει σε σχόλιο εδώ και την χαριτωμενιά: «Δαρείου και Παρυσάτιδος γίνονται πέντε δύο».

Ασίστ: Χότζας.

Δύο ταβλαδόροι παίζουν πλακωτό ανέμελοι σε μια γωνιά. Ο ένας τυχαίνει πέντε δύο στα ζάρια. Ευθύς ανακράζει:
- Και πολύ παιδί!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τεστοστερόνη για τους μπίλντερς. Οι εν λόγω κύριοι (και κυρίες βεβαίως βεβαίως) έχουν αναπτύξει μια ιδιότυπη steroid slang για να συνεννοούνται μεταξύ τους για θέματα τα οποία η μέχρι ξεράσματος υποκριτική ελληνική κοινωνία αρνείται να συζητήσει, επιμένοντας να παραχώνει τη σκόνη κάτω από το χαλί και να μπουκώνει το κεφάλι της στην άμμο ωσάν τη στρουθοκάμηλο...

Η τέστο διατίθεται και σε oral μορφή (χάπι), δραστικότερη όμως είναι σε μορφή ενέσιμη (injection, λέγε με και σουτάρισμα). Ως η κατεξοχήν ανδρική ορμόνη, η τέστο μεταμορφώνει σε μάγκα και το μεγαλύτερο μπουχέσα. Σε κάνει να πρήζεσαι, να γαμάς σαν πούστης, να μην κουράζεσαι κλπ. Προσοχή στα o.d.

– Tι νέα ψηλέ;
– Φίλε χτύπησα κάτι γαμάτες πρωτεΐνες και μέχρι το καλοκαίρι με βλέπω να 'χω τουμπανιάσει...
– Μ' αυτό το πλευρό να κοιμάσαι. Αγορίνα μου στο 'χω ξαναπεί: χωρίς τέστο, χαΐρι δε θα δεις ούτε σε δέκα χρόνια, που να χτυπάς τον κώλο σου κάτω. – Έλα ρε μαλάκα, τα παραλές..
– Αν είναι να συνεχίσεις μ' αυτά τα μυαλά, καλύτερα κόφ' τα βάρη και γύρνα το στο πλέξιμο...

Την πολλή τεστοστερόνη την βαριέται κι ο Stallone (από Vrastaman, 15/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύντμηση του μαλάκας για την χρήση του ως φιλική προσφώνηση, ή για να αποσπάσει την προσοχή, έτσι ώστε να ξεκινήσει μία συζήτηση. Χρησιμοποιείται επίσης ως επιφώνημα θαυμασμού ή και έκπληξης.

- Ε μαλά, τι ώρα είναι;

- Μαλά, τι έκανε ρε το παλληκάρι;

- Μαλά, έχασες χθες που δεν ήρθες, περάσαμε γαμάτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι μιλάνε όσοι βαριούνται να πουν ολόκληρες τις λέξεις. Ή για πλάκα. Δεν ξέρω τι ονομασία μπορεί να αποκτήσει αυτή η ιδιόλεκτος, πάντως είναι πολύ διαδεδομένη.

- Σού πω, δεν πα' να φέ' το κλεί' να φύ';
- Από' δεν πά' 'θενά.
- Και τι θα κά;
- Δεν ξε.

Βλ. και κομμέ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Λιακόπουλος. Μεταφορικά, αυτός που βλέπει παντού φαντάσματα, εξωγήινους και συνομωσίες.

- Ρε, το είδες αυτό εκεί ψηλά;
- Χαλάρωσε ρε Λιακό!

(από xaxac, 30/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified