Further tags

Ατάκα από ανέκδοτο η οποία, όπως και πολλές άλλες (π.χ. βλέπε εδώ), έχει αυτονομηθεί. Λέγεται εύστοχα για να δείξουμε ότι κανένα νόημα δεν έχει να μπαίνουμε σε κόπο για κάτι το οποίο είναι ούτως ή άλλως χαμένο από χέρι - αλλά και να μην ήταν, βαριόμαστε τόσο πάρα πολύ που πάλι δεν θα κάναμε τίποτε.

Τέσπα, το αρχικό ανέκδοτο πάει κάπως έτσι - Δυο τραβεστί συζητούν το μέγα θέμα αν ομοφυλόφιλος γίνεσαι ή γεννιέσαι. Και λέει η πρώτη:
- Καλέ, Στάσα μου, γεννιέσαι, γεννιέσαι. Είναι βέβαιον. Διότι εγώ, ξέρεις, από αυστηρή οικογένεια κι αυτά, αλλά από τριων χρονών παιδί πού μ' έχανες πού μ' έβρισκες, στα συρτάρια της μαμάς να προβάρω τις κομπινεζόν και τα πασουμάκια με τα τακούνια και να καμαρώνω με τις ώρες μπροστά στον καθρέφτη. Τι ήξερα μικρό παιδί; Μέσα μου το είχα - έμφυτο.
- Εγώ πάλι, Σούλα μου, τι να σου πω; Νομίζω ότι δεν γεννιέσαι, έρχονται έτσι τα πράγματα, κάτι αλλάζει και γίνεσαι. Πάρε μένα - μέχρι τα δώδεκα τίποτα δεν ήξερα, του κατηχητικού, χαμπάρι δεν είχα από τέτοια ...
- Έ, και στα δώδεκα τι έγινε;
- Έ, στα δώδεκα πήγα το καλοκαίρι στο χωριό και βγαίνω στα χωράφια να μαζέψω λουλουδάκια ... να κουράστηκα, ξάπλωσα στο χορτάρι, και κει που μ' έπαιρνε ο ύπνος έρχεται ένα παιδί απ' το χωριό - αααχχχ, ένα ωρρρραίο παιδί - ε, κι έρχεται έτσι από πίσω ... ε, και να μη στα πολυλογώ, τό 'μαθα και καλόμαθα ... γίνεσαι, Σούλα μου, γίνεσαι ...
- Καλά, μωρή, δώδεκα χρονώ ήσουνα κι έρχεται ο άλλος να στη μοστράρει και δεν κάνεις τίποτα ... γιατί δεν σηκώθηκες να τρέξεις, να φύγεις;
- Έ, πού να τρέχεις τώρα στα χωράφια με τα τακούνια ...

- Μας περιμένουν οπωσδήποτε απόψε στο Φολί, Γιάννη μου, άντε κουνήσου, κάνε ένα μπάνιο να πάμε.
- Άσε ρε Θώμη, πού να τρέχεις τώρα στα χωράφια με τα τακούνια ... Μια απ' τα ίδια θα είναι ... Κι έχει και μπάσκετ στην τηλεόραση ... Άραξε ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ακόμη μία ατάκα από γνωστό ανέκδοτο που αυτονομήθηκε και ζει μόνη της, έχοντας κάνει τη μικρή προσωπική της επανάσταση. Χρησιμοποιείται για να τονίσει την μεροληπτική στάση κάποιου σχετικά με μία κατάσταση όπου υπό ΚΣ θα έπρεπε να τηρεί πολιτική ίσων αποστάσεων.

Το ανέκδοτο:
Σαμ: Ωραία φάρμα ρε Τζο, μπράβο σου.
Τζο: Ευχαριστώ Σαμ, δουλεύω πολύ αλλά αξίζει τον κόπο τελικά.
(έρχονται μπροστά τους 2 αγελάδες, μία άσπρη και μία μαύρη)
Τζο: Να, για παράδειγμα, η άσπρη αγελάδα που βλέπεις βγάζει 50 λίτρα γάλα τη μέρα.
Σαμ: Τι λε ρε παιδί μου; Μπράβο. Και η μαύρη;
Τζο: Ε, κι η μαύρη κάπου τόσα βγάζει. Και η άσπρη αγελάδα, αν την πουλήσω για κρέας, μπορεί να πάρω και 2500 δολάρια.
Σαμ: Ουάου. 2500 δολάρια, ε; Και η μαύρη, πόσο πιάνει;
Τζο: Και η μαύρη 2500 δολάρια θα πιάσει περίπου. Επίσης, η άσπρη η αγελάδα, αν πουλήσω το δέρμα της μόνο, θα πάρω και 500 δολάρια.
Σαμ: 500 δολάρια; Απίστευτο. Και η μαύρη;
Τζο: Ε, και από τη μαύρη τόσα θα πάρω.
Σαμ: Καλά ρε Τζο, γιατί την άσπρη αγελάδα την αβαντάρεις τόσο και τη μαύρη την έχεις στο κλάσιμο;
Τζο: Μα η άσπρη είναι δικιά μου.
Σαμ: Και η μαύρη;
Τζο: Και η μαύρη δικιά μου είναι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είμαι μπασίστας ή ντράμερ (ροκ αργκό, από δημοφιλές ανέκδοτο).

— Θέλω να φτιάξω καινούργια μπάντα εδώ και μισό χρόνο ρε να πάρει, έχω πρώτη κιθάρα –τρελός σολίστας ο τύπος, σου μιλάω, παίζει τις κάλτσες του· έχω βρει και τύμπανα· ένας παπάρας μπασίστας μου λείπει.
Κλασικά. Δύσκολο να βρεις άνθρωπο να κάνει παρέα με μουσικούς το σήμερον ημέρα.

(από jesus, 26/11/09)παρά τις αυτοκτονίες (βλ.σχόλια) τα κυρήγματα μίσους συνεχίζονται (από xalikoutis, 24/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ατάκα παλιού και πασίγνωστου ανεκδότου, η οποία πλέον αυτονομήθηκε σύμφωνα με το πνεύμα των καιρών και υφίσταται ως ξεχωριστή και επίσημα αναγνωρισμένη οντότητα, χρησιμοποιούμενη για να περιγράψει μία κατάσταση όπου το υποκείμενο κουρντίζεται και φτιάχνεται μόνο του για κάτι χωρίς να υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις ότι αυτό που τον καίει θα στραβώσει.

Για όσους έζησαν τα προηγούμενα χρόνια σε μία γυάλα και δεν γνωρίζουν το ανέκδοτο, τύπος μένει από λάστιχο μέσα στο δάσος μαύρα μεσάνυχτα και δεν έχει γρύλο για να σηκώσει το αυτοκίνητο. Βλέπει ένα αγροτόσπιτο στα 500 μέτρα και ξεκινάει.

Όσο περπατάει σκέφτεται και μονολογεί: «Αγροτόσπιτο είναι, σίγουρα θα έχει εργαλεία. Δε μπορεί, ένα γρύλο θα έχει. Για φαντάσου να έχει γρύλο και να μη τον δίνει. Εγώ να το δανειστώ για μισή ώρα θέλω, δεν θα του τον πάρω. Ρε τον πούστη, τον αρχιτσιγκούναρο. Σιγά ρε μπαγλαμά μη σου φάω το γρύλο. Αλλά πρέπει να πέσεις εσύ στην ανάγκη μου να σου σιάξω εγώ τη γραβάτα. Μα τι μάρκα μαλάκας είναι αυτός; Βραδιάτικα να μη βοηθάει, που κανονικά θα 'πρεπε αυτός να έρθει και να αλλάξει το λάστιχο, ο μαλάκας. Αλλά φταίω εγώ που κάθομαι και παρακαλάω».

Χτυπάει την πόρτα και μόλις ανοίγει ο χωρικός, του λέει «ρε άι σιχτίρ κι εσύ κι ο γρύλος σου».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξενέρωτη αστεΐστικη παραλλαγή της λέξης πούτσες.

Θυμόσαστε εκείνο το παμπάλαιο ηλίθιο ανέκδοτο με την έκφραση «Πίτσες από την Βιλγαρία»; Από κει είναι η λέξη. Όποιος θυμάται το ανέκδοτο θα καταλάβει καλύτερα. Επίσης μπορεί να το προσθέσει εδώ γιατί δεν το θυμάμαι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified