Further tags

Επιπλήττω, κατσαδιάζω, κάνω παρατήρηση.

Ηρθε ο γείτονας και μου την είπε γιατί πάρκαρα μπροστά στό σπίτι του.

Πρόσεχε ρε μαλάκα πώς βάζεις τα σερβίτσια, θα μας την πούνε (οι πελάτες, το αφεντικό - γενικά).

Κάθε πρωί έρχεται και μου τη λέει για το γραφείο μου, οτι ειναι λέει ακατάστατο, οτι αφήνω σημαντικά έγγραφα φόρα παρτίδα, μου γαμάει τη μέρα και φεύγει.

Η έννοια σας δέν είναι να γίνει η δουλειά σωστά, αλλά να μη σας την πούνε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η δήλωση μιας κοπέλας για το τι κάνει με τα χύσια αφότου τελειώσει τον στοματικό έρωτα.

- Δηλαδή εσύ Σούλα, τα καταπίνεις ή τα φτύνεις;
- Ίουυυυ, τα φτύνω φυσικά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη μαζεύω προέρχεται από το αρχαίο ὁμαδεύω, δηλαδή συγκεντρώνω. Βάζοντας την λέξη «τις» μπροστά, εννοούμε πως μαζεύουμε φάπες, κλωτσιές, μπουνιές, μάπες κ.ο.κ. - που είναι όλα θηλυκού γένους, όπως λ.χ. η κλωτσοπατινάδα. Ωστόσο η φράση «τις μαζεύω» συνδυάζεται και με λέξεις που ανήκουν σε άλλο γένος (πχ «κουτουλίδι» βλ. παράδειγμα).

- Ο νεοναζί τις μάζεψε τελικά.
- Σοβαρά; Τι έγινε δηλαδή;
- Την ώρα που τραμπούκιζε έναν πακιστανό στα φανάρια, βγήκε ένας οδηγός και τον άρχισε στα κουτουλίδια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνάπτω ερωτική σχέση με κάποιον, τα φτιάχνω. Έχει κυρίως αρνητική σημασία: ο ομιλών εκφράζει την αποδοκιμασία του για την σύναψη του δεσμού, για τον/την σύντροφο ή και για τα δύο.

Κάπως παλιομοδίτικο και ελαφρώς θείτσικο.

Βλ. και σχήμα γνωστού αγνώστου.

  1. Από εδώ:

ΣΟΚ! Η Nicole Kidman τα «έμπλεξε» με κατάδικο και γέμισε μώλωπες μετά από μια παθιασμένη νύχτα!!!

  1. Από εδώ:

Η «δασκάλα της χρονιάς» τα έμπλεξε με 15χρονο μαθητή.

  1. Από εδώ:

Μετά χωρίσαμε βέβαια, γιατί εγώ πήγα και στρατιώτης. Εκεί πού υπηρετούσα έμαθα ότι η κοπέλα αυτή τα είχε μπλέξει με κάποιον άλλο, για λίγο καιρό βέβαια αλλά μετά χώρισε…

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει απλά ότι εκνευρίζω κάποιον.

Προέρχεται από την διακοπή της στύσης στον άντρα λόγω λανθασμένης κίνησης της γυναίκας που προκαλεί «σπάσιμο».

Μου τη σπάει που όλοι κερδίζουν αμορτί εκτός από μένα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλαξε η τύχη μου, μόνιμα ή περιστασιακά. Κοινώς, ήμουνα τυχερός/κωλόφαρδος σε κάτι που συνέβη.

- Ποιος ήταν στο τηλέφωνο;
- Ρε φίλε με πήρανε τηλέφωνο από την εφημερίδα. Δεν το πιστεύω, κέρδισα το scooter που δίνανε δώρο στις γιορτές!
- Άντε, σου 'φεξε πάλι μαλάκα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση κάπως περιθωριακή κοινωνικά που σημαίνει «έχω στο σπίτι μου, διαθέτω». Κυρίως για ευτελή αντικείμενα ή αναλώσιμα. Συνήθως προηγείται αίτησης να το δανείσει ο άλλος το πράγμα.

  1. Σου βρίσκεται λίγη ζάχαρη... να κάνω ένα καφέ του άντρα μου, γιατί ξέμεινα;

  2. Σου βρίσκονται δυο αυγά... μέχρι να πάω να πάρω; Μέχρι ν' ανοίξουν τα μαγαζιά;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περνάω πολύ καλά, καραγουστάρω.

Έκφραση γνωστού αγνώστου τουλάχιστον της δεκαετίας Ογδόντα, που σήμερα εκλείπει –αν και ακούγεται πότε-πότε ελλειπτικά ως (περνάω) ψώνιο.

  1. Μπουρνάζι, Τέσσερις Εποχές, ταβέρνα με πρόγραμμα, την κάναμε ψώνιο μια Πέμπτη, τα σπάσαμε, φτηνά και απίθανα, κι ένας τραγουδιστής ονόματι Αντώνης Καλατζής, ταπεινός και γλύκας, όλα τα λεφτά... μα όλα... (απο Άθενς Βόις)

  2. Δεν θα ξεχάσω την πρωτοχρονιά του 1977 που μαζεμένοι στο ρεβεγιόν που έκανα σπίτι, όλοι οι φίλοι γούσταραν απεριόριστα και μάλιστα ο καλός φίλος Nίκος έφερε και το «The Time is Now» του 1974 και την κάναμε ψώνιο. Εποχές τότε... (απο κριτική στο Μίκ)

  3. Δέν είχαμε κάνει οτοστόπ, ο οδηγός ηταν γνωστός της Μιμής και μας άφησε στην Άσσο, στη μέση ενός γιαπωνέζικου τοπίου με ανθισμένες αμυγδαλιές. Απέναντι, ο όρμος έκλεινε μ' ένα άψογο τριγωνικό λοφάκι, φυτεμένο στη μέση της θάλασσας. [...] Ήπιαμε καφέ δίπλα σ' ένα κανόνι που δυστυχώς δέν έριχνε [...]. Έγινε κι' ένα τσιγάρο, στα γρήγορα. Το μεσημέρι έπαιρνε την κάτω βόλτα, σκέφτηκα οτι η Μιμή με είχε καμακώσει κανονικά κι' αυτό δέν μου άρεσε πολύ, την έκανα ψώνιο όμως με την Άσσο, με το απόγευμα που έμπαινε ορμητικό και κεφάτο. [...] Νοικιάσαμε ένα δωμάτιο στο πέλαγος. Το δέρμα της Μιμής είχε την ποιότητα του μεταξιού, ήταν αλήθεια όλα αυτά που συνέβαιναν σε μερικά βιβλία. [...] Έβγαινε μια αίσθηση χαμένης οικειότητας, αυτό ηταν το κόλπο οταν άγγιζες τη Μιμή. «Την έκανα ψώνιο». «Κι' εγώ, αλλα αργήσαμε». (Χ. Βακαλόπουλος, «Οι πτυχιούχοι», 1984)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάνω μπάφο.

  1. Πλησιάζει ο τυπάς στο περίπτερο (σ.ς. : τότε ήταν μόδα τα αυτοκόλλητα Πόκεμον) και λέει στον περιπτερά:
    - Μάγκα, έχεις χαρτάκια;
    - Πόκεμον;
    - Τι Πόκεμον; Να πιούμε θέλουμε, να πιούμε...(ενώ ταυτοχρόνως χτυπούσε παραστατικότατα την ανάποδη του ενός χεριού στην παλάμη του άλλου)
    (σ.ς. περιστατικό που συνέβη περί το 2001-2002)

  2. - Που έχει χαθεί ο Γιάννης ρε;
    - Άστα! Έχει έρθει ένας ξάδερφος του από Πύργο και έχουν κλειστεί στο σπίτι και όλη μέρα την πίνουνε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περίπτωση στην οποία επιχειρούμε να κάνουμε κάτι και παρότι οι πιθανότητες δεν είναι με το μέρος μας, είμαστε γενικώς στα παπάρια μας, καθότι δεν έχουμε να χάσουμε και τίποτα.

- Έπαιξα άσσο την Μπάρτσα και διπλό την Άστον Βίλα.
- Διπλό την Άστον Βίλα; Αφού παίζει με τη Σίτυ εκτός.
- Ε, μπας και κάτσει ρε, 10 απόδοση δίνει.

- Θα χωθώ στη Μαίρη μπας και κάτσει.
- 10 πόντους σου ρίχνει με το τακούνι αλλά στ' αρχίδια σου, αφού έχει πιει δοκίμασε το.

(από HardcoreGR, 15/04/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified