Further tags

Πεθαίνω, αχρηστεύομαι (για αντικείμενα).

«Και τώρα σας δίνω ένα νέο το οποίο ίσως γνωρίζετε ήδη, ότι αυτός ο άθεος, αυτό το μεγάλο κάθαρμα ο Βολταίρος, τα τίναξε σαν το σκυλί, για να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους, σαν το ζώο - αυτή είναι η ανταμοιβή του!». (Μότσαρτ, απο το Βήμα)

Από την έκφραση τινάζω τα πέταλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Στη φράση τα χαλάω με κάποιον: παύω τη σχέση μου (ερωτική, επαγγελματική) με κάποιον. Αντώνυμο: τα φτιάχνω.

  2. Στεναχωρώ. Ειδικότερα στην παθητική φωνή, χαλιέμαι: επηρεάζομαι αρνητικά απο ποτό/ουσίες. Δες και δεν σε χάλασε (καθόλου).

  3. Σκοτώνω (αργκό που μαθαίνουμε από παλιό καλό ελληνικό κινηματογράφο).

1.- Καλά ρε μαλάκα, τα χάλασες με την Πιπίτσα;
- Ε δεν πήγαινε άλλο με το μπίρι-μπίρι της. Σαν να τά 'χα με τη θειά μου ήταν.

  1. ΚΟΥΛΗΣ (παίρνει τον γάρο, τραβάει μια τζούρα, μιλάει μέσα απ'τον καπνό): Εγώ πάντως ρε σεις, ειλικρινά, χαλάστηκα πολύ που πέθαν' ο Χριστόδουλος να 'ούμε...
    ΤΟΥΛΗΣ: Σ' το 'πα ρε ζοβιόλη, κόφτο να 'ούμε... Αφού σε χαλάει, δεν το βλέπεις...;

  2. Πού πας μονάχος σου ωρε Παναή; Θα σε χαλάσουνε!

(από poniroskylo, 18/04/08)(από Galadriel, 12/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα χρειάζομαι.

Ήταν πολύ γερό το τρακάρισμα... Τα είδα όλα... Ευτυχώς τελικά δεν έπαθα τίποτα...

(από jesus, 08/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Στη φράση τον/την παίζω (ενν. τον πούτσο / την πούτσα, αλλα χρησιμοποιείται ως αμετάβατο): αυνανίζομαι.
    Συνώνυμα: τραβάω μαλακία.
    Μεταφορικά, βαριέμαι, τεμπελιάζω. Συνώνυμα: τα ξύνω.

  2. Ως απρόσωπο ρήμα παίζει: (α) είναι πιθανό, ενδέχεται, μπορεί (β) είναι δυνατό, είναι εφικτό.
    Συνώνυμα: γίνεται.

  3. Φλερτάρω, ερωτοτροπώ.

  4. Στη φράση το παίζω (μεταβατικό): παριστάνω, προσποιούμαι.

  1. Ως πότε θα κάθεσαι και θα τον παίζεις απ' το πρωί ώς το βράδυ ρε μαλάκα; Τριάντα χρονώ γαϊδούρι; Πιάσε καμιά δουλειά να γίνεις άνθρωπος.

2.(α) Παίζει να 'ναι εκεί κι' η Φιλιώ με την ξαδέρφη της το θεόμουνο.

(β) - Στάξε κάνα πενηντάρι ρε φίλε που μου λείπει να πάρω κάνα πακέτο τσιγάρα...
- Μπα φίλε, δεν παίζει.

  1. - Και τη σούταρες έτσι, στον πρώτο μήνα;
    - Ε τι να κάνω ρε συ, να την βλέπω να παίζει με τον κάθε μαλάκα όπου την πάω; Δηλαδή πώς την είδε; Μας έχει καβάτζα και ό,τι γουστάρει κάνει; Δεν κατάλαβε καλά...

  2. Τι έγινε ρε φίλε; Έρχεσαι στο μαγαζί μου, γίνεσαι λιώμα, τα ρίχνεις στη γκαρσόνα σαν καραγκιόζης και πας ν' αφήσεις και πιστόλι απο πάνω; Μάγκας μας το παίζεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεγαλοπιάνομαι, έχω μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μου. Χρησιμοποιείται και με κατηγορούμενο.

Συνώνυμα: παίρνω/τραβώ ψηλά τον αμανέ.

Απο τότε που έκανε την έκθεση στην Αθήνα την έχει δει κι' εγώ δεν ξέρω πώς. Μας βλέπει στο δρόμο και δεν μας μιλάει και τριγυρνάει με φουλάρια αλα Παπάζογλου. Και ζήτημα είναι αν ξαναζωγράφισε απο τότε.

Δες ακόμη: πώς την είδες;, τουπέ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Στη φράση το σκάω: (α) αποδρώ, ξεφεύγω, εξαφανίζομαι (β) ανάβω στριφτό τσιγάρο (με χασίσι).
  2. Εμφανίζομαι, έρχομαι, καταφτάνω.
  3. Πλήττω, βαριέμαι.
  4. Ανυπομονώ.
  5. Ζεσταίνομαι υπερβολικά.
  6. Παύω να μιλάω. Συνώνυμα: το βουλώνω, κάνω τουμπεκί/μόκο. Προστακτικά: σκάσε!, σκασμός!, βγάλε το σκασμό!.

1α. Το έσκασαν με ...ελικόπτερο: Κινηματογραφική απόδραση του Β. Παλαιοκώστα και Αλβανού κακοποιού από τον Κορυδαλλό (news.in.gr)

1β. Στη σειρά σου φιλαράκι, ο στρίβων και σκάζων.

  1. Και ξαφνικά σκάει ο Σάκης με τρείς μπουκάλες βότκα. Μέσα σε μισή ώρα είχαμε γίνει γκολ.

  2. Έσκασα όλη μέρα στο σπίτι. Πάμε για κάνα καφέ;

  3. Θα μου πεις τελικά τι παίχτηκε με τη Μάρω και τον Βαλέ; Με έσκασες!...

  4. Καλά ρε μάνα, έξω σκάει ο τζίτζιρας και μ' άνοιξες και το καλοριφέρ, γαμώ το αλτσχάιμερ σου γαμώ;

  5. Ρε Μαρίκα, θα σκάσεις καμιά φορά ν' ακούσουμε και καμία είδηση με την ησυχία μας;...

(από Galadriel, 18/05/14)

Για τη σημασία 1, δες και σχήμα γνωστού αγνώστου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Την πατήσαμε, την φάγαμε.

- Περάσαμε με κόκκινο και πίσω μας είναι μπατσάδικο...
- Την κάτσαμε...

Δες και τη γαμήσαμε τη βάρκα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έρχομαι σε κατάσταση νιρβάνας.

Ήπιε τόση πολλή νταφού χτες που την άκουσε κανονικά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γνωστή παραλλαγή του, συνήθης εις την Κρήτη: με πάει κοπίδι

(λείπει)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που προέρχεται από τον (ένδοξο) νεο-ελληνικό στρατό και χρησιμοποιείται για να δηλώσει τον υπερβολικό φόρτο εργασίας - δραστηριοτήτων (στην περίπτωση του στρατού, των υπηρεσιών).

- Πώς πάνε ρε οι υπηρεσίες;
- Άσε, με πάει αίμα (ή με έχει πάει αίμα, δηλαδή έχω συνέχεια υπηρεσία)...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified