Παλιά έκφραση του υποκόσμου και ήδη κοινότατης χρήσης: «Σε ξεγέλασα», «σ' έπιασα κορόιδο», «σε εκμεταλλεύθηκα», «σε νίκησα».

Αγνώστου ετύμου.

Συνώνυμα: «Σου την έστησα (τη μηχανή) », «σου την έσκασα» (βλ. στίχους «μέσα στου Μάνθου τον τεκέ»), «σου την κοπάνησα» (βλ. Κιτσάρας στέλνων το Ζήκο να πάει να δεί αν έρχεται, για να του φάει την καρέκλα), «σ' έπιασα κορόιδο / Κώτσο» κ.α.

Κλασικό παράδειγμα: «Τσικαμπούμ κι εγώ την έπεσα στη Βίκυ / σου την έφερα ρε κάλπικο ραδίκι (κ.τ.λ.)» από το τραγούδι «Τσικαμπούμ» του ομώνυμου δίσκου του Γιάννη Κούτρα.

-Ρε πώς γίνεται κι άλλαξε ο ρήγας θέση, αφού τον είχα δεί;
-Σου τη φέρανε ρε κορόιδο οι παπατζήδες, τρυκ είναι για να σου φάνε το εικοσάρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Περίεργο που δεν υπήρχε. Ωστόσο μια αρχική διερεύνηση του θέματος γίνεται στο λήμμα δε μασώ.)

Έχει δύο βασικές σημασίες:
α) Τσιμπάω, ψαρώνω, ήτοι «πείθομαι εξαπατηθείς να αποθαρρυνθώ».
β) Δεν τσιμπάω, δεν ψαρώνω, ήτοι «δεν πείθομαι, καίτοι εξαπατηθείς, να αποθαρρυνθώ».

Η πρώτη σημασία είναι σήμερα η επικρατέστερη. Λέμε ότι κάποιος «μασάει» όταν εκτιμά ότι οι πιθανές δυσκολίες ενός εγχειρήματος είναι ανυπέρβλητες, και τα παρατάει. Αλλά επίσης, όταν κάποιος πιστεύει ένα ψέμα που του λένε.

Λέμε ότι κάποιος «δε μασάει» όταν αντεπεξέρχεται στις δυσκολίες και τα καταφέρνει. Και ακόμη, όταν αντιλαμβάνεται ότι πάνε να τον εξαπατήσουν και δεν πιστεύει.

Με την πρώτη υποέννοια, του κατά πόσο αντεπεξέρχεται κανείς στις δυσκολίες, το «δε μασάω» είναι συνώνυμο του «δεν κωλώνω», δε φοβάμαι, τα καταφέρνω. «Μη μασάς» σημαίνει βάλε τα δυνατά σου, μπορείς (συνηθισμένη έκφραση για να εμψυχώσουμε κάποιον). «Αμάσητος»: αυτός που δε μασάει, σκληρό καρύδι, σκυλί. Επιτατικόν: «δε μασάω τον πούτσο μου».

Με τη δεύτερη, της ευπιστίας, «μασάω» είναι (περιέργως) συνώνυμο του τρώω, καταπίνω, χάφτω. Μάλιστα καταπίνω [κάτι] αμάσητο σημαίνει το πιστεύω αβασάνιστα (όπως το ψάρι καταπίνει το δόλωμα αμάσητο).

Παράλληλα, υπάρχει και η παλιότερη χρήση του όρου, που βρίσκεται σε υποχώρηση. Κατ' αυτήν, «μασάω» σημαίνει δε μασάω. Αν πούμε λ.χ. «κάτι τέτοια τα μασάω (και τα φτύνω)», εννοούμε ότι κάτι τέτοια δε με τρομάζουν, δεν ιδρώνει τ' αφτί μου. Συνώνυμο, επίσης σχετικά απαρχαιωμένο: κάτι τέτοια τα τρώω για πρωινό.

Πώς προκύπτουν τόσο αντιφατικές έννοιες για την ίδια φράση; Προφανώς, στην παλιότερη έννοια (μασάω = αντεπεξέρχομαι) υπονοείται ότι κάτι δεν είναι τόσο σκληρό για τα δόντια μου ώστε να μην μπορώ να το μασήσω. Αντίθετα στην πιο πρόσφατη (μασάω = δεν αντεπεξέρχομαι) κάτι είναι τόσο σκληρό που δεν μπορώ να το καταπιώ αν δεν το μασήσω.

Άλλες σημασίες:

-«Μασάω τα λόγια μου», ή «τα μασάω»: λέω μπερδεμένες και ασαφείς κουβέντες από αμηχανία, επειδή πάω να δικαιολογήσω τα αδικαιολόγητα. «Δε μασάω τα λόγια μου»: λέω τη σκληρή αλήθεια με το όνομά της.

-Όταν το φωτοτυπικό ή ο εκτυπωτής παθαίνουν εμπλοκή χαρτιού, λέμε ότι «μάσησαν» το χαρτί. Παλιότερα και τα κασετόφωνα μασούσαν τις κασέτες, και ακόμη παλιότερα οι γραφομηχανές τη μελανοταινία.

  1. (= φοβάμαι)
    - Καλά, είσαι σοβαρός που θα πας ειδικές δυνάμεις; Θα σου σκίσουν το κορμί, θα λιώσεις στο καψώνι!
    - Στ' αρχίδια μου. Μασάω εγώ ρε;

  2. (=μην πιστεύεις και τρομάζεις)
    - Καλά, είσαι σοβαρός που θα πας ειδικές δυνάμεις; Θα σου σκίσουν το κορμί, θα λιώσεις στο καψώνι!
    - Μη μασάς, άσ' τον να λέει. Μια χαρά είναι οι ειδικές δυνάμεις.

  3. - Πώς πάνε οι ειδικές δυνάμεις; Σου σκίζουν το κορμί; Έχεις λιώσει στο καψώνι;
    - Όχι ρε, χαλαρά. Κολέγιο είναι εδώ.
    - Γεια σου ρε αμάσητε!

  4. (= μην το πιστεύεις)
    - Ρωτήσαμε στο χωριό πού είναι το μονοπάτι για την κορυφή. Αλλά μας είπανε ότι έχει πολύ περπάτημα, δε βγαίνει εύκολα.
    - Σιγά ρε, μη μασάς. Εδώ οι γριές οι ντόπιες ανεβοκατεβαίνουν κάθε μέρα φορτωμένες με τα ξύλα, και δε θα πάμε εμείς;
    - Άλλο οι γριές οι ντόπιες. Αυτές είναι αλλιώς μαθημένες, δε μασάνε τον πούτσο τους.

  5. - Μαλάκα, σε βλέπω να τη χάνεις τη χρονιά. Πάλι λευκή κόλλα έδωσες;
    - Τον έψησα να μην τη μετρήσει.
    - Τι δικαιολογία του είπες πάλι;
    - Ότι πέθανε ο πατέρας μου σε ξαφνικό ατύχημα.
    - Το μαλάκα! Και μάσησε ο καθηγητής;
    - Ήμουνα πολύ πειστικός. Αμάσητο το κατάπιε.
    - Καλά μαλάκα, άμα θα 'ρθει ο πατέρας σου να πάρει τους ελέγχους, εκεί θέλω να σε δω μάγκα.

  6. (Με την παλιά σημασία):
    Ο τυπάκος ήρθε να μου πουλήσει τσαμπουκά, αλλά δεν ήξερε ότι κάτι σαν την πάρτη του τους μασάω και τους φτύνω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πίνω και μεθώ, ωχ αμάν. Πίνω αλκοόλ με σύστημα, με μεράκι, με σκοπό, με στόχο. Πίνω μερακλίδικα. Είμαι ψιλοαλκοόλα. Ή και τελειωμένος.

- Πού είναι ο Μάκης;
- Ε, στο μπαράκι και θα την πίνει, τι ρωτάς και συ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο της έκφρασης με πάει αίμα. Χρησιμοποιείται όταν θέλουμε να πούμε στον άλλον ότι κωλώνει να κάνει κάτι...

- Τσιλιό σε παει να πας να της πιάσεις τον κώλο.
- Αίμα μου πάει.

(από Vrastaman, 02/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κωλώνω να κάνω κάτι.

Συνώνυμο του με πάει τσιλιό.

- Αίμα σε πάει να της πεις ότι έχει ωραία βυζόμπαλα.
- Χέζομαι, ρε μαλάκα.

Στο 2,20 η "κυριολεξία" (λέμε τώρα) (από Galadriel, 02/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειρωνική (κυρίως) περιγραφή στην κατάσταση που έχει περιέλθει ο αντίπαλος στο τάβλι.

Χρησιμοποιείται όταν ο αντίπαλος φέρνει διπλές που αφενός men έχει τα τις παίξει μόλις και με τα βίας, αφετέρου the καταστρέφεται όλη του η στρατηγική στο ταβλικό πεδίο μάχης.

- Τριάρες...
- Τις έχεις!
- %$#^%$#

(από Fotis Nitsiopoulos, 10/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Πάτρα): Προορισμός νυχτερινής εξόδου. Συναντάται κυρίως ως ερώτηση «για πού την έχεις;»

Πέραν την αποκοπής της τελευταίας συλλαβής και κυρίως ο τονισμός της εναπομείνασας προ/παροξύτονης, που ακούγεται σαν γαλλικά (π.χ. η κληρού στο ναυτικό, καλημέ στα τσακώνικα, βλ. και εφτά νομά σ’ ένα δωμά, πώς να μπορέ να κλείσω μά κλπ, ενώ μετάφρα / η απόφα στα κουτσαβάκικα κλπ), το οποίον υφίσταται και στην ισπανοϊταλική (π.χ. profe στα ιταλικά αντί professore, porfa στα ισπανικά αντί porfavor, όπως και por αντί porque) ή των πρώτων συλλαβών (αναΐς < Παναής, λέας < εισαγγελέας κλπ), πλείστες εκφράσεις της ελληνικής αναφέρονται σε κάποιο θηλυκού γένους αντικείμενο-κατηγορούμενο, το οποίον συνήθως ελλείπει ή τρέπουν σε θηλυκό ένα αρσενικό ουσιαστικό ή επίθετο (π.χ. η προεδράρα / την κορόιδα μου κάνεις; / Πρωτάρα είσαι; κλπ). Π.χ.

  • Την έχω γαμήσει / βάψει
  • την έχω κάτσει (εδώ εννοείται μάλλον η βάρκα)
  • την έχω δει, την είδα
  • την άκουσα
  • την κάνω
  • είμαι στην ψαχτική (ψάχνομαι)
  • τηλεφωνική (χρησιμοποιείται με τα ρήματα ξηγιέμαι / σκάω / πέφτει κλπ), κ.ο.κ.

    Συνήθως αυτές οι εκφράσεις συμπληρώνονται νοηματικά κάπως αόριστα με τις λέξεις φάση / κατάσταση / ιστορία κλπ, όπως και οι λίγες ελλειπτικές σε ουδέτερο (βλ. το’ χεις ξεφτιλίσει, το γαμήσαμε και ψόφησε, το συζητάμε, να το τραγουδήσουμε, ζωγράφισέ το κλπ) με τις λέξεις θέμα / παραμύθι / κέρατο / πράγμα κλπ.

Αξιοσημείωτο είναι επίσης ότι το ίδιο γίνεται και στις ελλειπτικές εκφράσεις της ιταλικής και ισπανικής, π.χ.

  • La has cagao (ισπανικά = τη γάμησες)
  • Te la comes (ισπανικά = τον ήπιες -εδώ εννοείται ο πούτσος σε θηλυκό δηλ. την έφαγες την ψωλιά).
  • Me la facio (ιταλικά = την κάνω), κλπ.

    Τώρα, περί ποίας γυναικός ο λόγος, απορία μουεζίνου βήξ...

Τέλος, χρησιμοποιούνται ειδικά στην ιδιαίτερα ειρωνική κι επιθετική πατρινιά αργκό (π.χ. η έκφραση «τί έχουμε;» με ταυτόχρονη ημιπεριστροφή του καρπού με προτεταμένο αντίχειρα και δείκτη, ακολουθούμενη σχεδόν πάντα από κλωτσομπουνίδι), εκτός από την εκτεταμένη χρήση του θηλυκού αντικειμένου-κατηγορουμένου ή ουσιαστικοποιημένου επιθέτου και οι μεμονωμένες λέξεις-προσφύματα «για» / «σε» / «ότι», σε ελλειπτικές αργκοτικές προτάσεις. Π.χ.

  • Σοβαρή; / σε σοβαρή; (Αντί «σοβαρά;»)
  • Σε δεκάλεπτη (αντί «σε περιμένω σε ένα δεκάλεπτο»)
  • Σε πολλά γέλια
  • Σε σχέδια (=κάνω παιχνίδι)
  • Ότι μάγκας κι έτσι (ειρωνικά)
  • Ότι τί; (επιθετικά)
  • Ότι; (τί μου λες τώρα;)
  • Ότι ας πούμε; Ότι τέλος πάντων; Ότι ξέρω ‘γω; (ειρωνικά για τον και καλά)
  • Για κλωτσές (λέγεται και αλλού)
  • Για κατακέφαλα (όπως λένε), κλπ.

    Υπάρχει και ρεμπέτικο τραγούδι, που περιλαμβάνει την ελλειπτικότατη πρόταση «...για να μαύρο...», παραλείποντας αυτήν τη φορά το ίδιο το ρήμα (=για να πιώ), που δημιουργεί ευτράπελους συνειρμούς κλίσης του ρήματος (εγώ μαύρω, εσύ μαύρεις κλπ), όπως Κολοκοτρώνω, Κολοκοτρώνεις, Κολοκοτρώνει κλπ (βλ. «Πολίτικη κουζίνα»)!

Όλα τούτα βέβαια, είναι ένα γλωσσικό παιχνίδι λιτότητας-ελλειπτικού λόγου, όπου τα ευκόλως εννοούμενα (για τους μεμυημένους) παραλείπονται. Δεν είναι πάντα έτσι όμως. Ο αμερικάνος στο Μιλγουώκι, είχε φάει τέτοιο σκάλωμα με μια Wendy, που χτύπησε ταττού τ’ όνομά της στον πούτσο του. Όταν σε κάποιο δημόσιο ουρητήριο όμως, πήρε το μάτι του την ψωλή ενός νέγρου, που κατουρούσε παραδίπλα κι είχε ένα W στην αρχή κι ένα Y στο τέλος, θόλωσε απ’ τη ζήλια του, αφού νόμισε πως η γκόμενά του τον απατούσε (πόσες Γουέντες έχει στο Μιλγουώκι;) και ζήτησε απ’ τον τύπο να καθαρίσει τη θέση του. Ο μαύρος τότε αμίλητος, τσίτωσε την ζαρωμένη επιδερμίδα της τσαπούς του, που έγραφε «Welcome to the Bahamas-have a nice holidaY»!

- Άλα της! Τί παλτουδιά μου’ σαξες αγορίνα μου; Για πού την έχεις;
- Είμαι για πάρτυ στης Βέας, έρχεσαι; Είναι ανοιχτό!
- Σε παρτάκι; Μέσα!

Το συγκρότημα Yo la tengo (=την έχω. Λέγεται ότι προέκειψε από σχετική αναφώνηση παίχτη baseball που πήγαινε να πιάσει μπαλιά) (από Jonas, 19/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι σίγουρη η αίσια έκβαση του εγχειρήματος. Το κατέχεις σε πολύ μεγάλο βαθμό. Είσαι μεγάλος. Είσαι κάστορας και στα τσιμπούκια μάστορας. Θα πετύχεις το σκοπό για τον οποίο σε αβαντάρουμε.

Φράση μάλλον μπασκετική, που πέρασε και στην καθημερινότητα. Οι εκφωνητές αναφέρονταν στο αν θα ευστοχήσει ο παίκτης ή όχι, βάση των στατιστικών του. Χαρακτηριστική φράση ήταν για παράδειγμα «από αυτή την απόσταση το έχει το σουτ», που σήμαινε ότι συνήθως δεν αστοχεί από τη συγκεκριμένη απόσταση.

Στο πρώτο πρόσωπο χρησιμοποιείται για να δώσουμε σιγουριά στον συνομιλητή (ο οποίος, για κάποιο λόγο, την χρειάζεται), ότι είμαστε εξπέρ σε κάποιο τομέα. Σε δεύτερο πρόσωπο το λέμε συνήθως για να πωρώσουμε κάποιον, που πάσχει από έλλειψη αυτοπεποίθησης, ενώ δεν θα έπρεπε.

Η σλανγκιά πέραν της χρήσης της έκφρασης, έχει να κάνει με τον πλεονασμό (στην σύνταξη), δηλαδή βάζουμε την αντικατάσταση, αλλά μετά βάζουμε και το αντικείμενο που αντικαταστήσαμε. Ένας πλεονασμός που δένει νοηματικά με τη σιγουριά και την πώρωση που αναφέρθηκαν παραπάνω.

  1. - Ρε μαλάκα, αυτή απέναντι με κοζάρει ώρα τώρα. Είναι Γαλλίδα. Προηγουμένως πέρασα από εκεί και την άκουσα.
    - Ωραία φαίνεται. Τον έχει τον ευρωπαϊκό αέρα της. Γιατί δεν πας να της μιλήσεις, να εξασκήσεις και τα s'il vous plaît;
    - Κωλώνω λιγάκι.
    - Έλα μωρέ, αφού το έχεις το γαλλικό! Τράβα να τιμήσεις τη φήμη του έθνους! Την έχεις τη γκόμενα που σου λέω. Κοντεύει να στραβολιγκιάσει η κοπέλα, όση ώρα μιλάμε. Τώρα το πρόσεξα κι εγώ.

  2. - Σκέφτομαι να αρχίσω να πουλάω πράγματα μέσω διαδικτύου. Αλλά πρέπει να βρω κάποιον που να ξέρει.
    - Με προσβάλλεις... Τι κάνουμε εμείς; Κριτσίνια σπάμε;
    - Δεν μου είχες πει ότι ασχολείσαι. Και ξέρεις καλά;
    - Στηρίξου πάνω μου. Το έχω σου λέω. Τελειώνω τώρα το σάϊτ ενός φίλου και μετά πιάνω εσένα.

  3. - Μαστρο Ντίνο, ποιος θα ανέβει στο στύλο της ΔΕΗ;
    - Ο Σαράντος.
    - Το έχει;
    - Σπάιντερμαν τον λέμε. Κάτσε να δεις. Ρεεε Θύμιο, φώναξε μου τον σπάιντερμαν σε παρακαλώ.

(από electron, 22/09/09)

βλ. και λήμμα τό 'χω περασμένο για την σημασία που δίνεται προς το τέλος του ορισμού

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που χρησιμοποιείται κυρίως από άτομα που έχουν κάνει χρήση ουσιών. Επίσης χρησιμοποιείται και όταν κάποιος πλήττει από βαρεμάρα.

- Μάγκα μου πολύ πρηξαρχίδω η καινούρια καθηγήτρια. Δυο ώρες μιλάει συνεχόμενα.
- Άσ' τα, την έχω ακούσει.

(από Khan, 30/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει την απόγνωση, την υπερβολική κούραση, τη ζαλούρα. Λέγεται όταν είμαστε στα όρια της αντοχής, ψυχικής ή σωματικής.

  1. Πότε φτάνουμε, ρε μαλάκα; Τα'χω παίξει!

  2. Μαλάκα τελείωνε με το τηλέφωνο, θα τα παίξω!

  3. Τα 'παιξα με τη γκόμενα. Της λέω «Να κεράσω ένα ποτάκι;» και μου λέει: «Σπίτι σου ή σπίτι μου;»!

Παιγμένος (από panos1962, 05/11/09)

Βλ. και παίζω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified