Selected tags

Further tags

Ο τυπάς και μερικές φορές ο μάγκας.

Κλασικός γιαννιώτικος ιδιωματισμός της περιοχής του κάστρου Ιωαννίνων.

Εεεε, τον τζε... πολύ τζες ο τύπος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καθώς η λέξη λέγεται πολύ στην περιοχή των Ιωαννίνων, ενίοτε σημαίνει τον Γιαννιώτη, τον κάτοικο της περιοχής Ιωαννίνων, όπως τον χαρακτηρίζουν οι μη Γιαννιώτες, που χρησιμοποιούν την λέξη είτε καθόλου, είτε λιγότερο, λ.χ. στον στρατό. Βλ. και Τζεδούπολη.

Άντε να πάρω την μετάθεση να φύγω από τους τζέδες, γαμώ τον Αλη-πασά μου μέσα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκ προστακτική του πιάνω, δηλαδή βάζω κάτι στο χέρι μου, στη παλάμη μου, εγχειρίζω, χουφτώνω. Αντί του «πιάσε».

Χρησιμοποιείται με την έννοια του φέρε, προσκόμισε.

Πιάκε 'να μπουκάλι μπύρα απ' την κασόνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται σε περιπτώσεις ανεπιθύμητης εγκυμοσύνης, όταν υποτίθεται ότι το ζευγάρι έπαιρνε προφυλάξεις, αλλά παρά τον Όλαφ κάποιο θεληματικό σπερματοζωάριο την είδε Μαγκάιβερ, κατάφερε να υπερβεί προφυλάξεις, αντισυλλήψεις και ταλιμπάν και μέσα από φοβερές μαγκαϊβεριές να φτάσει τελικά στον αντικειμενικό του προορισμό (υπάρχει βέβαια πάντοτε και η υποψία του foul play (τ. 24 κερατίων, «άγονες μέρες») ή της απλής ανθρώπινης μαλακίας (τ. «μα είχα τραβηχτεί, δεν είχα;», «Troyan ήταν αυτό ή Δούρειος Ίππος;»)). Μαγκάιβερ είναι, λοιπόν, αυτό, το τιμημένο το σπερματοζωάριο, καθώς και το διάδοχο σχήμα, το παιδί. Πρόκειται για αυτονομημένη ατάκα από ένα ψιλοκρύο ανέκδοτο των ογδόνταζ σχετικά με τον διάσημο μαστροχαλαστή ήρωα τηλεοπτικής σειράς, για το οποίο βλ. το χανκοσχόλιο του άλλου ορισμού.

- Πώς τα πάτε με την Πιπίτσα ρε Μπάμπη;
- Άσ' τα να πάνε, μου ανακοίνωσε ότι περιμένει παιδί...
- Μα εσύ δεν μου είχες πει ότι δεν ήθελες παιδί; Είναι σίγουρα δικό σου; Γιατί ακούγονται διάφορα...
- Τι να σου πω; Πάντως αν είναι δικό μου, θα το ονομάσω Μαγκάιβερ...

(από Khan, 28/01/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μπούλης που το παίζει και πολύ άντρας, μάγκας και νταής, γαμιάς της γειτονιάς, και γενικά έχει πάααααααρα πολύ καιρό να κατουρήσει.

Θεωρείται σλανγκ της φυλακής, αλλά και της νύχτας με το caveat ότι ό,τι έχει φτάσει να καταγραφεί ευρέως πιθανόν να μην είναι η τελευταία λέξη της σλανγκ αυτών των χώρων. Από την άλλη, χρησιμοποιείται και σε ιντερνετικές φοράδες, λίγα χτυπήματα.

  1. Ειρωνείες προς φωνακλά εδώ:

- ρε συ, μιλα λιγο πιο δυνατα! Δεν ακουγεσαι! ρε ΣΠΑΘΟΛΟΥΡΟ... - Ρε συ, εσυ που εισαι και μαγκας κι αλανι και ΣΠΑΘΟΛΟΥΡΟ, μπορεις να μας πεις τι δουλεια εχεις με κατι ελεεινους χλεχλεδες;

  1. Το χαρτί όμως που πιστοποιούσε τον τραυματισμό του είχε πάει και το είχε παραλάβει κάποιος “Γκλίτσας”, που τελικά αποδείχτηκε ότι ήταν ο δεύτερος καταζητούμενος με παραφρασμένο όνομα, τον οποίο οι αρχές θεωρούν σκληρό ποινικό και “σπαθόλουρο” της νύχτας, κατά το κοινώς λεγόμενο, μπράβος, πρωτοπαλλήκαρο δύο άλλων ποινικών που βρίσκονται στη φυλακή.
    (εδώ).

  2. Σπαθόλουρο μας προέκυψες...
    I like you more now :-) (εκεί).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αντ(ι)βέντσουρ είναι ο τύπος...

  • ...που ασχολείται μανιωδώς με το πιο μοδάτο «επικίνδυνο» σπορ. (πχ. το κάϊτ την παρούσα δεκαετία, bunjee jumping την προηγούμενη),
  • ...που επιβιώνει σε οποιεσδήποτε συνθήκες, και το ευχαριστιέται σαν γνήσιος ξάδελφος του Ταρζάν. Κάτι σαν τον Bear Grylls. Ενίοτε, χαστουκίζει κάνα λιοντάρι έτσι για να δείξει ποιος είναι o ρουμάνος στη ζούγκλα,
  • ...ο οποίος όταν βγει το βράδυ, τα κάνει πουτάνα. Ποτέ δεν είναι βαρετή η έξοδος μαζί του. Το καλύτερο φινάλε σε μια τέτοια έξοδο, είναι το αυτόφωρο, το χειρότερο το νοσοκομείο.
  • ...που είναι χύμα, και δεν λέει ποτέ όχι σε οποιαδήποτε πρόταση, άντρας έτοιμος για όλα. Δηλαδή ο τύπος «vivere pericolosamente».

Η έκφραση προφ προέρχεται από την αγγλική λέξη για την περιπέτεια (adventure), και έλκει την καταγωγή της, από τις καμπάνιες του Κάμελ και του Μάλμπορο, την δεκαετία του '80, με τις περίφημες adventure teams, και τους τυπάδες να χέζουν στο δάσος, γύρω από μια φωτιά, στη μέση του πουθενά.

- Τι κ΄ναι το τυπάκι ρε; Θα μας τρελάνει; Πέφτει με αλεξίπτωτο στη μέση του πουθενά;
- Και που να δεις παρακάτω τι πρόκειται να κάνει. Θα σε κουφάνει...
- Πολύ αντβέντσουρ ο τύπος. Και είναι αληθινά ρε, ή μας δουλεύουν, και ο τύπος έχει από πίσω του κάνα συνεργείο υποστήριξης;
- Τι να σου πω....

- Τι θα κάνουμε το βράδυ;
- Τι να σου πω; Αλλά έχε υπόψη σου, καλύτερα να πάμε για φαγητό, ήρεμα. Είπε ο Μάκης ότι θα φέρει τον ξάδελφο του, οπότε καλύτερα ήρεμα.
- Συμφωνώ, αυτός είναι πολύ αντβέντσουρ τύπος. Θα μας μπλέξει άσχημα με τις γνωριμίες του και το τσαμπουκαλίκι του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασική ακραία απειλητική έκφραση του στυλ «θα σε κλάψει η μάνα σου στο μνήμα», η οποία προσβάλει καθαρά την ίδια τη ζωή του παραλήπτη. Αναφέρεται στον αριθμό (τέσσερις) των κορακιών κασοφόρων, των οποίων αποστολή είναι η μεταφορά του φέρετρου στην ύστατη κατοικία του.

Χρησιμοποιείται συνήθως από ακίνδυνους μαχαλόμαγκες - κουραδόμαγκες που πουλάνε μαγκιά από χόμπι, ενώ στην πραγματικότητα ποτέ δεν κάνουν πράξη τις απειλές τους, γιατί όπως ορίζει η λαϊκή σοφία: «σκυλί που γαβγίζει δε δαγκάνει» (και τούμπαλιν).

- Τι κοιτάς ρε; Την κοπέλα μου κοιτάς; Θα πεθάνεις ρε! Θα σε πάνε τέσσερις! Θα σου πιω το αίμα! Θα...θα...

κλπ, κλπ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κορυφαία, all time classic ατάκα, προερχόμενη από ένα εξίσου διάσημο και υπέρ-καλτ film, τον Ταξιτζή (Taxi Driver, 1976) του Martin Scorsese, με πρωταγωνιστές τον τιτανοτρισμεγιστοτεράστιο Ροβέρτο Δε Νίρο και το καυλοπίπινο τότε Jodie Foster.

H ατάκα, καθώς και η όλη σκηνή στο πλαίσιο της οποίας εκστομίζεται, θεωρούνται από τα πλέον αναγνωρίσιμα σύμβολα του παμφάγου, μαζοποιητικού και τερατώδους μηχανισμού που ακούει στο όνομα Ποπ Κουλτούρα. Αποτελούν στερεότυπα μοτίβα της εικονογραφίας της. Πανηγυρική επιβεβαίωση των παραπάνω, η ψήφισή της το 2005 ως της δέκατης καλύτερης κινηματογραφικής ατάκας όλων των εποχών, και η συνακόλουθη αναβίβασή της ως αυτοτελούς λήμματος στη Βικούλα.

Σε τι στο μπούτσο αναφέρεται τελοσπάντων αυτή η ατάκα; Για να απαντήσουμε, ας θυμηθούμε λίγο τα συμφραζόμενα: πρόκειται για την περίφημη σκηνή του Καθρέφτη, προς τον οποίο ο φρικαρισμένος και σε φάση δεν-την-παλεύω-κάστανο Travis Bickle εξαπολύει έναν αριστουργηματικό, εμβριθέστατο και ποιητικό μονόλογο.

[I]«You talkin' to me; You talkin' to me; You talkin' to me; Then who the hell else are you talkin' to; You talkin' to me; Well I'm the only one here. Who the fuck do you think you're talking to;»[/I]

Ο Travis, ο μοναχικός, πορνόβιος και ψιλοαϊζενχάουερ ταρίφας, προβάρει το λογύδριο αυτό στον καθρέφτη του, προπονούμενος ψυχολογικά για αχαλίνωτους τσαμπουκάδες / μανούρες / ξυλίκια και λοιπά ζοριλίκια στους κακόφημους δρόμους της Πόλης-που-ποτέ-δεν-Κοιμάται (Νέα Υόρκη). Εξασκείται στο να παίρνει το κατάλληλο ψαρωτικό ύφος και τη μαγκιόρικη φωνή, πράγματα που θα του χαρίσουν το τακτικό πλεονέκτημα έναντι του αντιπάλου του στο αναμενόμενο street fighting πατιρντί.

Η πλάκα είναι πως, σύμφωνα με το σεναριογράφο του φιλμ, η συγκεκριμένη ατάκα δεν υπήρχε πουθενά γραμμένη στο σενάριο, το οποίο απλά προέβλεπε - γενικώς και αορίστως - «τον ήρωα να μιλά στον καθρέφτη του». Τυπική λοιπόν περίπτωση υποκριτικού αυτοσχεδιασμού, που συνέβαλε ουκ ολίγον στο χτίσιμο του μύθου που λέγεται Ντε Νίρο.

To Αre you talking to me λοιπόν, γεννιέται και καθιερώνεται ως μια αυθεντικά street έκφραση, που χρησιμοποιείται ως προανάκρουσμα κάποιου τσαμπουκαλίδικου σκηνικού / κλοτσοπατινάδας. Γίνεται το motto κάθε προκλητικού μαλάκα κάγκουρα / αλητάμπουρα / τσογλαναραίου που έχει βγει στο δρόμο καυλωμένος και ψάχνεται εναγωνίως για φασαρίες, για να μας αποδείξει πόσο άντρακλας και γαμίκλας είναι...

Αυτά στην αρχή. Διότι κάπου στο δρόμο, το σημαινόμενο (τσαμπουκάς / ξυλίκι / αναίδεια / προκλητικότητα κλπ) εξαφανίστηκε. Κι απέμεινε η έκφραση μονάχη της, ξεκρέμαστη και ξεκάρφωτη, αποκομμένη απ' το ορίτζιναλ context της, να ακολουθεί μια δική της αυτόνομη πορεία, άλλο ένα ορφανό σημαίνον μέσα στη φαντασμαγορία των σημαινόντων και τη χρυσόσκονη των φαινομενικοτήτων μιας μεταμοντερνιάρικης εποχής...

Ήταν αναπόφευκτο να συμβεί αυτό; Μάλλον ναι, τη στιγμή που η ταινία - αλλά και ο Σκορσέζε γενικότερα - εμπίπτουν σ' αυτό που λέμε κουλτουριάρικη προσέγγιση. Παρεμπίπταμπλυ, ο υποφαινό δε γουστάρει ιδιαίτερα ούτε την ταινία ούτε το σκηνοθέτη, που κατά την ιδίαν ημών άποψη είναι αργός, βαρετός, ψιλοκοιμήσης, τούφας...

Που / πώς / πότε παίζει να ακούσεις την ατάκα today; Μάλλον ως ένα τιραμισουρεάλ πασπαρτού που πάει με όλους και με όλα, κατά κανόνα σε φάση παρεΐστικου χαβαλέ κι έτσι. Η «σοβαρή» χρήση της έχει εκλείψει, αν το επιχειρήσεις θα θεωρηθείς γραφικός, για τα πανηγύρια. Συνήθως το πετάμε ως αποστομωτική - τηλεγραφική απάντηση σε κάποιο φίλο που μας ζαλίζει τ' αρχίδια με τις επίμονες / ανούσιες ερωτήσεις του. Του καθιστούμε έτσι σαφές πως τον γράφουμε οριστικά στα βυζιά μας, πως δεν πρόκειται να ασχοληθούμε άλλο με την πάρτη του και πως καλά θα κάνει να μας ξεφορτώσει και να βρει άλλο βιολάκι...

Allivegp: - Δημόσια διαπόμπευση με κουδούνι καβάλα σε γάιδαρο ανάποδα υπέστησαν ο Αυτοκράτωρ Ανδρόνικος Κομνηνός αλλά και ο ήρως του Μακεδονικού Αγώνα Τέλλος Άγρας (Σαράντος Αγαπηνός). Θλιβερή ιστορία... Γι΄αυτό ...no mercy στους Σλαβοβουλγαροσκοπιανούς.

Ιronick: (με άψογους ελληνικούς χαρακτήρες)
- αρ γιου τόκιν του μί;;;

Allivegp:
- @ iron: μου το σπάς σε κέρματα γιατί δεν τό 'πιασα;

(Από τα σχόλια στο λήμμα κουδουνάτος)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτάρεσκη έκφραση των Βλάχων της Ελλάδας, η οποία σημαίνει ότι οι ομόφυλοί τους, είναι (δήθεν) πονηρότεροι απ' τον καθένα...

Υφίσταται και το αμερικάνικο αντίστοιχο: I saw you coming («Σε είδα να στρίβεις τη γωνία / σε πήρα χαμπάρι / στην έφερα»). Άλλωστε, ο Χάρρυ Κλυνν το είχε επισημάνει στο δίσκο «πατάτες», αναφερόμενος σε γνωστό πολιτικάντη: Πονηρός ο Βλάχος!

Γνωστός φυλετισμός / εθνοτισμός / τοπικισμός και εν τέλει εθνοφαυλισμός τύπου «οι από δω γαμάνε τους από κει», που βρίθει υπό ποικίλες μορφές στην Ελλάδα: Οι Μακεδόνες είναι καλοί άνθρωποι, οι Θεσσαλονικείς καρντάσια, οι Κρητικοί είναι παλικάρια, οι Μοραΐτες κωλόπαιδα, οι Αιτωλοακαρνάνες απέκηδες, οι Πατρινοί πούστηδες, οι Αρτινοί νερατζόκωλοι, οι Γιαννιώτες παγούρια, οι Μυτιληνιοί γκασμάδες, οι Εβρίτες γκατζοί, οι Ροδίτες τσαμπίκοι, οι Κώοι μπόχαλοι, οι Σαλαμινιοί μπακαούκες, οι Σάμιοι ουγκαντέζοι, οι Πόντιοι χαζοί, οι Κύπριοι αδέρφια μας (όπως κι οι Σέρβοι), οι χωριάτες Βλάχοι, οι γύφτοι βρωμιάρηδες και η Αθήνα βαλές που μαζεύει όλο το χαρτί.

Οι νεοέλληνες, κυκλοφορούν μεταξύ τους ακάλυπτες επιταγές σε ρήτρα τουπέ, οι οποίες δεν έχουν απολύτως κανένα αντίκρισμα στο (όποιο) εξωτερικό. Έτσι, οι Ηρακλειώτες μισιούνται θανάσιμα με τους Χανιώτες, οι Αγρινιώτες με τους Μεσολογγίτες, οι Ναουσαίοι με τους Βεργιώτες κ.ο.κ.

Γνήσιοι λοιπόν τουλάστιχον κατά τούτο Έλληνες και οι Βλάχοι της Ελλάδας, ουσιαστικά επικυρώνουν το γνωστό ρητό: Κάθε Έλληνας, πονηρότερος από κάθε άλλον Έλληνα!

Για την ιστορία, οι Βλάχοι κατάγονται από την Βλαχία ή Βαλλαχία, κατά την ευρύτερη περιοχή της καλουμένη Μουντενία και κατά το έλασσον Ολτενία, τμήμα της σημερινής Ρουμανίας, νοτίως των Καρπαθίων και βορείως του Δούναβη, καταλαμβάνει μέρος της πολυπόθητης στρατηγικώς Βεσσαραβίας, αποτελούσε πριγκιπάτο (1317-1859) και είχε δικό της θυρεό και παντιέρα. Οι άλλες δυο μεγάλες επαρχίες της σημερινής Ρουμανίας, είναι η Μολδαβία στο βόρειο και η Τρανσυλβανία στο δυτικό της τμήμα.

Από την περιοχή αυτή πέρασαν Θράκες, Κέλτες, Σκύθες, Μοίσοι, Σλάβοι, Άβαροι, Γέπιδες, Πετσενέγοι, Δάκες, Γότθοι, Μαγιάροι, Μογγόλοι, Τούρκοι, της Παναγιάς τα μάτια…

Το στίγμα στη γλώσσα τους όμως άφησαν οι Ρωμαίοι, που κατέλαβαν την περιοχή από το 105 μ.Χ. μέχρι το 271 μ.Χ. και έκτοτε οι Ρουμάνοι < Romani («Ρωμαίοι») και οι βλάχοι Έλληνες και μη, μιλούν μια διάλεκτο της λατινικής και συγκεκριμένα οι Βλάχοι την (α)ρωμουνική / αρμανική αφού λέγονται και Αρ(ω)μάνοι (!) την βλαχομογλενίτικη και την ιστρορουμανική.

Οι Έλληνες Βλάχοι συνεννοούνται θαυμάσια με τους Ρουμάνους, ενώ μπανίζουν από Ιταλικά και Ισπανικά, αφού μιλούν λατινογενή γλώσσα.


Προέλευση της λέξης «Βλάχος»

Η ιστορική έρευνα δεν έχει φτάσει σε ένα γενικώς αποδεκτό συμπέρασμα. Η ονομασία Βλάχος είναι ασαφής με γενικό κανόνα να σημαίνει τον λατινόφωνο. Κύριες απόψεις όσον αφορά την ετυμολογία του όρου είναι:
α) Από την παλαιοσλαβική λέξη vlah που σημαίνει ξένος, αλλοεθνής, μη Σέρβος αλλα λατινόφωνος.
β) Από την Γερμανική λέξη Walechen που επίσης σημαίνει ξένο, μη Γερμανό αλλά λατινόφωνο.
γ) Από τον αιγυπτιακό όρο «φελάχ»= αγρότης , αυτός που ασχολείται με γεωργικές εργασίες.
δ) Είναι εξέλιξη της λέξης Βληχή (δωρικά βλαχά) = βέλασμα ε) Προέρχεται από την λέξη Volcae κέλτικη φυλή η οποία συνόρευε με τα γερμανικά φύλλα και με αυτό το όνομα οι Γερμανοί αποκαλούσαν οποιονδήποτε λατινόφωνο
ζ) Από την συνένωση των λέξεων Βάλε = κοιλάδα και aqua =νερό δείγμα της ενασχόλησης των βλάχων με την κτηνοτροφία και την φροντίδα των ζώων.
η)Από το λατινικό villicus που ήταν για τους Ρωμαίους ο αγρότης.

Άλλες ονομασίες για τους Βλάχους στην Ελλάδα:

α) Κουτσόβλαχος: είναι η ελληνική απόδοση του τούρκικου Κιουτσούκ Βαλάχ = Μικρόβλαχοι κάτοικοι δηλαδή της Μικρής Βλαχίας. Έτσι ονομαζόταν η Αιτωλοακαρνανία κατά την εποχή του Βυζαντίου.Εν αντιθέσει με τους Μπουγιούκ Βαλάχ = Μεγαλόβλαχοι, κατοίκους δηλαδή της Μεγάλης Βλαχίας όπως ονομαζόταν η περιοχή της Θεσσαλίας.
β) Τσίντσαροι: βλάχοι Σερβίας-Σκοπίων. Η ονομασία εικάζεται πως προέρχεται από το λατινικό quinquarius (πέντε=quinque στην λατινική-τσιντσι στα βλάχικα) κατάλοιπο της πέμπτης Ρωμαικής λεγεώνας των παλαίμαχων Μακεδόνων.
γ) Πριτσόβλαχοι από την λέξη πριτζιά = δυσοσμία που αναδύουν τα ρούχα όσων ασχολούνται με κτηνοτροφικές εργασίες.
Μπουρτζόβλαχοι δηλαδή…
Βλ. γ’ρούνj αντί χοίρος, γουμάρ’ αντί όνος και πολλές άλλες μη ελληνικές λέξεις της κτηνοτροφίας.

Οι Βλάχοι της Ελλάδας δεν αυτοαποκαλούνται με αυτό το όνομα (Βλάχοι) στη γλώσσα τους, αλλά με το Αρμάνοι, λέξη που παράγεται από το Romanus (Ρωμαίος Πολίτης): Αρμάνου [Armanu<Ar(o)manu(s)<α+Romanus] Η ονομασία αυτή σχετίζεται με το διάταγμα του Καρακάλα (Edictum Antoninianum), 212 μ.Χ., με το οποίο γενικεύτηκε το δικαίωμα του Ρωμαίου πολίτη σε όλους τους κατοίκους των Ρωμαϊκών επαρχιών (Romani cives). Έχουν βαθειά συναίσθηση της εθνοτικής τους ταυτότητας και είναι περήφανοι κι αλληλέγγυοι μεταξύ τους. Δειλά-δειλά πρόσφατα, κυκλοφόρησαν και Ελληνο-Βλαχικά λεξικά και θέτουν και ζήτημα μειονότητας άμα λάχει.

Ο Βλάντο Τσέπες ο παλουκωτής, ο διαβόητος δράκουλας των Καρπαθίων, ήταν κατά πάσα πιθανότητα Βλάχος. Δηλαδή δε φτάνει που για να πλύνει τα ποδάρια του έπρεπε να περάσει ποτάμι κι έζεχνε τυρίλα, σε δάγκωνε κι από πάνω (!) Τς-τς, τί τρόποι…

Πολλοί οσποδάροι / κνέζ / βογιάροι (τοπάρχες-γαιοκτήμονες) της παραδουνάβιας αυτής ηγεμονίας επί Οθωμανικής αυτοκρατορίας ήταν ελληνικής καταγωγής (π.χ. Υψηλάντης, Καντακουζηνός, Γκίκας, Δούκας, Μουρούζης, Μαυρογένης, Μαυροκορδάτος, Καρατζάς, Σούτζος κ.α.) και η μασονική Φιλική Εταιρία, είχε γερές βάσεις στη Βλαχία. Τα Ιερολοχιτάκια του Υψηλάντη, που σφάξανε οι Τουρκαλέοντες στο Δραγατσάνι, ζήτημα κι αν μιλάγανε δυο κουβέντες Ελληνικά, αφού ήτανε Βλάχοι. Μάλιστα, τόσο καλοπερνούσαν οι ντόπιοι δουλοπάροικοι με τους Έλληνες ηγεμόνες τους, που όταν σηκώσανε μπαϊράκι περί τις αρχές του 19ου αιώνα εναντίον του Σουλτάνου που τους κρατούσε τα μπόσικα, τους ξαποστείλανε στα τσακίδια…

Ο καψερός ο Ρήγας, έχοντας συνδέσει τη μοίρα των (όποιων) Ελλήνων με την περιοχή της Βλαχομπογδανίας, ονειρευόταν μια πανβαλκανική αστική επανάσταση (και στη συνέχεια ομοσπονδία) ενάντια στους Οθωμανούς και τους συν αυτοίς προύχοντες, ενώ ακόμα και το γραικο-αλβανικό ρεμπελιό του ’21 απέτυχε στην ουσία (κατά τον Σκαρίμπα).

Οι αχαρακτήριστοι τύποι αυτοί λοιπόν, κατέβηκαν στην Ελλάδα επί ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, ως στρατιώτες λεγεωνάριοι, βασικά ως φύλακες ορεινών περασμάτων. Κατοίκησαν κυρίως την Βόρεια Ελλάδα, Ήπειρο (κυρίως Μέτσοβο), Θεσσαλία και Στερεά από το ύψος Λαμία (Ζητούνι) – Λιβαδειά μέχρι (και) το Αγρίνιο (τέως Βραχώρι < Βλαχώρι < Βλαχοχώρι). Απ’ ό,τι φαίνεται ξώμεινανε στα βουνά και ασχολήθηκαν κυρίως με την κτηνοτροφία και λιγότερο με τη γεωργία.
Δεν πάτησαν το Μοριά, δίχως αυτό να κάνει τους αρβανιτο-μοραΐτες πιο πολιτισμένους…

Πολλοί από δαύτους, γινήκανε έμποροι, μεγάλοι και τρανοί και ευεργέτησαν το έθνος, όπως: Ο Ζάππας (Ζάππειον), ο Αβέρωφ (αναμαρμάρωση Καλλιμάρμαρου, θωρηκτό κ.α.), ο Τοσίτσας (Πολυτεχνείο), ο Αρσάκης, ο Σίνας (Ακαδημία),ο Στουρνάρας, Γεώργιος Σταύρου (Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος), Κωλέττης, Λάμπρος, Σμολένσκης (ένδοξος στρατηγός του 1897) κ.α., αφού έβγαλαν βέβαια κι αυτοί το κατιτίς τους. Κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο έπαιξαν άσχημο παιχνίδι (κι έχασαν) – αφού συνεργάστηκαν πολλοί απ’ αυτούς με τους Ιταλούς, που τους έταξαν αυτόνομα πριγκιπάτα στη Θεσσαλία και την Ήπειρο, αλλά έφαγαν το κεφάλι τους.

Το γεγονός λοιπόν, ότι επί αιώνες αποκομμένοι κτηνοτρόφοι στα βουνά και τα λαγκάδια, (όπως άλλωστε και όλοι οι Έλληνες, αφού οι σοβαρές πόλεις στην κυρίως Ελλάδα σπάνιζαν επί Οθωμανών, που την θεωρούσαν κλασμένη επαρχία) εξηγεί το ότι ο σημερινός ρατσισμός των παρ’ ολίγον αστών Ελλήνων μεταξύ τους (που έχει βέβαια ρίζες στη βαυαροκρατία, αφού αυτοί μας θεωρούσανε χαμαντράκια), εκφράζεται υπό την μορφή ξενόφοβου ψόγου, ήτοι αποκαλούνται εκατέρωθεν Βλάχοι, μετωνυμικώς ως ορεσίβιοι, χωρικοί, επαρχιώτες και εν τέλει των μη Αθηναίοι (;) Μα, αν η αξεστοσύνη των Ελλήνων, ήτο ζήτημα γεωργαφικόν, τούτο θα ήτο ευτύχημα, διότι άξεστοι θα ήσαν μόνον οι μισοί!

Αλλά η Ελλάς, είναι μια θάλασσα Βλάχων, με σχεδία την Αθήνα, όπου προσπαθούν όλοι ν’ ανεβούν και να ρίξουνε έξω τον άλλονα (κι ας χωράνε), ενώ παραδίπλα πλέουνε υπερωκεάνια…

Πηγές: Εγγλέζικη Wikipedia, www.vlahoi.net, www.almyros.vlahoi.net και ό,τι άλλο θυμήθηκε η αφεντομουτσουνάρα του υποφαινομένου.

- Τον πούστη το Μπρεάνο, άμα τόνε πιάσω στα χέρια μου θα τόνε σκίσω!

- Γιατί, τί σου' κανε ρε;

- Μου πούλησε σκάρτο στάφφ. Άσε που το ψείρισε κιόλας η κουφάλα!

- Σ' έπιασε κότσο ο βλάχος ρε; Εμ, είδες βλάχο; Σ' είδε πρώτος! Καλά να πάθεις! Πού πάς και μπλέκεις μ' αυτόν τον κανάγια μωρή κοροϊδάρα;

Aver-on (από HODJAS, 29/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτός της γνωστής έκφρασης που αναφέρεται στη μανούρα συνοδευόμενη από το αγνό ελληνικό βρωμόξυλο και στους κοινωνούς αυτής, οι τσαμπουκάδες είναι σημάδια στο κορμί των φυλακισμένων, που κάνουν οι ίδιοι, είτε με λάμα ως ξυραφιές, είτε ως τατουάζ –συμβολικά ή καλλωπιστικά– (όπως πολλές γυναίκες έκαναν μέχρι πρότινος για ομορφιά σε ορισμένα μέρη της Ελλάδας, μάλιστα υπάρχουν πολλές γιαγιάδες με τατού σε Ηπειρώτικα χωριά!), είτε με το σβήσιμο του τσιγάρου κυρίως στο εσωτερικό του αριστερού μπράτσου.

Με τους τσαμπουκάδες, οι φυλακισμένοι αφ' ενός βγάζουν το σεβντά τους, αφ' ετέρου επιδεικνύουν την ευρωστία και το ψυχικό τους σθένος, προκειμένου να λάβουν αντίστοιχη θέση στην ιεραρχία της φυλακής. Δηλαδή όσα περισσότερα σημάδια στο σώμα, τόσο μεγαλύτερη η μαγκιά. Βέβαια, όπως λέει ο Αρκάς στον ισοβίτη, αν αυτό ήταν αλήθεια, αυτός δεν θα 'πρεπε να 'χει ούτε αφαλό ...

Να μην συγχέονται με το «χαρακίρι» που κάνουν οι πρεζάκηδες, όταν τσιτώνουν την επιδερμίδα του λαιμού τους και ταυτόχρονα τραβάνε χαρακιές με λάμα, προκειμένου να μεταφερθούν στο αναρρωτήριο και να φάνε κάνα κουμπί.

Μάλλον τουρκικής προελεύσεως <τσαμπούκ = γρήγορα (βλ. τσαμπουκ-τσαμπουκ = άντε σβέλτα!).

Συνδέεται σημασιολογικά ίσως κατά το εγγλέζικο quick-tempered (γρήγορος, θερμόαιμος, έτοιμος για καβγά).

- Τον είδες το Βαγγέλη;
- Ε, τί;
- Τα χέρια του είναι γεμάτα τσαμπουκάδες. Ζόρικο αρσενικό.

Αρκάς, Ο θεός αγαπάει τον κλέφτη (από patsis, 26/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified